ΤΥΡΝΑΒΟΣ ( Γραφείο «Ε», του Κώστα Τσόλα)
Στην ιστορία έχει μείνει η φράση στον ευρύτερο θεσσαλικό χώρο, από το παρελθόν «γομάρια ή γαϊδούρια καζακλαριώτικα». Βέβαια το να αποκαλέσει κάποιος έναν άλλο άνθρωπο «γαϊδούρι» είναι λέξη προσβλητική. Ωστόσο τα γαϊδούρια στην ιστορία του ανθρώπου και στο διάβα των αιώνων μόνο καλό πρόσφεραν στον άνθρωπο, αφού είναι ένα οικόσιτο ζώο προικισμένο με υπομονή (γαϊδουρινή υπομονή) και πάντα ήταν βοηθός σε όλες σχεδόν τις εργασίες του ανθρώπου κυρίως δε αγροτικές και κτηνοτροφικές.
Ας γυρίσουμε πίσω στην ιστορία και ας δούμε πώς προέκυψε η φράση «γαϊδούρια καζακλαριώτικα». Καζακλάρ ονομαζόταν επί τουρκοκρατίας ο Αμπελώνας.
Ενδιαφέροντα στοιχεία για το θέμα αυτό έδωσε στην «Ε» ο Αμπελωνίτης Αλέξανδρος Οικονόμου από το σπάνιο και τεράστιο προσωπικό του αρχείο.
Η ιστορία ξεκινά από την κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους και τους υποστηρικτές τους κάπου στα 1423 μ. Χ. και ελάχιστες δεκαετίες πριν την άλωσης της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου του 1453. Τότε, δηλαδή το 1423, ο Τούρκος στρατάρχης Τουραχάν ή Τσουκράν καταλαμβάνει τη Θεσσαλία και τα χωριά γύρω και από τη Λάρισα με τους ιππείς του. Στη σημερινή Φαλάνη πήγαν οι Τάταροι γι΄ αυτό και ονομάστηκε «Τατάρ χωριό».
Στον σημερινό Αμπελώνα κατοίκησαν οι Κοζάκοι οι οποίοι έφεραν μαζί τους ψηλόσωμα γαϊδούρια, τα γομάρια, για τις δουλειές τους, στη γεωργία, κτηνοτροφία κ.λπ. Ωστόσο μια μεγάλη οικογένεια Τατάρων κατοίκησαν στη σημερινή συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου Αμπελώνα που μέχρι πρόσφατα ονομαζόταν «Τατάρ Μαχαλάς» και είναι σε απόσταση αναπνοής από το τότε «Τατάρ χωριό», δηλαδή τη Φαλάνη.
Από το όνομα Κοζάκοι υπάρχει μια από τις εκδοχές ότι προήλθε το όνομα Καζακλάρ. Την ίδια χρονιά χτίζουν τα σπίτια τους με πλιθιά από λάσπη από την πρώην λιμνούλα του Αγίου Γεωργίου όπου σήμερα πραγματοποιείται η Γιορτή Κρασιού Αμπελώνα. Επίσης πλιθιά κατασκεύαζαν και από την τότε λίμνη απέναντι από το αρχοντικό σήμερα της οικογένειας Σακελλαρίδη όπου και το «Γενί Τζαμί» αλλά και από άλλες περιοχές όπου μετά τη χρήση του χώματος δημιουργούνταν λίμνες, οι γνωστές «μπάρες» του τότε Καζακλάρ .
Τη λάσπη τη μετέφεραν με κάσα η οποία είχε δύο ξύλινες χειρολαβές την οποία και ονόμαζαν «Καζάκα». Από όλα αυτά και κατά μια ακόμη εκδοχή το μεγαλοχώρι και κεφαλοχώρι που σήμερα είναι ο Αμπελώνας ονομάστηκε Καζακλάρ. Υπάρχουν όμως και άλλες εκδοχές.
Οι Κοζάκοι, όταν γεννούσαν τα ψηλόσωμα γαϊδούρια τα πήγαιναν στο ζωοπάζαρο στη Λάρισα για να τα πουλήσουν. Τότε οι τελάληδες και οι κήρυκες φώναζαν στο παζάρι: «Εδώ τα καλύτερα γαϊδούρια, γομάρια καζακλαριώτικα», ήταν τα ψηλόσωμα και τα πιο δυνατά και γι΄ αυτά έρχονταν να τα αγοράσουν από όλο τον θεσσαλικό κάμπο αλλά και τις γύρω ορεινές περιοχές. Η πρώτη εκδοχή είναι αυτή.
Μετά από τους αιώνες της σκλαβιάς κάτω από τον τουρκικό ζυγό ήρθε η απελευθέρωση το 1881 και η Θεσσαλία με την Άρτα, πλην της επαρχίας Ελασσόνας, περιήλθε στο ελληνικό κράτος. Επειδή ουσιαστικά, με την παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων η Θεσσαλία παραχωρήθηκε ή και πουλήθηκε κατά κάποιον τρόπο στην Ελλάδα, ο Αμπελώνας, δηλαδή το Καζακλάρ το οποίο ήταν καθαρά τουρκοχώρι άρχισε να δέχεται Έλληνες από τον Μοριά, την Πελοπόννησο δηλαδή, αλλά και από τις σκλαβωμένες έως τότε πατρίδες όπως η Ήπειρος και η Δυτική Μακεδονία οι οποίοι, βάσει της συμφωνίας παραχώρησης της Θεσσαλίας από την Τουρκία στην Ελλάδα οι Τούρκοι κάτοικοι είχαν τον χρόνο και τη δυνατότητα να πουλήσουν τις περιουσίες του στους Έλληνες και εκείνοι να φύγουν βόρεια στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Οι νέοι Έλληνες της περιοχής του τότε Καζακλάρ και σημερινού Αμπελώνα αγοράζοντας τη γη από τους Τούρκους, όπως είναι φυσικό αγόρασαν και τα ψηλόσωμα και με χοντρά και δυνατά πόδια γαϊδούρια.
Αυτή είναι η συνέχεια της πρώτης εκδοχής για τα «γομάρια τα Καζακλαριώτικα».
Τα χρόνια πέρασαν, οι Τούρκοι έφυγαν από το Καζακλάρ και τη Θεσσαλία, τα γαϊδούρια όμως έμειναν.
Σύμφωνα με το ιδιαίτερα ενημερωμένο αρχείο του κ. Οικονόμου, δεκαετίες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας τη διετία 1937 – 38 η ελληνική κυβέρνηση έκανε συμφωνία με την τότε διοίκηση της κατεχόμενης Κύπρου να αγοράσει η Ελλάδα από την Κύπρο μουλάρια με τα πολύ πιο δυνατά πόδια ψηλόσωμα γαϊδούρια τα γνωστά στη Μεσόγειο ως Κυπραίικα.
Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που μας παρέθεσε ο κ. Οικονόμου, ο Γεωργικός Συνεταιρισμός Αμπελώνα ο οποίος ιδρύθηκε το 1916, και με την παραπάνω συμφωνία τα μέλη του θέλησαν να αγοράσουν από την Κύπρο μουλάρια και μεγαλόσωμα γαϊδούρια. Τότε πρόεδρος και αντιπρόεδρος του συνεταιρισμού ήταν οι Ανδρέας Χασιώτης του Νικολάου και Δημήτριος Αρχοντής του Γεωργίου αντίστοιχα. Πήγαν στην Κύπρο και έφεραν στον Αμπελώνα, το τότε Καζακλάρ, μουλάρια και μεγάλα κυπραίικα γαϊδούρια τα οποία και διασταυρώθηκαν μεταξύ τους ή και με τα επίσης ψηλόσωμα ντόπια που άφησαν οι Τούρκοι πίσω τους. Έτσι το τότε Καζακλάρ , έγινε μοναδικός τόπος αναπαραγωγής αυτού του νέου είδους δυνατού γαϊδουριού το οποίο εκτός από φυσική δύναμη είχε και αντοχή στην... υπομονή, το ξύλο και την ανεκτικότητα.
Έτσι οι άνθρωποι όταν ήθελαν να κατηγορήσουν κάποιον συνάνθρωπό τους που ήταν αυτό που ο λαός λέει «άσκαστος» και «υποχόνδριος» χωρίς να σκάει ή νοιάζεται για τίποτα ακόμα και αν κάποιος τον λοιδορεί δημόσια, τον έλεγαν «γομάρι Καζακλαριώτικο» για την υπομονή και την αντοχή του σε όλα.
Και περιστατικά από τα «γομάρια τα καζακλαριώτικα»
- Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα υπήρχε στο νοτιοανατολικό τμήμα της σημερινής κεντρικής πλατείας του Αμπελώνα, εκεί που είναι το ιστορικό περίπτερο Μύτη το μεγάλο πέτρινο κοινοτικό καφενείο. Επειδή όταν ήταν η περίοδος της αναπαραγωγής ένα αρσενικό γαϊδούρι κυνηγούσε μια θηλυκιά, τότε η θηλυκιά γαϊδούρα για να... γλιτώσει μπήκε μέσα στο καφενείο προς αναστάτωση των θαμώνων.
- Επίσης επί γερμανικής κατοχής, την περίοδο 1940 -42, υπηρετούσαν από τη Λάρισα στο τότε δημοτικό σχολείο Καζακλάρ (Αμπελώνα) δύο δασκάλες. Πήγαιναν το πρωί με το λεωφορείο και επέστρεφαν το μεσημέρι στη Λάρισα.
- Η παράδοση λέει ότι ένα πρωινό ανέβηκαν στο λεωφορείο από τη Λάρισα με προορισμό το Καζακλάρ, χωρίς όμως να βγάλουν εισιτήριο και κάθισαν στις θέσεις 3 και 4. Ταυτόχρονα ανέβηκε και ένας κάπως έμπειρος κοινωνικά Καζακλαριώτης ο οποίος είχε κανονικά τη θέση του εισιτηρίου με τον αριθμό 3 και διεκδίκησε τη θέση του από τη δασκάλα. Τότε έγινε ένας πανικός και σαματάς μέσα στο όχημα για τη συγκεκριμένη θέση και σύμφωνα με την παράδοση το οποίο το μεταφέρουμε μόνο έτσι, ως παράδοση δηλαδή, η δασκάλα ρώτησε τον κύριο: «Από πού είσαι;» και εκείνος απάντησε: «Από το Καζακλάρ». Για να ακούσει την ανταπάντηση της δασκάλας: «Έχουν τότε δίκιο που σας λένε γομάρια καζακλαριώτικα». Για να πάρει την απάντηση η δασκάλα από τον Καζακλαριώτη: «Ναι εμείς είμαστε γομάρια καζακλαριώτικα αλλά τετράποδα, ενώ εσύ είσαι μια γαϊδούρα δίποδη». Με την παρέμβαση των ψυχραιμότερων το επεισόδιο έληξε.
- Ωστόσο, για αιώνες τώρα, από την αρχή της τουρκοκρατίας, αλλά και μετέπειτα από την απελευθέρωση του 1881, το τότε Καζακλάρ και σήμερα Αμπελώνας έχει ισχυρούς δεσμούς με τα γαϊδούρια ή όπως παλιότερα τα ονομάτιζαν γομάρια. Αυτό το υπέροχο και φιλικό προς τον άνθρωπο τετράποδο με τις διασταυρώσεις που έγιναν ήταν ο καλύτερος σύντροφος και βοηθός του αγρότη και του κτηνοτρόφου της περιοχής. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, αλλά και μετά πολλοί Θεσσαλοί από άλλες περιοχές πήγαιναν στον Αμπελώνα για να αγοράσουν τα περιβόητα «γομάρια τα Καζακλαριώτικα», με κυπραίικη καταγωγή, για τη δύναμη και αντοχή τους στη δουλειά, αλλά ακόμα και στην υπομονή και την αγάπη προς το αφεντικό τους, ακόμα και αν εκείνος τα ξυλοφόρτωνε συχνά. Συχνές επίσης οι αναφορές όπου ο ιδιοκτήτης όταν έπινε στα καφενεία, τις ταβέρνες και τα «λεμονάδικα» του Αμπελώνα και του Βρυοτόπου ακόμα και μέχρι τις αρχές του 1990, το γαϊδούρι με το «γομαροκάροτσο πήγαινε το αφεντικό του στο σπίτι μόνο του χωρίς να χρειάζεται καν οδήγηση. Ήξερε τον δρόμο.
- Ωστόσο κλείνοντας αυτή την αναφορά, ακόμα και τώρα οι σημερινοί Αμπελωνίτες όταν μας αποκαλούν (Αμπελωνίτης και ο γράφων), περιπαικτικά «γομάρια καζακλαριώτικα» μάλλον το αποδεχόμαστε με χιούμορ και όχι διαφορετικά.