Έθιμα όπως η «γρουνοχαρά» που εξασφάλιζε το κρέας της οικογένειας για όλο τον χειμώνα, η «Καμήλα» που συμβολίζει την αφθονία, καθώς με καμήλες μετέφεραν τα αγαθά της εποχής, αλλά και οι «ντιβιτζήδες», όπως λέγονταν οι καμηλιέρηδες (από την λέξη" ντιβέ" που στα αραβικά σημαίνει καμήλα) οι έμποροι δηλαδή της εποχής που, με καραβάνια από καμήλες διακινούσαν τα εμπορεύματα.
Η εκδήλωση που έγινε νωρίς χθες το μεσημέρι στην πλατεία Ανατολικής Ρωμυλίας στη συνοικία της Φιλιππούπολης, διοργανώθηκε από την Εξωραϊστική Λέσχη Φιλιππούπολης στο πλαίσιο των εορτών των Χριστουγέννων και ξεκίνησε με το «καψάλισμα» του γουρουνιού, ενώ στους παρευρεθέντες διατέθηκαν παραδοσιακά ανατολικορωμυλιώτικα φαγητά όπως ο «καβρουμάς» και η «τηγανιά», ενώ το εφηβικό χορευτικό τμήμα της Λέσχης παρουσίασε χορούς της Θράκης.
Όπως τονίστηκε στη χθεσινή εκδήλωση «την τελευταία Κυριακή του χρόνου, αποχαιρετούμε τον χρόνο που πέρασε με την αναβίωση των εθίμων της "γρουνοχαράς" και τις "καλές καμήλες και ντιβιτζή".
Το έθιμο της "γρουνοχαράς" ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες μια γιορτή για κάθε σπίτι. Το συναντούμε σε πολλές περιοχές της Ελλάδος και εξελίσσεται παντού με τον ίδιο τρόπο. Μια διαδικασία που σκοπό είχε να εξασφαλίσει στην οικογένεια το κρέας και τα μέσα για την παρασκευή των φαγητών μέχρι και το Πάσχα και όχι μόνο. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο από το σφάγιο. Εκτός του φαγητού εξασφαλίζονταν τα παπούτσια ή τα ρούχα της οικογένειας. Συνήθως εξελισσόταν παραμονές Χριστουγέννων και συμμετείχαν μικροί και μεγάλοι σ' αυτό.
Το σκηνικό που εκτυλίσσεται από το δρώμενο "καλές καμήλες και ντιβιτζή" έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Είναι ένα έθιμο μείγμα διονυσιακής λατρείας και χριστιανισμού, γέννημα της ορφικής γης. Οι ανατολικορωμυλιώτες κατάφεραν να διατηρήσουν ζωντανό το έθιμο "καμήλες και ντιβιντζήδες" μέχρι σήμερα.
Το έθιμο παραπέμπει στην αρχαιότητα που μεταμφιεσμένοι οι άνθρωποι γιόρταζαν και τιμούσαν τον Θεό Διόνυσο με σάτιρες και χορούς σε «ξέφρενους» ρυθμούς. Με την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας τα έθιμα διαμορφώθηκαν ανάλογα για να μπορέσουν να διατηρηθούν. Οι ντιβιτζήδες ήταν οι έμποροι της εποχής που με καραβάνια από καμήλες διακινούσαν το εμπόριο από και προς τις περιοχές αυτές, με περιοχές της Ανατολής και της Αραβίας. Καθώς λοιπόν μετέφεραν προϊόντα από χώρες της Ανατολής, το έθιμο συνδέθηκε με τον Αγιο Βασίλειο που φέρνει δώρα από την Καισαρεία.
Οι ντιβιτζήδες ντύνονται με προβιές και φορούν στο κεφάλι το καούκι που είναι καπέλο και μάσκα μαζί. Είναι φτιαγμένο από «κιτσιά» (αρνίσιο μαλλί ζεματισμένο για να κολλήσουν οι ίνες μεταξύ τους) και στολισμένο με καθρεφτάκια (για τον εξορκισμό των πνευμάτων) και πολύχρωμες κορδέλες και στη θέση των δοντιών έχουν «αρμάθες» από ξερά φασόλια.
Στη μέση και στα πόδια φορούν μικρά κουδουνάκια που δημιουργούν θόρυβο όταν χορεύουν ή τσακώνονται οι ντιβιτζήδες. Στα χέρια κρατούν το «τοπούζ» (ξύλινο φαλόμορφο ρόπαλο που το χρησιμοποιούσαν σαν όπλο στα ταξίδια τους) με το οποίο κτυπούν χάμω «εκβιάζοντας» κατά κάποιο τρόπο τη γονιμότητα της γης. Η καμήλα είναι μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με «τσόλι» (υφαντό από τραγίσιο μαλλί με ένα μακρόστενο λαιμό από προβιά όπως και το κεφάλι της, με κρεμασμένα πολλά μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια (τούτσα). Ο θόρυβος των κουδουνιών, καθώς η καμήλα κουνιέται, συντελεί στο ξύπνημα της φύσης από τη χειμωνιάτικη νάρκη.
Η καμήλα στερεώνεται με ζωνάρια δεμένα σταυρωτά πάνω στο ανθρώπινο σώμα και ζυγίζεται με τέχνη για να μην γέρνει και κουράζει τον «καμιλτζή». Ο καμιλτζής συνήθως φορά τα καθημερινά καφέ πουτούρια του (από δεύτερης ποιότητας μαλλί και όχι τα μαύρα επίσημα ρούχα)».
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης χαιρετισμό απηύθυνε ο πρόεδρος της Λέσχης Σιδέρης Δελαρούδης που ευχήθηκε στους συγκεντρωμένους με αφορμή και τις γιορτές. Ακολούθησε το παιδικό χορευτικό τμήμα της Λέσχης με χορούς από την Ανατολική Ρωμυλία, ενώ στη συνέχεια οι παρευρεθέντες χόρεψαν και τραγούδησαν σε έναν κύκλο, τον τρανό χορό, όπως χόρευαν και οι πρόγονοί τους στις αλησμόνητες Πατρίδες με τραγούδια της ορχήστρας που αποτελούσαν στο τραγούδι ο Σπύρος Μηνοβγίδης, στην γκάιντα ο Μιχάλης Ανδρέου, στο ακορντεόν ο Δημήτρης Μποκόρος και στο νταούλι ο Ανδρόνικος Καράκης.