Στενή σχέση φαίνεται να έχουν αποκτήσει οι βαμβακάδες του νομού με τους εκκοκκιστές που δραστηριοποιούνται στη Θεσσαλία, καθώς στη στροφή που επιχείρησαν οι πρώτοι στα δημητριακά, οι δεύτεροι τους ακολούθησαν κατά πόδας.
Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί κακούς οιωνούς για το μέλλον του «λευκού χρυσού», αλλά θετικές για τα σιτηρά, καθώς οι νέοι παίκτες στην εμπορία των δημητριακών συνέβαλαν τα μέγιστα στη διαμόρφωση καλών τιμών του προιόντος. Σήμερα η τιμή πώλησης των σιτηρών ανέρχεται στα 23 λεπτά και σύμφωνα με τους παραγωγούς η τάση είναι ανοδική, ενώ στα κριθάρια η αντίστοιχη τιμή είναι 19 λεπτά. Την ίδια ώρα προβληματισμός επικρατεί στους βαμβακάδες που δήλωσαν πιστοί στο προϊόν, καθώς παρά τη μειωμένη παραγωγή, κατά 30%-35% οι εκτιμήσεις δεν προβλέπουν καλύτερη τιμή από πέρυσι.
Να σημειωθεί ότι τις καλές εποχές της δεκαετίας του ’90 το βαμβάκι ξεπερνούσε τα 4,5 εκατ. στρέμματα και φέτος μόλις και μετά βίας καλύπτει τα 2 εκατ. στρέμματα, ενώ το θέμα απασχόλησε πρόσφατα και τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στις εγκαταστάσεις του Συνδέσμου Θεσσαλικών Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών στη Λάρισα και στην οποία συμμετείχαν βαμβακοπαραγωγοί και εκπρόσωποι εκκοκκιστικών και κλωστοϋφαντουργικών επιχειρήσεων. Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν, μόνο φέτος η καλλιέργεια στη Θεσσαλία έχει περιοριστεί κατά το 1/4 σε σχέση με πέρυσι, ενώ στο σύνολο της χώρας υπολογίζεται μειωμένη στα 2 εκατ. στρέμματα από 2,5 εκατ. στρέμματα την προηγούμενη χρονιά. Με βάση αυτά τα στοιχεία, η παραγωγή πανελλαδικά εκτιμάται ότι θα περιοριστεί στους 680.000 τόνους από 880.000 τόνους τον προηγούμενο χρόνο.
ΣΙΤΗΡΑ
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα αρκετοί εκκοκκιστές αποφάσισαν να στραφούν στην εμπορία δημητριακών και όχι μόνο, αφού πολλές επιχειρήσεις λειτουργούν πλέον ως άτυπα γεωπονικά γραφεία, παρέχοντας στον παραγωγό μέχρι και λιπάσματα (όταν εφαρμόζεται η συμβολαιακή γεωργία).
Στηριζόμενοι στην προσωπική σχέση που έχουν αναπτύξει με τον παραγωγό από την εμπορία του βαμβακιού, οι νέοι παίχτες στον τομέα των σιτηρών έκαναν –προ διετίας ακόμη- δυναμική είσοδο στο παιχνίδι, ακόμα και όταν η διεθνής αγορά του προϊόντος έμοιαζε «μουδιασμένη». Σαφώς και το κενό που άφησε πίσω της η διάλυση της ΕΑΣ Λάρισας στο κομμάτι αυτό ήταν ένα επιπλέον κίνητρο για τους εκκοκκιστές να γίνουν... σιταράδες.
Όσον αφορά στις προσφορές των εμπόρων-μεσιτών, η Θεσσαλία για μία ακόμη φορά είναι ο νο 1 βασικός πυλώνας της αγοράς, καθώς η παραγωγή είναι ικανοποιητική, τόσο από πλευράς απόδοσης (350-370 κιλά μ.ο.), όσο και από ποιότητα. Αρχικά η τιμή διαμορφώθηκε στα 22 λεπτά, πριν από 10 μέρες ασκήθηκαν πιέσεις οι προσφορές να υποχωρήσουν στα 20 λεπτά, αλλά η προχθεσινή παρέμβαση της ΕΑΣ Βόλου, η οποία ανακοίνωσε τιμή 23 λεπτά έδωσε το στίγμα και ήταν καταλυτική. Χθες η προσφορά εμπόρου στον Συνεταιρισμό Χάλκης για τις ποσότητες που έχει αποθηκευμένες έφθασε τα 24 λεπτά, ενώ όλοι συμφωνούν πως ευνοούν οι συνθήκες να ξεπεράσει και τα 25 λεπτά. Το πρόβλημα για τους αγρότες είναι η έλλειψη ρευστότητας, κάτι που τους αναγκάζει να κλείνουν νωρίς τη συμφωνία, για να καλύψουν πάγιες ανάγκες τους. Η εκτίμηση πάντως αρκετών παραγωγών που έχουν την πολυτέλεια της αποθήκευσης και της αναμονής, είναι πως τον Σεπτέμβριο η αγορά επιφυλάσσει ακόμη καλύτερες τιμές γι’ αυτούς. Αρκεί να επαληθευθούν οι πληροφορίες που κάνουν λόγο για μειωμένη παραγωγή της τάξης των 3,75 εκατ. τόνων στη Γαλλία και 1,83 εκατ. τόνων στη Ιταλία, ενώ είναι ξεκάθαρο πως στο παιχνίδι της ποιότητας η Ελλάδα υπερέχει, οπότε η ζήτηση θα ανεβάσει περαιτέρω την τιμή. Η προτροπή γνωστών Λαρισαίων συνεταιριστών προς τους παραγωγούς είναι να μην βιαστούν να κλείσουν συμφωνίες και κυρίως να μην επηρεαστούν από την «παγωμένη» αγορά του Αυγούστου, καθώς ανέκαθεν ο επόμενος μήνας θεωρούνταν «νεκρός» για αγοραπωλησίες δημητριακών.
Να σημειωθεί πως πέρυσι στον ευρύτερο Θεσσαλικό χώρο οι τιμές για το σκληρό σιτάρι ήταν στα 21 λεπτά/κιλό και 15 λεπτά/κιλό για το κριθάρι, ενώ στον νομό Λάρισας είχαν καλλιεργηθεί περίπου 700.000 στρέμματα σιτηρών με αποδόσεις 250-500 κιλά\στρ και τη Θεσσαλία περί τα 1.170.000 στρ. Φέτος η αύξηση κυμαίνεται στο 20%-25%.
Γ. Ρούστας