Πραγματοποιήθηκε μέσω συμπλήρωσης ερωτηματολογίου (ποσοτικό σκέλος) σε δείγμα 1.856 φοιτητριών και φοιτητών από διάφορα τμήματα 6 ελληνικών πανεπιστημίων που ανταποκρίθηκαν και συμμετείχαν στη διαδικασία.
Επιπλέον διενεργήθηκαν συνεντεύξεις με ανοιχτού τύπου ερωτήσεις (ποιοτικό σκέλος) στις οποίες ανταποκρίθηκαν και συμμετείχαν συνολικά 163 άτομα. Η έρευνα διεξήχθη την περίοδο της πανδημίας Covid-19 και ανέδειξε τους ακόλουθους παράγοντες, ως κυριότερους, σε ό,τι αφορά στην επιλογή σπουδών από τους/τις Έλληνες/-ίδες φοιτητές/-τριες:
-Το σύστημα πρόσβασης-εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στη χώρα μας (με τα δομικά χαρακτηριστικά-παθογένειές του), το οποίο σε συνδυασμό με την απουσία ποιοτικού-αποτελεσματικού Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού αγνοεί πολλές φορές τις δυνατότητες, τις κλίσεις και τις προτιμήσεις των ίδιων των φοιτητών/-τριών.
- Την εγγύτητα τμήματος/σχολής στον τόπο μόνιμης κατοικίας, καθώς και το αναμενόμενο κόστος σπουδών.
-Την προσδοκία υψηλής ποιότητας σπουδών και τη δυνατότητα θετικών προοπτικών απασχόλησης, αλλά και εξασφάλισης υψηλού εισοδήματος και κοινωνικής ανόδου.
Επιπρόσθετα, μέσα από την έρευνα προκύπτει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών/-τριών επενδύει στη συνέχιση των σπουδών με σκοπό τη βελτίωση των πιθανοτήτων επαγγελματικής αποκατάστασης και εξέλιξης.
Ειδικότερα, οι περισσότεροι εξ αυτών δηλώνουν ότι θα προχωρήσουν στην απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου, είτε στο πεδίο σπουδών τους είτε σε συγγενές πεδίο, ή ακόμη και σε απόκτηση άλλου τίτλου σπουδών, ενώ σημαντικός επίσης αριθμός δηλώνει ότι θα επιδιώξει διδακτορικές σπουδές και ότι γενικότερα θα επιδιώκει διαρκώς την απόκτηση όλο και περισσότερων εκπαιδευτικών και επαγγελματικών προσόντων μέσω της διά βίου μάθησης.
Αναφορικά τέλος με την αποτίμηση της εκπαιδευτικής τους πορείας, σε σχέση με τις αρχικές τους επιδιώξεις και βλέψεις, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες στην πλειονότητά τους τονίζουν αφενός τη μεγάλη ψυχολογική επιβάρυνση, την αγωνία και το άγχος της επαγγελματικής αποκατάστασης και αφετέρου την ανάγκη για συνεχή αναπροσαρμογή/αναθεώρηση των σχεδίων τους με γνώμονα τις τρέχουσες κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις.
Συχνά δε, θεωρούν ότι οι προπτυχιακές/μεταπτυχιακές σπουδές δεν επαρκούν για μια επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία και το γεγονός αυτό τους κάνει να συνειδητοποιούν ότι εν τέλει δεν τους παρέχουν τα κατάλληλα εφόδια για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της αγοράς εργασίας αποτελώντας ουσιαστικά έναν σχετικά αδύναμο παράγοντα προσδιορισμού του εργασιακού τους μέλλοντος.
Παρόλα αυτά, οι σπουδές σε όλες τους τις διαστάσεις εμφανίζονται να συνεχίζουν να αποτελούν βασικό μηχανισμό (ανοδικής) κοινωνικής κινητικότητας, γεγονός που καταδεικνύει τον υψηλό βαθμό προσδοκιών, αλλά και εμπιστοσύνης στο δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο.