Με αυτή τη φράση ξεκινά το βιβλίο της Λαρισαίας εθνολόγου Ρίτας Σπανούλη και του κοινωνιολόγου του Δικαίου Γιώργου Λεπενιώτη «Παραμύθια των Ρομά», το οποίο περιλαμβάνει 20 λαϊκές ιστορίες, που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά εδώ και δεκαετίες και τις οποίες οι δύο συγγραφείς κατέγραψαν μέσα σε περίπου 30 χρόνια έρευνας, παρατήρησης και σχεδόν καθημερινών επισκέψεων σε καταυλισμούς.
«Από το 1983, για λόγους ακαδημαϊκής έρευνας, βρεθήκαμε αρχικά κοντά στους νομάδες Τσιγγάνους της Θεσσαλίας, στη Λάρισα, τα Φάρσαλα, τον Τύρναβο και αλλού» λέει η κ. Σπανούλη. «Οι φάρες της Θεσσαλίας είναι τα φιτσίρια με γλώσσα τη romanichip και οι ρουντάρηδες με λαϊκή ρουμάνικη. Στη συνέχεια ακολουθήσαμε τους Τσιγγάνους στην υπόλοιπη Ελλάδα, στα Γιάννενα, το Μεσολόγγι, τον Δενδροπόταμο Θεσσαλονίκης, την Αττική, την Κομοτηνή, Ξάνθη και αλλού. Έτσι, με αυτούς ζήσαμε την καθημερινότητά τους, που είναι γεμάτη με ήθη, έθιμα, μύθους, συμβολισμούς, παραμύθια και μουσική. Η επικοινωνία μας με τις τσιγγάνικες κοινότητες ήταν άμεση και καθημερινή. Οι νύχτες περνούσαν με αφηγήσεις παραμυθιών και άλλων ιστοριών από τη ζωή τους, των γηραιότερων προς τους νεότερους, τις περισσότερες φορές κατάχαμα, και συνήθως γύρω από μια φωτιά μέσα και έξω από μια τσιγγάνικη νομαδική σκηνή».
Αυτή η πλούσια προφορική κουλτούρα τους βοήθησε τους ερευνητές να ανακαλύψουν έναν πλούσιο κόσμο, άγνωστο, τόσο στην επιστημονική έρευνα, όσο και στη βιβλιογραφία και τη λογοτεχνία. Κατάλαβαν, ότι τα παραμύθια, αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της προφορικής τους κουλτούρας. Μαζί με τα τραγούδια, τις παροιμίες, τα αινίγματά τους κλπ, είναι η ματιά των ίδιων των Τσιγγάνων για τον εαυτό τους, την κοινότητά τους τη ζωή τους και όλο τον κόσμο.
ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΣΕΒΑΣΜΟΣ
«Μετά από αυτή την αποκάλυψη, γυρίζοντας σχεδόν όλη την Ελλάδα, οικοδομώντας αμοιβαία εμπιστοσύνη και σεβασμό με τους Τσιγγάνους, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε, να ακούσουμε και να καταγράψουμε, όλα εκείνα τα παραμύθια, τα γεμάτα με συμβολισμούς, πολιτισμό και ηθική που οι Τσιγγάνοι κρατούσαν καλά «κρυμμένα» από τους Μπαλαμούς» σημειώνει η Λαρισαία ερευνήτρια που έχει αφιερώσει την καριέρα της σε θέματα που αφορούν στους Τσιγγάνους, την κουλτούρα τους και τον κοινωνικό αποκλεισμό που υφίστανται. «Ο βασικός λόγος που θεωρήσαμε σημαντικό να ασχοληθούμε με τα τσιγγάνικα παραμύθια είναι η κατανόηση της νομαδικής κουλτούρας Τσιγγάνων μέσα από την ερμηνεία των συμβολισμών και των θεμάτων των παραμυθιών. Οι Τσιγγάνοι συμβιώνουν εδώ και δέκα αιώνες περίπου με την ευρύτερη ελληνική και βαλκανική κοινωνία και με τους διαφορετικούς πολιτισμούς της, χωρίς να ενσωματωθούν πλήρως, διατηρώντας συχνά ένα πυκνό και σαγηνευτικό μυστήριο γύρω από τη ζωή τους, τα έθιμά τους και τον πολιτισμό τους». Τα παραμύθια έχουν κυρίως αξιακά διδάγματα και αντικατοπτρίζουν τη φιλοσοφία τους για τη ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις, την εξουσία, τον έρωτα, τον θάνατο, κ.ά., ενώ η γοητεία τους βρίσκεται στον τρόπο που αποκαλύπτουν τον κόσμο των Τσιγγάνων με τις πολλαπλές ηθικές, ψυχικές, πνευματικές, πολιτισμικές, κοινωνικές και οικονομικές του διαστάσεις, μέσα από τον προφορικό λόγο.
«Μέσα από αυτή την καταγραφή» λέει η κ. Σπανούλη «θέλουμε να διασώσουμε την ιστορία αυτών των ανθρώπων. Η γνώση του παρελθόντος, το να ξέρεις ποιος είσαι και από πού προέρχεσαι είναι η πυξίδα που σου δείχνει πού θα πας. Βέβαια, τα παραμύθια δεν απευθύνονται μόνο στους νέους Τσιγγάνους, αλλά και σε όποιον άνθρωπο είναι ανοιχτός, διαβάζοντας αυτές τις ιστορίες, να κατανοήσει έστω σε έναν μικρό βαθμό ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι».
Ποιος είναι όμως ο λόγος που η συγκεκριμένη φυλή δεν έχει ενσωματωθεί στην κοινωνία και υφίσταται ακόμη τον ρατσισμό, παρότι είναι Έλληνες πολίτες, την ώρα που άλλοι ευκαιριακοί «νομάδες» έχουν καταφέρει έως κάποιου σημείου να τον αποτινάξουν; «Μα, το βασικό τους χαρακτηριστικό που είναι η νομαδική τους ζωή. Όλοι οι άλλοι έμειναν σε σπίτια, σε πολυκατοικίες δίπλα σε Έλληνες, πήγαν στα ίδια σχολεία με τα Ελληνόπουλα, ενσωματώθηκαν στην ελληνική πραγματικότητα. Οι Τσιγγάνοι δεν έχουν ενσωματωθεί, ούτε θέλουν και ούτε πρέπει γιατί έτσι θα χάσουν όλα τα χαρακτηριστικά που τους κάνουν ιδιαίτερους. Εκπαιδεύονται εθιμικά, δουλεύουν για λογαριασμό τους, σε ένα ευρύ φάσμα επαγγελμάτων, το οποίο τους εξασφαλίζει κάποιον βαθμό ευελιξίας, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στο αξιακό σύστημα της κοινότητάς τους και κυρίως στην επιθυμία τους να οργανώνουν τη ζωή τους σύμφωνα με τις δικές τους αξίες. Η επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη της ομάδας είναι επικοινωνία προσώπων, σε αντίθεση με τις απρόσωπες λειτουργικές σχέσεις που διέπουν την αστική κοινωνία κι αυτό αναδεικνύεται με έντονο τρόπο στα τσιγγάνικα παραμύθια» καταλήγει η Λαρισαία ερευνήτρια, παραδεχόμενη ότι ζώντας τόσα χρόνια δίπλα στους Ρομά έχει υιοθετήσει πολλά από τα στοιχεία της ζωής τους.
*Η Ρίτα Σπανούλη κατάγεται από τη Γλαύκη Λάρισας. Έκανε βασικές σπουδές στην Κοινωνιολογία και την Εθνολογία στη Γαλλία, και μεταπτυχιακές σπουδές στην Εθνοψυχιατρική στη Γαλλία και στην Τοπική και Περιφερειακή Ανάπτυξη στην Ελλάδα. Ασχολείται με τους Τσιγγάνους από το 1983 με θέματα κοινωνικού αποκλεισμού και κοινωνικής πολιτικής. Έχουν εκδοθεί πέντε συγγράμματά της για τους Τσιγγάνους.
*Ο Γιώργος Λεπενιώτης κατάγεται από τα Τρίκαλα. Έχει σπουδάσει Νομικά και έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία, Ιστορία και Κοινωνιολογία του Δικαίου. Ασχολήθηκε με θέματα κοινωνικής οικολογίας και κοινωνικού αποκλεισμού. Έχουν εκδοθεί τρία συγγράμματά του για τους Τσιγγάνους.
Παναγιώτα Φούντα