Οι χώρες συμφώνησαν σε ένα αμφιλεγόμενο κείμενο που απλώς ενθαρρύνει τις χώρες να σταματήσουν σταδιακά την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων και να αυξήσουν γρήγορα τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, χωρίς, όμως, να αναλαμβάνονται συγκεκριμένες δεσμεύσεις.
Οι χώρες που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο από την αύξηση της θερμοκρασίας της θάλασσας χαρακτήρισαν τη συμφωνία ως κάποια βελτίωση, αλλά με πάρα πολλά κενά.
Οι φτωχότερες χώρες είναι πλήρως απογοητευμένες από την έλλειψη συγκεκριμένου σχεδίου προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και της εξασφάλισης της απαιτούμενης χρηματοδότησης.
Οι επιστήμονες είναι πολύ ανήσυχοι ότι η συμφωνία δεν εξασφαλίζει την επίτευξη του στόχου για τη συγκράτηση της θερμοκρασίας μέχρι 1.5°C πάνω από την αντίστοιχη της προβιομηχανικής περιόδου.
Όλα αυτά σε ένα αντιφατικό περιβάλλον με τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
Η διοργάνωση της διάσκεψης έγινε από μία χώρα με ηγετική θέση στην παραγωγή ορυκτών καυσίμων, η παραγωγή και κατανάλωση των οποίων είναι από τις κύριες αιτίες της κλιματικής κρίσης.
Πρόεδρος της διάσκεψης ήταν ο Sultan Al Jaber, υπουργός Βιομηχανίας και Προηγμένης Τεχνολογίας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Εταιρείας Πετρελαίου του Abu Dabi, ο οποίος ευθέως αμφισβητεί την καθολικά αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα θέση, ότι η κατανάλωση τα ορυκτών καυσίμων είναι η κύρια αιτία αύξησης της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας, θέση που αποδέχεται η Συμφωνία του Παρισιού.
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Antonio Guterrez δηλώνει ότι δεν είναι δυνατόν να σωθεί «ένας πλανήτης που καίγεται με μια μάνικα από ορυκτά καύσιμα», εάν δεν εξαλειφθεί και όχι απλώς να μειωθεί η χρήση τους.
O εκτελεστικός γραμματέας του ΟΗΕ Simon Stiell, προσπαθώντας να στρογγυλέψει την αποτυχία, μίλησε για «αρχή του τέλους» στην κατανάλωση καυσίμων, σημειώνοντας, όμως, ότι «δεν γυρίσαμε σελίδα στην εποχή των ορυκτών καυσίμων» και προτρέποντας τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε μείωση των ορυκτών καυσίμων στην πραγματική οικονομία, χωρίς καθυστέρηση.
Τα επιστημονικά δεδομένα που αποδέχεται ο ΟΗΕ δείχνουν ότι για να επιτευχθεί ο στόχος συγκράτησης της θερμοκρασίας στους 1.5°C, πρέπει οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου να μειωθούν κατά 43% έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2019. Την ίδια, όμως, στιγμή σημειώνεται ότι η επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού (μείωση εκπομπών μέχρι το 2030 κατά 45%) είναι εκτός τροχιάς και ήδη η Γη είναι περίπου 1.1οC θερμότερη σε σύγκριση με την προβιομηχανική περίοδο.
Και η Ε.Ε. πού βρίσκεται μέσα σε όλα αυτά; Αναγνωρίζεται από τα αποτελέσματα που μέχρι σήμερα έχουν ήδη καταγραφεί, βρίσκεται αρκετά μπροστά σε σύγκριση με όλες τις άλλες χώρες του πλανήτη, έχοντας θέσει ως στόχο μέχρι το 2050 να γίνει κλιματικά ουδέτερη ήπειρος. Ήδη από το 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε σειρά προτάσεων για τις πολιτικές της Ε.Ε. για το κλίμα, την ενέργεια, τις μεταφορές και τη φορολογία, κατάλληλες για τη μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Αυτό θα επιτρέψει στην Ε.Ε. να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050. Είναι, όμως, στην ίδια κατεύθυνση όλες οι χώρες-μέλη;
Η Ελλάδα πού βρίσκεται μέσα σε όλο αυτό το αντιφατικό περιβάλλον; Από τις επιλογές της φαίνεται πως συνεχώς διαφοροποιείται αρνητικά σε σχέση με την Ε.Ε. Το κυβερνών κόμμα δεν ψήφισε τον νόμο της Ε.Ε. για την αποκατάσταση της φύσης μέχρι το 2030. Τώρα πώς θα γεφυρώσουμε την αντίφαση αυτή που η αποκατάσταση της φύσης μετά τις τελευταίες καταστροφές λόγω των πυρκαγιών και των πρόσφατων πλημμυρών παραμένει ένα δύσκολο ερώτημα. Επίσης, δηλώνει καθαρά ότι δεν συμμετέχει στην πρωτοβουλία για την ουδετερότητα για την υποβάθμιση της Γης μέχρι το 2030 (δήλωση στην έκθεση προς τον ΟΗΕ στο πλαίσιο της Σύμβασης για την ερημοποίηση-UNCCD, Report from Greece, 1 March 2023). Ακόμη δεν υλοποιεί το Εθνικό Σχέδιο για την καταπολέμηση της ερημοποίησης που έχει κατατεθεί ήδη από την Εθνική Επιτροπή για την καταπολέμηση της Ερημοποίησης από το 2000, η οποία καλπάζει στη χώρα μας, για να αναφέρουμε λίγα μόνο παραδείγματα.
Επί του παρόντος, η Γη είναι ήδη θερμότερη περίπου 1,1°C από την προβιομηχανική περίοδο και οι εκπομπές συνεχίζουν να αυξάνονται. Για να διατηρηθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη μέχρι 1,5°C -όπως προβλέπεται στη Συμφωνία του Παρισιού-, οι εκπομπές πρέπει να μειωθούν κατά 45% έως το 2030 και να φτάσουν στο καθαρό μηδέν έως το 2050.
Μετά από όλα αυτά, μπορεί κανένας να αισιοδοξεί; Σε μεγάλο βαθμό η απάντηση θα δοθεί στην COP29, τον Νοέμβριο του επόμενου έτους.