Σε αυτό το πλαίσιο, η γερμανική κυβέρνηση εξετάζει εάν και κατά πόσο θα μπορούσε να προσφέρει σε όσους κάνουν υπερωρίες κίνητρα μέσα από φοροαπαλλαγές/φοροελαφρύνσεις και διαφοροποιημένες προνοιακές παροχές.
Μεταξύ των προηγμένων/ανεπτυγμένων οικονομικών, η Γερμανία έχει τις λιγότερες μέσες ώρες εργασίας (μόλις 1.341 ετησίως έναντι 1.815 στην Πολωνία και 1.886 στην Ελλάδα), σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2022, καθώς είναι πολλοί εκείνοι στη χώρα που εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, οι μέσες ετήσιες ώρες εργασίας των Γερμανών έχουν μειωθεί κατά 30% τα τελευταία 50 χρόνια.
Αξίζει να σημειωθεί, δε, ότι από την περίοδο της πανδημίας και έπειτα, οι μέσες ώρες εργασίας έχουν μειωθεί συνολικά σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπως αναφέρουν οι Financial Times, επηρεάζοντας αρνητικά την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, ενώ παράλληλα ακολουθεί πορεία συρρίκνωσης και το ευρωπαϊκό εργατικό δυναμικό λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
«Η τάση πολλών να επιλέγουν λιγότερες ώρες εργασίας έχει ενταθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση μετά την πανδημία. Οι Γερμανοί εργαζόμενοι στα τρένα για παράδειγμα, ζήτησαν και επέτυχαν να μειώσουν τις εβδομαδιαίες ώρες εργασίας τους από 38 σε 35 έως το 2029», γράφουν οι FT.
Στη Γερμανία ωστόσο, οι χαμηλόμισθοι δεν έχουν αρκετά κίνητρα ακόμη και αν θέλουν να εργασθούν περισσότερο, καθώς τα αυξημένα έσοδα των παραπάνω ωρών εργασίας συνοδεύονται από μεγαλύτερους φόρους και μειωμένα επιδόματα.
Σύμφωνα με τους FT, «ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, πιέζει για φοροελαφρύνσεις στις υπερωρίες πέραν των 41 ωρών εργασίας την εβδομάδα, καθώς και για αλλαγές στο σύστημα επιδομάτων ανεργίας». «Ωστόσο, τα γερμανικά συνδικάτα αντιτίθενται σε αυτές τις ιδέες», όπως αναφέρεται.