Την εκτίναξη του δημόσιου χρέους το 2020 λόγω των μαζικών μέτρων στήριξης που υιοθετήθηκαν διεθνώς διαδέχθηκε μία σταδιακή μείωση την επόμενη διετία, η οποία ωστόσο ανακόπηκε το 2023 και είναι αβέβαιο αν θα συνεχισθεί το 2024 που γίνονται εκλογές σε δεκάδες χώρες που έχουν συνολικά πάνω από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού. Από την εμπειρία του παρελθόντος, άλλωστε, προκύπτει ότι το έλλειμμα είναι μεγαλύτερο κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες στα προεκλογικά έτη, όπως αναφέρει το Ταμείο.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 4,9% του παγκόσμιου ΑΕΠ εφέτος και η δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια να είναι περιορισμένη, ώστε το 2029 να ανέρχεται στο 4,3% ή περίπου 0,7 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο σε σχέση με το 2019.
Η συνέπεια αυτής της αργής προσαρμογής θα είναι να συνεχιστεί η αύξηση του δημόσιου χρέους, το οποίο θα πλησιάσει το 100% του ΑΕΠ το 2029 από 93% το 2023, όταν ήταν ήδη υψηλότερο κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προ της πανδημίας επίπεδο.
Η ανακοπή της δημοσιονομικής προσαρμογής το 2023 αντανακλά την αργή απόσυρση των μέτρων στήριξης για την ενεργειακή κρίση και τα κίνητρα βιομηχανικής πολιτικής - επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές - που ακολουθούν μεγάλες χώρες και κυρίως οι ΗΠΑ και η Κίνα. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι τον χορό της αύξησης του παγκόσμιου χρέους σέρνουν οι δύο αυτές μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, οι οποίες δημιουργούν και μεγάλους κινδύνους για άλλες χώρες.
Στις ΗΠΑ, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε πέρυσι στο 122,1% του ΑΕΠ από 120% το 2022 καθώς το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερδιπλασιάστηκε στο 8,8% από 4,1% το ίδιο διάστημα, αν και η ανάπτυξη της οικονομίας ήταν πάνω από 2%. Με το έλλειμμα να προβλέπεται - αν δεν αλλάξει η δημοσιονομική πολιτική στην Αμερική - ότι θα παραμείνει μεσοπρόθεσμα πάνω από το 6%, το αμερικανικό χρέος αναμένεται να φτάσει στο 133,9% του ΑΕΠ.
Κάνοντας μία σύγκριση, μπορούμε να πούμε ότι ενώ το δημόσιο χρέος της Ελλάδας προβλέπεται, σύμφωνα με το ΔΝΤ, να μειωθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2029 στο 138,8% του ΑΕΠ, το αμερικανικό χρέος αναμένεται να αυξηθεί το ίδιο έτος κοντά στο επίπεδο αυτό και, χωρίς δραστικά μέτρα, σχεδόν θα διπλασιαστεί το 2053.
Η εκρηκτική αυτή προοπτική είναι εξ άλλου που έχει οδηγήσει αναλυτές να αμφιβάλλουν για το κατά πόσο οι ΗΠΑ θα μπορούν να αυξάνουν διαρκώς το χρέος τους ή αν αυτό σε κάποιο χρόνο θα καταστεί μη βιώσιμο και οι επενδυτές - σε μεγάλο βαθμό είναι ξένοι - που χρηματοδοτούν τα ελλείμματα της χώρας θα αρνηθούν να συνεχίσουν να το κάνουν, οδηγώντας σε μία κρίση την οικονομία της.
Για το χρέος της Κίνας, αν και είναι χαμηλότερο από αυτό των ΗΠΑ, η δυναμική του είναι επίσης εκρηκτική, καθώς πέρυσι αυξήθηκε στο 83,6% του ΑΕΠ από 77,1% το 2022 και το 2029 αναμένεται να φθάσει στο 110,1%.
Γιατί, όμως, η ανοδική δυναμική του χρέους της Αμερικής και της Κίνας μπορεί να επηρεάσει αρνητικά άλλες χώρες; Το ΔΝΤ αναφέρει δύο τρόπους, μέσα από τους οποίους θα υπάρξει αρνητικός αντίκτυπος. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, τα υψηλά ελλείμματα και χρέος αυξάνουν τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων τους, οι οποίες τον περασμένο Οκτώβριο σκαρφάλωσαν στο 5% για τους 10ετείς τίτλους για να υποχωρήσουν στη συνέχεια, αλλά κινούνται και σήμερα πάνω από το 4,5%. Δεδομένου του τεράστιου μεγέθους της αγοράς των αμερικανικών ομολόγων, πιέσεις θα ασκηθούν και στα ομόλογα τρίτων χωρών. Στην Ευρωζώνη, για παράδειγμα, οι αποδόσεις των ομολόγων είναι μεν χαμηλότερες από αυτές στις ΗΠΑ, αλλά ακολουθούν τη διακύμανση των αμερικανικών.
Στην Κίνα, μία μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της θα επηρέαζε το παγκόσμιο εμπόριο και την παγκόσμια ανάπτυξη, ιδιαίτερα για τις χώρες με ισχυρές εμπορικές και επενδυτικές διασυνδέσεις με αυτή.