«Είναι ανάγκη πλέον να ληφθούν συγκεκριμένα και γενναία μέτρα από την Πολιτεία, γύρω από το κόστος και την προστασία του βαμβακιού, καθώς η λαϊκή ρήση «κάθε πέρυσι και καλύτερα» βρίσκει πλήρη εφαρμογή στη βαμβακοκαλλιέργεια, η οποία μόνο «λευκός χρυσός» δεν μπορεί να αποκαλείται. Απαιτείται πολιτική βούληση και διάλογος από μηδενική βάση για να επανακαθορισθεί η εθνική πολιτική στο βαμβάκι».
Αυτό ήταν το μήνυμα που έστειλαν προς κάθε κατεύθυνση παραγωγοί, εκκοκκιστές και εκπρόσωποι του γεωτεχνικού χώρου, κατά τη διάρκεια της ανοιχτής συζήτησης για τη βαμβακοκαλλιέργεια που πραγματοποιήθηκε χθες το απόγευμα στα γραφεία του Αγροτικού Συνεταιρισμού Λαρισαίων αγροτών, με θέμα συζήτησης τα προβλήματα της καλλιέργειας, της παραγωγής, της συγκομιδής και του κόστους.
Στις τοποθετήσεις τους οι περισσότεροι παραγωγοί δεν έκρυψαν την ανησυχία τους για τη φετινή χρονιά, αφού αν επαληθευθούν οι δυσοίωνες προβλέψεις τους, τότε θα συνεχιστεί η εγκατάλειψη της καλλιέργειας από νέους κυρίως αγρότες, οι οποίοι βλέποντας το κατρακύλισμα των τιμών (κυρίως τις μειωμένες επιδοτήσεις) και το αυξανόμενο κόστος παραγωγής αρχίζουν να στρέφονται σε άλλες καλλιέργειες. Αυτό που δεν έχουν συνειδητοποιήσει η Πολιτεία και οι εκάστοτε κυβερνώντες είναι πως αν εγκαταληφθεί η βαμβακοκαλλιέργεια, τότε θα πληγεί ένας μεγάλος επενδυτικός στόλος με μηχανήματα σποράς, ποτίσματος, συλλογής, με δυσάρεστες συνέπειες για μία σειρά παρεμφερών επαγγελμάτων. Εξέλιξη την οποία η ήδη τραυματισμένη εθνική οικονομία δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει.
Συγκεκριμένα τόσο ο πρόεδρος του ΑΣ Λαρισαίων Αγροτών Χρήστος Σιδερόπουλος όσο κι άλλοι παραγωγοί εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους για την απόφαση της κυβέρνησης να μειώσει το πλαφόν της παραγωγής για τη λήψη της συνδεδεμένης ενίσχυσης. Έτσι ενώ πέρυσι για να λάβει κάποιος την ενίσχυση των 68 ευρώ θα έπρεπε να είχε συγκομίσει τουλάχιστον 206 κιλά, φέτος το όριο έπεσε στα 140 κιλά. Τουτέστιν θα αυξηθούν οι δικαιούχοι της συνδεδεμένης, άρα θα μειωθεί το ποσό που θα μοιρασθεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι το αρχικό ποσό της συνδεδεμένης έχει ορισθεί στα 75 ευρώ/ ανά στρέμμα εφόσον η επιλέξιμη προς ενίσχυση έκταση δεν ξεπεράσει τα 250.000 εκτάρια. Περιέργως όμως τα τελευταία χρόνια κι ενώ η εκτίμηση των παραγωγών είναι ότι η εθνική παραγωγή δεν θα ξεπεράσει τα 2,5 εκατ στρέμματα, ο ΟΠΕΚΕΠΕ ανακοινώνει λίγο πάνω από τα 2,5 εκατ. τα καλλιεργούμενα στρέμματα.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος του ΣΘΕΒ και πρόεδρος της «Επιλέκτου» Απ. Δοντάς αναφέρθηκε στα προβλήματα της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας, τα οποία όπως είναι φυσικό έχουν αντίκτυπο και στις συναλλαγές με τους βαμβακοπαραγωγούς. «Έτσι η κυβέρνηση θα πρέπει να φροντίσει να επανέλθει η ρευστότητα στις Τράπεζες ώστε να χρηματοδοτούνται οι ελληνικές επιχειρήσεις και να επανέλθει η κανονικότητα στις συναλλαγές. Οι κεφαλαιακοί περιορισμοί δημιούργησαν σημαντικά προβλήματα στις κλωστοϋφαντουργικές επιχειρήσεις οι οποίες είναι κυρίως εξαγωγικές και είναι ανάγκη η νέα κυβέρνηση να διευκολύνει κατά πολύ τα πράγματα. Χρειάζεται ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της μεταποιητικής βιομηχανίας με τη μείωση της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας, καθότι είναι πάνω από το διπλάσιο σε σχέση με τις χώρες της Ε.Ε. Και φυσικά να ενεργοποιηθεί και να βελτιωθεί ο Αναπτυξιακός Νόμος, προς τη σωστή κατεύθυνση, να επιταχυνθούν οι διαδικασίες πρόσβασης στην ελληνική οικονομία άμεσης χρήσης των κονδυλίων της αναπτυξιακής βοήθειας των 35 δισ. από την Ε.Ε., όπως και η απορρόφηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ.
Τέλος ο γεωπόνος κ. Ιωάννης Ράγκος αναφέρθηκε στη σπουδαιότητα του βαμβακιού στην εθνική οικονομία, καθώς «εξασφαλίζει ικανοποιητική απασχόληση και ικανοποιητικό εισόδημα σε περίπου 90 χιλιάδες οικογένειες και παρέχει εργασία και συνθήκες διαβίωσης σε 100 χιλιάδες περίπου αστικές οικογένειες που απασχολούνται στα διάφορα στάδια της παραγωγικής και μεταποιητικής βιομηχανίας του βαμβακιού όπως εκκοκκιστήρια, νηματουργία, μεταφορές κ.α. συμβάλλοντας θετικά στην απασχόληση και τη μείωση της ανεργίας. Επίσης συμβάλλει στην περιφερειακή ανάπτυξη κάθε περιοχής ειδικότερα στη βιομηχανική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική. Σήμερα ωστόσο η καλλιέργεια έχει να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα, τόσο από τις απαιτήσεις και προκλήσεις της παγκόσμιας κατάστασης και αγοράς (φαινόμενο Κίνας) όσο και προβλήματα που αφορούν στην ίδια την καλλιέργεια (κόστος παραγωγής, εχθροί και ασθένειες, εμπορία, έλλειψη ρευστότητας). Χρειάζεται μια νέα προσπάθεια οργάνωσης και προσαρμογής της καλλιέργειας σε μια ελεύθερη και παγκοσμιοποιημένη αγορά. Για τη νέα προσπάθεια χρειάζεται βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της παραγωγής και του προϊόντος, βελτίωση της ποιότητας και τυποποίηση του τελικού προϊόντος με στόχο το επώνυμο ελληνικό προϊόν, οργάνωση και προσαρμογή της καλλιέργειας στα νέα δεδομένα που η εξέλιξη της επιστήμης επιτάσσει, ήτοι φιλικά και με σεβασμό στο περιβάλλον στοιχεία, ολοκληρωμένη διαχείριση της παραγωγής και προστασία αυτής. Ακόμη απαιτείται –σύμφωνα με τον κ. Ράγκο- η ορθολογική χρήση των εισροών και η ορθολογιστική χρήση των συντελεστών παραγωγής για μείωση του κόστους παραγωγής και μεγιστοποίηση των αποδόσεων, η ενημέρωση των αγροτών και η δημιουργία ομάδων».
Γ. Ρούστας