Με τις νέες ρυθμίσεις που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, η διαδικασία της πρόσβασης καθίσταται ένα συνεχές τζογάρισμα. Από τη μία μειώνεται ο αριθμός των επιλογών των υποψηφίων στο μηχανογραφικό και από την άλλη δίνεται η δυνατότητα στα πανεπιστημιακά τμήματα να καθορίζουν αυτά το ύψος της βάσης εισαγωγής τους. Τι σημαίνει αυτό; Με μαθηματική ακρίβεια, πολύ λιγότεροι υποψήφιοι θα πιάνουν τις σχολές της επιλογής τους. Και δεν μπορεί η κυβέρνηση να λέει ότι εφόσον δεν αλλάζει κάτι στα εξεταζόμενα μαθήματα, δεν επηρεάζεται και η προετοιμασία των υποψηφίων. Γιατί όταν στα μέσα της χρονιάς ξαφνικά κόβουν στον υποψήφιο τις μισές επιλογές, αυτό σημαίνει ότι του κόβουν και τις μισές πιθανότητες να περάσει σε μια σχολή. Περιορίζοντας τις επιλογές, καθιστούν τη διαδικασία συμπλήρωσης του μηχανογραφικού ακόμα πιο αγχωτική απ’ ό,τι ήδη είναι και φορτώνουν στους μαθητές την ευθύνη πως μπορεί να μην περάσουν, όχι γιατί δεν έγραψαν καλά, αλλά γιατί δεν έκαναν τις σωστές επιλογές στο μηχανογραφικό.
Για «να χρυσώσει το χάπι» σε αυτά, η ρύθμιση του Υπουργείου προβλέπει και άλλη μια δεύτερη φάση συμπλήρωσης μηχανογραφικού για όσους δεν περάσουν στην πρώτη φάση. Στη δεύτερη φάση όμως θα μπορούν να επιλέξουν μόνο ανάμεσα στα Τμήματα εκείνα όπου έχουν μείνει κενές θέσεις. Πώς άραγε μέσα από αυτό το σύστημα θα πετύχει η κυβέρνηση - όπως ισχυρίζεται - να εισάγονται οι υποψήφιοι σε σχολές που πραγματικά θέλουν; Το ακριβώς αντίθετο θα γίνει, αφού η κατανομή στις σχολές θα μοιάζει πλέον με ρώσικη ρουλέτα. Και είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο μοιάζουν αυτές οι ρυθμίσεις με το σχέδιο που είχε παρουσιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ για τα δύο μηχανογραφικά, που στο πρώτο οι υποψήφιοι θα είχαν μόνο δέκα επιλογές και τα Τμήματα Ελεύθερης Πρόσβασης (βλέπε κατανομή β’ φάσης της ΝΔ για τα αζήτητα). Μάλιστα, είναι χαρακτηριστική η αφωνία του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις παραπάνω ανακοινώσεις της ΝΔ.
Σε τίποτα δεν πρόκειται να ωφελήσουν αυτές οι αλλαγές το επίπεδο των Πανεπιστημίων, όπως αφήνει να εννοηθεί η κυβέρνηση. Ο καθορισμός των βάσεων από τα τμήματα των ΑΕΙ θα μεγαλώσει την ψαλίδα ανάμεσα σε τμήματα που θα ενισχύσουν τον ελιτισμό τους από τη μία και από την άλλη σε τμήματα που θα χαμηλώσουν τις απαιτήσεις τους, για να μη μείνουν στα αζήτητα στην πρώτη κατανομή. Αυτός ο «ανταγωνισμός» όμως, περισσότερο φθείρει, παρά βελτιώνει το επίπεδο.
Επιπλέον, το επίπεδο της Ανώτατης Εκπαίδευσης δεν κρίνεται από τη διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων και τις υψηλές βάσεις που θα καθορίσουν τα τμήματα. Αυτό το βλέπουμε χρόνια τώρα, που υπάρχουν αυξομειώσεις των βάσεων, σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν και σταθερά αυξητικές τάσεις για χρόνια, ωστόσο το επίπεδο των πρωτοετών - κατά κοινή ομολογία των πανεπιστημιακών - γίνεται όλο και πιο χαμηλό. Κι αυτή η πτώση του επιπέδου δεν ανακόπηκε ούτε την περίοδο που εφαρμόστηκε π.χ. η «βάση του 10». Γιατί πολύ απλά η πτώση του επιπέδου των μαθητών έχει να κάνει με τον συνολικό μορφωτικό - παιδαγωγικό ρόλο του σχολείου και τις αναδιαρθρώσεις που έχουν συντελεστεί εκεί όλα αυτά τα χρόνια και δε ρυθμίζεται με μια τεχνική αυξομείωση των βάσεων».