Στην ανακοίνωση αναφέρει τα εξής:
Όπως πανηγυρικά δήλωσε ο υπουργός Εργασίας, η κυβέρνηση με την «νταντά της γειτονιάς» προχωρά στην υλοποίηση μιας προεκλογικής της δέσμευσης, παρουσιάζοντας το πρόγραμμα ως μια δράση που δημιουργεί «συνθήκες επανένταξης στην αγορά εργασίας των μητέρων» και παράλληλα δίνει «ευκαιρίες εισοδήματος σε ανέργους». Ενώ στο ίδιο μήκος κύματος η γενική γραμματέας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, Μαρία Συρεγγέλα, ανέφερε ότι «ο στόχος του προγράμματος είναι διττός», αφενός στην «υποστήριξη και τη διευκόλυνση των γυναικών μητέρων να πετύχουν την πλήρη επανένταξή τους στην αγορά εργασίας» και αφετέρου στη «μείωση της αδήλωτης εργασίας μέσω της ενθάρρυνσης άνεργων, κυρίως, γυναικών, κατόπιν πιστοποίησης, να εργασθούν ως παιδαγωγοί - φύλακες».
Πράγματι «διττός» είναι ο ρόλος του προγράμματος, αλλά διαφορετικός από αυτόν που προσπαθούν να μας πείσουν τα κυβερνητικά στελέχη. Αφενός η κυβέρνηση υπακούει στις κατευθύνσεις και τις «καλές» πρακτικές της ΕΕ για αποσπασματικές «παροχές παιδικής φροντίδας», όπως ήδη εφαρμόζονται σε μια σειρά από κράτη – μέλη της και αφετέρου βοηθά το κεφάλαιο να υλοποιήσει τους στόχους του για αύξηση της «γυναικείας απασχόλησης», με τίμημα τις σύγχρονες ανάγκες των βρεφών και νηπίων για την ανάπτυξή τους.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, το υπό διαμόρφωση πρόγραμμα εντάσσεται στο γνωστό πλαίσιο της «εναρμόνισης της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής» και θα αφορά κυρίως τη φύλαξη βρεφών ηλικίας από 6 μηνών έως 2,5 ετών. Στο πλαίσιό του θα χορηγείται οικονομική ενίσχυση σε εργαζόμενους γονείς για τη φύλαξη του παιδιού ή των παιδιών τους από «παιδαγωγό - φύλακα», είτε στο σπίτι της οικογένειας είτε στον χώρο της «νταντάς».
Προσπαθεί η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει την έλλειψη υποδομών και κτηριακών εγκαταστάσεων με κατ’ οίκον εργασία, ενώ είναι παραπάνω από σίγουρο, ότι το πρόγραμμα θα αποτελέσει «κερκόπορτα» για την επέλαση των μεγάλων εκπαιδευτικών ομίλων, που θα αρπάξουν την ευκαιρία που τους δίνει η κυβέρνηση και θα επινοικιάζουν «νταντάδες».
Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Η κυβέρνηση επιχειρεί να ρίξει στάχτη στα μάτια των γονιών επιλέγοντας να προβάλει το πρόγραμμα σε μια περίοδο που χιλιάδες γονείς αντιμετωπίζουν το πρόβλημα των μεγάλων ελλείψεων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, με τις υπάρχουσες δομές των δήμων να καλύπτουν ένα μέρος των παιδιών των αντίστοιχων ηλικιών, αλλά και το κόστος των τροφείων που επιβαρύνει σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Ενώ με την πρόσφατη απόφασή της να αναστείλει για την προσεχή σχολική χρονιά την εφαρμογή της δίχρονης υποχρεωτικής Προσχολικής Αγωγής σε πέντε μεγάλους δήμους της χώρας (Αθήνα, Ζωγράφου, Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη, Νεάπολη - Συκιές Θεσσαλονίκης), η κυβέρνηση διογκώνει το πρόβλημα, αναγκάζοντας τους γονείς να στραφούν στους παιδικούς σταθμούς των δήμων για να βρουν μια θέση για τα παιδιά τους και αν δεν βρουν θα πρέπει να «χρυσοπληρώσουν» μια θέση σε ιδιωτικό σταθμό.
Όλο αυτό το σκηνικό που επιχειρεί να στήσει η κυβέρνηση επινοώντας την «νταντά της γειτονιάς» για να υποκαταστήσει μια οργανωμένη κοινωνική δομή, αποτέλεσε και έναν από τους κύριους λόγους της θέσης μας για τη δίχρονη υποχρεωτική Προσχολική Αγωγή, σε αντίθεση με αυτούς που έκαναν λόγο για «σχολειοποίηση» των παιδιών ηλικίας 4-6 χρονών.
Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για την «νταντά της γειτονιάς» είναι μακριά από τις σύγχρονες ανάγκες των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Δεν αποτελούν λύση στα σοβαρά προβλήματα. Δεν αντιμετωπίζουν το γεγονός ότι χιλιάδες παιδιά δεν βρίσκουν θέση στους παιδικούς σταθμούς των δήμων και στα ελάχιστα βρεφικά τμήματα που λειτουργούν σε αυτούς, δεν καταργούν τα τροφεία, δεν εξασφαλίζουν το δικαίωμα στην Προσχολική Αγωγή. Στην πραγματικότητα, έρχονται να προσθέσουν μια ακόμα μορφή υποβαθμισμένης υπηρεσίας «φύλαξης» βρεφών και νηπίων, υποκαθιστώντας την επιστημονικά οργανωμένη κοινωνική δομή της προσχολικής φροντίδας και αγωγής με τις «πιστοποιημένες δεξιότητες» μιας άνεργης γυναίκας. Το «νέο, σύγχρονο πρόσωπο του κοινωνικού κράτους» και της σημερινής κυβέρνησης, δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα όλων των παιδιών προσχολικής ηλικίας σε αποκλειστικά δημόσιες και δωρεάν, σύγχρονες κοινωνικές υποδομές φροντίδας και αγωγής, εξυπηρετεί την «ανάπτυξη» των λίγων και τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων ενάντια στα δικαιώματα των εργαζομένων και τις ανάγκες της λαϊκής οικογένειας.