Κανονικά θα έπρεπε η λίπανση φωσφόρου και καλίου να στηρίζεται σε αναλύσεις εδάφους, κάτι που κατά κανόνα δεν γίνεται. Όσες αναλύσεις κάναμε σε χωράφια αγροτών, συνήθως είχαμε περισσότερο φώσφορο από όσο χρειάζονταν οι καλλιέργειες, επομένως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε την εφαρμογή για 1-2 χρονιές. Η άποψη ότι φώσφορος και κάλιο δεν χάνονται είναι σωστή μέχρι κάποιο σημείο. Αλλά κάθε απώλεια εδάφους, π.χ. από διάβρωση, παίρνει και στα στοιχεία αυτά μαζί του, αλλά και κάποιες ποσότητες αδρανοποιούνται. Το άζωτο είναι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους λίπανσης, αλλά και η βάση των μεγάλων αποδόσεων της γεωργίας μας. Επομένως, ορθή εφαρμογή δίνει τα καλύτερα αποτελέσματα. Το άζωτο σε όποια μορφή κι αν το εφαρμόσουμε, τελικά μετατρέπεται σε νιτρικό, που είναι και πιο εύληπτο από τα φυτά. Τα νιτρικά είναι ευδιάλυτα στο νερό και εκπλύνονται με τη βαθιά διήθηση είτε από βροχή είτε από εφαρμογή μεγαλύτερης ποσότητας αρδευτικού νερού. Επομένως, ο κίνδυνος απώλειας είναι μεγάλος. Το αμμωνιακό άζωτο ως θετικά φορτισμένο συγκρατείται από το έδαφος που είναι αρνητικά φορτισμένο. Επομένως, όταν θέλουμε άμεση χρήση του αζώτου, προσθέτουμε νιτρική μορφή, όταν θέλουμε η απορρόφηση να γίνει σε μεγαλύτερο χρόνο, εφαρμόζουμε αμμωνιακή μορφή. Δεδομένου ότι και το αμμωνιακό άζωτο μετατρέπεται από τους μικροοργανισμούς του εδάφους σε νιτρικό, είναι προφανές ότι πρέπει να εφαρμόζουμε το άζωτο όταν τα φυτά το χρειάζονται, δηλαδή σε περισσότερες δόσεις, ώστε να έχουμε ελάχιστες απώλειες. Κάθε πέρασμα στο χωράφι έχει κόστος, επομένως πρέπει να γίνει ένας συγκερασμός των δόσεων με τις απώλειες. Γι’ αυτό στα σιτηρά προτείνουμε δύο και ακόμα τρεις δόσεις εφαρμογής (σε υγρές χρονιές και όταν πρόκειται να ποτίσουμε), αλλά και στις σκαλιστικές καλλιέργειες οι περισσότερες δόσεις δίνουν καλύτερη απόδοση του αζωτούχου λιμάσματος. Σε αντίθεση με τον φωσφόρο και το κάλιο που μπορούν να εφαρμοστούν κατά τη σπορά σε μία δόση. Η ποσότητα που θα εφαρμόσουμε σχετίζεται με πολλούς παράγοντες, όπως η προηγούμενη καλλιέργεια (π.χ. ένα ψυχανθές αφήνει άζωτο στο έδαφος), αλλά και τον στόχο της παραγωγής που έχουμε. Επομένως, δεν εφαρμόζουμε τις ίδιες ποσότητες κάθε χρόνο, αλλά κάνουμε τους λογαριασμούς μας και αποφασίζουμε.
Η φυτοπροστασία είναι ένα σημαντικό στοιχείο του κόστους παραγωγής, αλλά και επιπτώσεων στο περιβάλλον. Η πολιτική από το αγρόκτημα στο πιάτο του καταναλωτή και η νέα ΚΑΠ προβλέπουν μείωση των δραστικών ουσιών, αλλά και των εφαρμοζόμενων ποσοτήτων κατά 50%. Κάτι εξωπραγματικό, αλλά δεν είναι και το μόνο στη νέα ΚΑΠ, κάτι που φαίνεται να προκαλεί ισχυρές αντιδράσεις των αγροτών. Ανεξάρτητα από την ΚΑΠ, η ορθή εφαρμογή της φυτοπροστασίας είναι κρίσιμη τόσο για το κόστος παραγωγής όσο και για την υγεία των καταναλωτών και του περιβάλλοντος. Γι’ αυτό οι ψεκασμοί πρέπει να γίνονται μόνο όταν χρειάζονται και με τους κανόνες που ορίζονται από τους κατασκευαστές και τις καλές γεωργικές πρακτικές. Αμειψισπορές και καλλιέργειες φυτοκάλυψης περιορίζουν τόσο τα ζιζάνια όσο και τα παράσιτα των φυτών μας. Η μονοκαλλιέργεια, μια πρακτική που ενισχύθηκε από τις επιλεκτικές επιδοτήσεις της ΚΑΠ (βαμβάκι, σκληρό σιτάρι) οδήγησε σε αύξηση των εχθρών. Οι συνεχείς ψεκασμοί με τα ίδια φυτοφάρμακα άρχισε να δημιουργεί ανθεκτικότητες των εχθρών των φυτών μας σε φυτοφάρμακα. Ιδιαίτερα πολλά ζιζάνια έχουν αποκτήσει ανθεκτικότητες σε ζιζανιοκτόνα. Επομένως, αμειψισπορές και χρήση διαφόρων δραστικών ουσιών για την καταπολέμηση των εχθρών συμβάλλουν στη μείωση των παρασίτων και του κόστους καταπολέμησης. Ψεκασμοί μόνο όταν είναι πραγματικά αναγκαίοι είναι το κρίσιμο στοιχείο. Ποτέ προληπτικοί ψεκασμοί και ποτέ ψεκασμοί ακολουθώντας τον γείτονα. Πάντα διαπιστώνουμε με επιτόπια εξέταση την προσβολή και μετά επεμβαίνουμε. Το ίδιο ισχύει για τα ζιζάνια που πρέπει να τα καταγράφουμε για να εφαρμόζουμε τα ζιζανιοκτόνα που ταιριάζουν. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την εφαρμογή των οδηγιών των παραγωγών των φυτοφαρμάκων και την καλή ποιότητα, συντήρηση και ρύθμιση των ψεκαστικών θα οδηγήσουν σε μειωμένο κόστος και μεγαλύτερες αποδόσεις υψηλής ποιότητας προϊόντων.
Το κόστος άρδευσης είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της Θεσσαλίας. Υπάρχουν δύο περιοχές. Εκεί που ποτίζουν με επιφανειακά νερά με κόστος 10-30 ευρώ/στρ. και εκεί που ποτίζουν με υπόγεια νερά που αντλούνται από βάθη 100 και πλέον μέτρων που το κόστος φτάνει τα 80-100 ευρώ/στρ. Και εδώ δεν είναι μόνο το κόστος της ενέργειας, αλλά και η απόσβεση της γεώτρησης που ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες ευρώ και πρέπει να ανανεώνεται σε μικρά χρονικά διαστήματα, καθώς η στάθμη των υδάτων χαμηλώνει. Η εφαρμογή του νερού γίνεται εμπειρικά ως προς την ποσότητα και με μεθόδους που δεν έχουν υψηλό βαθμό απόδοσης (ποσότητα που καταλήγει στα φυτά προς το εφαρμοζόμενο νερό) του νερού. Πρώτο μέλημά μας πρέπει να είναι η επέκταση της χρήσης επιφανειακών νερών σε αντικατάσταση των γεωτρήσεων. Προφανώς χρειαζόμαστε να αποθηκεύουμε τα χειμερινά νερά των βροχοπτώσεων σε ταμιευτήρες νερού στα ορεινά για να έχουμε το καλοκαίρι να ποτίζουμε με καθαρό και φθηνό νερό. Αυτό θα αποκαταστήσει σταδιακά τους υπόγειους υδροφορείς και θα σταματήσει ή αναστρέψει τη διαρκή ταπείνωση της στάθμης. Δεύτερο μέσο μείωσης του κόστους η εφαρμογή συστημάτων στάγδην άρδευσης που έχουν τον μεγαλύτερο βαθμό απόδοσης και τη μικρότερη πίεση λειτουργίας, επομένως και κόστος ενέργειας. Υπάρχει το κόστος των σταλλακτηφόρων σωλήνων και εξαρτημάτων που πρέπει να αποσβεστούν, αλλά μειώνει σημαντικά και το κόστος εφαρμογής και παρακολούθησης. Πόση δόση νερού πρέπει να εφαρμόζουμε και σε ποια χρονικά διαστήματα είναι δύσκολα ερωτήματα. Ο χρόνος εφαρμογής μας δίνεται από την εικόνα των φυτών μας. Στο βαμβάκι ποτίζουμε όταν αλλάζουν χρώμα τα φύλλα το μεσημέρι, ενώ σε άλλες καλλιέργειες ποτίζουμε ανά τακτά διαστήματα. Το πόσο νερό εφαρμόζουμε και αυτό είναι εμπειρικό. Όταν εφαρμόζουμε περισσότερο νερό από όσο χρειάζεται, εκτός από τη σπατάλη νερού και ενέργειας προκαλούμε και έκπλυση των ευδιάλυτων στοιχείων, όπως το άζωτο, προσθέτοντας στο κόστος παραγωγής. Υπάρχει μεγάλος χώρος μείωσης του κόστους άρδευσης και η δυνατότητα χρήσης νέων τεχνολογιών θα αναλυθεί στο επόμενο σημείωμα.