Η ευκαιρία που μας δόθηκε μετά από πολλές προσπάθειες της Επιτροπής Διεκδίκησης για την επίλυση του Υδατικού Θεσσαλίας (Ε.Δ.Υ.ΘΕ.) αξιοποιήθηκε στο έπακρο, έτσι ώστε βουλευτές όλων των κομμάτων, αλλά και κυβερνητικά στελέχη που έχουν την ευθύνη στην πολιτική υδάτων να αντιληφθούν τι συμβαίνει στη Θεσσαλία, μέσα από έναν λόγο αυθεντικό, ειλικρινή και χωρίς στρογγυλοποίηση των οξυμένων προβλημάτων.
Ακολούθησε η «νέα» χρονιά, το 2023, που μπορεί να θεωρηθεί ως η χειρότερη για τη Θεσσαλία του 21ου αιώνα, με τους κυκλώνες «Ντάνιελ» και «Ελίας» να προκαλούν πολλές ανθρώπινες απώλειες και ανυπολόγιστες καταστροφές σε ιδιωτικές περιουσίες και δημόσιες υποδομές.
Και τώρα, στις πρώτες ημέρες του 2024, μοιραία αναλογιζόμαστε τι βήματα έγιναν γενικά για την πολυσυζητημένη «ανασυγκρότηση» και ειδικότερα για την αποκατάσταση των πληγέντων κατοίκων της Θεσσαλίας.
Υποθέσαμε αρχικά πως από την επανεκλεγείσα κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη θα υπήρχε η επιβεβλημένη ταχεία ανταπόκριση της Πολιτείας για την αποκατάσταση των ζημιών σε εγκαταστάσεις - εξοπλισμό, καλλιέργειες αλλά και του ζωικού ή/και φυτικού κεφαλαίου των πλημμυροπαθών αγροτών, των κτηνοτρόφων και άλλων πληγέντων επαγγελματιών.
Δυστυχώς, χωρίς καμιά διάθεση μηδενισμού των όποιων προσπαθειών, παρατηρήθηκαν καθυστερήσεις στην καταγραφή των ζημιών και στην καταβολή αποζημιώσεων, ενισχύσεων και βοηθημάτων, και αρρυθμίες στην κάλυψη των κάθε είδους υποχρεώσεων (Εφορία, Τράπεζες, Ταμεία κ.ά.) όλων όσων βρέθηκαν από τη μια μέρα στην άλλη χωρίς σπίτι, δουλειά, εισόδημα.
Αρκετοί αγρότες βιώνουν ακόμη τις δυσκολίες όχι μόνο στην προσωρινή τους στέγαση, αλλά και στην τιτάνια προσπάθεια που καταβάλλουν να ξαναφέρουν τα χωράφια τους σε κατάσταση να καλλιεργηθούν τη νέα χρονιά (απομάκρυνση μπαζών κ.λπ.).
Όλα αυτά ανάγκασαν πολλούς αγρότες, από διάφορες πολιτικές πεποιθήσεις, χριστουγεννιάτικα να βρεθούν σε κινητοποιήσεις.
Σε ό,τι αφορά στον σχεδιασμό της πολιτικής αποκατάστασης στις συνθήκες που πρόσφατα έχουν δημιουργηθεί, σε συνδυασμό με την εδώ και δεκαετίες δραματική κατάσταση των υδάτινων οικοσυστημάτων και την ανεπάρκεια υποδομών στήριξης των αρδεύσεων, ελπίζαμε πως με τη συγκυρία της αναθεώρησης των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) στο Υδατικό Διαμέρισμα (ΥΔ) Θεσσαλίας θα καταλήγαμε πολύ πιο σύντομα σε έναν τελικό σχεδιασμό, οπότε θα απέμενε μόνο η εκπόνηση ενός εφαρμοστικού πλάνου (masterplan), με παράλληλη εξασφάλιση χρηματοδότησης μέσω (κυρίως) της Ταμείου Ανάκαμψης.
Αντί αυτού όμως βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια πανσπερμία μη δεσμευτικών «προτάσεων», «ιδεών» και «σχεδίων» από διάφορα επίπεδα της διοίκησης ή/και φορέων, που για την ώρα δεν έχουν προσαρμοστεί στο θεσμοθετημένο ΣΔΛΑΠ, ούτε βεβαίως βρίσκονται σε διαδικασία υλοποίησης.
Εκείνο όμως που προκαλεί μεγάλη εντύπωση και προβληματισμό είναι ο «ασύμμετρος» εξωγενής πόλεμος που δέχεται η Θεσσαλία και το μοντέλο ανάπτυξής της που ακολουθείται σταθερά επί δεκαετίες στον πρωτογενή τομέα και στη μεταποίηση, μοντέλο που σε σημαντικό βαθμό «κατάφερε» να δώσει δουλειά σε πολλές οικογενειακές αγροτοκτηνοτροφικές μικροεπιχειρήσεις, με ισχυρή συμμετοχή στο εθνικό ακαθάριστο προϊόν, και να συγκρατήσει ένα μεγάλο μέρος των νέων ανθρώπων στον τόπο τους.
Θα είμαστε οι τελευταίοι που θα αμφισβητήσουμε πως στη Θεσσαλία παρατηρούνται σοβαρές παθογένειες από κακές γεωργικές (και όχι μόνο) πρακτικές, από την έλλειψη προστασίας των πολύτιμων φυσικών πόρων όπως το έδαφος και το νερό, από την απουσία ολοκληρωμένου σχεδίου αγροτικής πολιτικής, από την σχεδόν ανύπαρκτη επιστημονική και με περιβαλλοντικά κριτήρια διαχείριση των υδάτων, αλλά και των υφιστάμενων υποδομών.
Οι στόχοι όμως εκείνων που χρησιμοποιούν όλα αυτά τα «επιχειρήματα» είναι εντελώς διαφορετικοί και δεν αποβλέπουν στην ομαλή βελτίωση της κατάστασης.
Το αντίθετο, επιδιώκουν κυρίως να αμφισβητήσουν και, ει δυνατόν, να ακυρώσουν την κατεύθυνση της αγροτικής ανάπτυξης της περιοχής.
Επικαλούνται επίσης τη μείωση της βιοποικιλότητας, την κλιματική υπερθέρμανση και τις καταστροφικές επιπτώσεις των ισχυρών κλιματικών φαινομένων, και όλα αυτά τα συνδέουν με τις παθογένειες που προαναφέραμε.
Κάνουν την παραδοχή πως η Θεσσαλία έχει επάρκεια νερού και υποδεικνύουν πως η μονή «βιώσιμη» λύση είναι ο περιορισμός των αρδευόμενων καλλιεργειών, η δραστική μείωση των αρδευόμενων εκτάσεων, η μη κατασκευή ταμιευτήρων νερού (φραγμάτων), η εγκατάλειψη της υδροηλεκτρικής ενέργειας και άλλα πολλά που τα παρουσιάζουν σαν «πράσινες» πολιτικές και μοναδική διέξοδο από την εντεινόμενη κλιματική κρίση.
Παραβλέπουν όμως πως οι καθημερινοί άνθρωποι, παρά τη συστηματική προπαγάνδα που δέχονται γύρω από αυτές τις πολιτικές, όλο και περισσότερο συνειδητοποιούν πως ό,τι παρουσιάζεται σαν «πράσινο» δεν είναι κατ’ ανάγκη και «οικολογικό» και, το κυριότερο, δεν έχει πάντοτε θετικό κοινωνικό αποτύπωμα.
Το αντίθετο, πολύ συχνά παρατηρούμε πως τέτοιες πολιτικές, με το αναγκαίο οικολογικό περίβλημα, έχουν σαν βασικό τους στόχο την τεράστια προσέλκυση κεφαλαίων σε αμφιλεγόμενες επενδύσεις (ενδεικτικά : ανεμογεννήτριες σε ορεινές - προστατευόμενες υποτίθεται -περιοχές, φωτοβολταϊκά σε αγροτικές παραγωγικές εκτάσεις).
Να λοιπόν που η «φύση» δεν αποτελεί μόνο αντικείμενο προστασίας για τους πραγματικά ευαίσθητους ανθρώπους, αλλά στο όνομα της «απανθρακοποίησης» και των «πράσινων» τεχνολογιών, προσφέρεται και σαν ευκαιρία να παράγονται τεράστια κέρδη, συχνά πριμοδοτούμενα, σε ισχυρούς ολιγοπωλιακούς ομίλους, καθώς και ασφαλή εισοδήματα σε κάποιους επενδυτές.
Με όλα τα παραπάνω δεν είναι παράδοξο το γεγονός πως γνωστές οικολογικές οργανώσεις, με διεθνείς διασυνδέσεις και προνομιακές σχέσεις με το πολιτικό σύστημα (Προέδρος της Δημοκρατίας, Πρωθυπουργοί κ.λπ.), στηρίζουν τέτοιες πολιτικές, ενώ παράλληλα αμφισβητούν σε σταθερή βάση τις τεκμηριωμένες προτάσεις των ΣΔΛΑΠ για δημιουργία ταμιευτήρων και αντίστοιχων αρδευτικών έργων στη Θεσσαλία, που διεκδικούν εδώ και χρόνια οι Θεσσαλοί.
Επίσης, με σταθερή στήριξη και υποστηριζόμενη προβολή από μεγάλης κυκλοφορίας έντυπα και ΜΜΕ (π.χ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, με μένος κατά των φραγμάτων !), πολεμάνε με πάθος και τα υδροηλεκτρικά έργα, θεωρώντας πως το νερό δεν αποτελεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας ! Κάποιες άλλες από αυτές τις οργανώσεις «ανησυχούν» μήπως στη Θεσσαλία ...βουλιάξουμε (!) και εκμεταλλευόμενοι τη συγκυρία μας καλούν «μετά τον θρήνο» των καταστροφικών πλημμυρών να «αλλάξουμε» και να τους ….βοηθήσουμε οικονομικά πηγαίνοντας «μαζί» τους.
Μετά από αυτά δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από το στόχαστρο όλων αυτών των οργανώσεων και των ΜΜΕ τα έργα Αχελώου, κατά μείζονα λόγο που τώρα προτείνεται από το προς έγκριση ΣΔΛΑΠ του ΥΔΘ η ολοκλήρωση και λειτουργία τους και μάλιστα με επιστημονική πληρότητα και απόλυτη περιβαλλοντική τεκμηρίωση.
Αξιοποιώντας τη σημερινή κακή διαχείριση των υδάτων για την οποία υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές ευθύνες, διαστρεβλώνοντας έντεχνα την πραγματικότητα και με τη συνήθη καταστροφολογία στη ρητορική τους, όλοι όσοι «επιτίθενται» στα έργα θεωρούν σαν δεδομένη την επιδείνωση της κατάστασης στον θεσσαλικό κάμπο!
Είναι τέτοιο το μένος τους κατά των εγκαταλειμμένων έργων Αχελώου, που ορισμένοι ανεύθυνοι δημοσιογράφοι και «επιστήμονες» έφθασαν στο σημείο να ισχυρίζονται (Εφ-Συν, Β. Γραμματικογιάννη, 16-17 Δεκ 2023) πως «εάν τα έργα της εκτροπής ήταν σε λειτουργία εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού θα οδηγούνταν από τα δυτικά στα ανατολικά στη Θεσσαλία»!
Και είναι βέβαιο πως τέτοιες ανακρίβειες και ψεύδη δεν διατυπώνονται από αγνοία, αλλά από σκοπιμότητα.
Όλοι εξάλλου γνωρίζουν πως η λεκάνη απορροής (ΛΑΠ) Αχελώου ναι μεν «συνορεύει» με τη ΛΑΠ Πηνειού, ΔΕΝ επικοινωνεί όμως με αυτήν, ούτε η γεωμορφολογία «επιτρέπει» στα δικά της νερά να ξεφύγουν προς τον Πηνειό, και μάλιστα την κρίσιμη περίοδο των πλημμυρών.
Με απλά λόγια ο Αχελώος ΔΕΝ απειλεί να πλημμυρίσει τον θεσσαλικό κάμπο, ενώ τα νερά του κατακλύζουν μόνο τη «δική» του λεκάνη και οδηγούνται στο Ιόνιο πέλαγος.
Και επειδή πολύς λόγος γίνεται για επάρκεια νερού στη Θεσσαλία, υποτίθεται λόγω των τεράστιων ποσοτήτων νερού που πριν λίγους μήνες την κατέκλυσαν, ας γίνει αντιληπτό πως τα νερά της ΛΑΠ Πηνειού δεν είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν στο σύνολό τους και να αξιοποιηθούν για τις διάφορες χρήσεις (υδρεύσεις, αρδεύσεις κ.λπ.), ούτε κατά τη λειτουργία του οικοσυστήματος σε μια φυσιολογική χρονιά, ούτε (κατά μείζονα λόγο) κατά την εξέλιξη ενός έντονου πλημμυρικού φαινομένου.
Σε κάθε περίπτωση, κάποια από αυτά τα νερά ταμιεύονται συντεταγμένα και με σχεδιασμό σε συγκεκριμένες περιοχές (π.χ. Σμόκοβο, Κάρλα), κυρίως στα ημιορεινά πέριξ του θεσσαλικού κάμπου, ενώ ένα άλλο σημαντικό μέρος τους εμπλουτίζει τους υπόγειους υδροφορείς του κάμπου όπου και «αποθηκεύεται».
Τα υπόλοιπα (συνήθως τα περισσότερα) νερά οδηγούνται στην έξοδο προς τη θάλασσα.
Συνεπώς παρά τις έντονες πλημμύρες και τις τεράστιες ποσότητες νερού που είδαμε να περνούν «δίπλα» μας, οι αξιοποιήσιμες ποσότητες είναι κατά πολύ μικρότερες.
Ειδικά στο ΥΔΘ, λόγω των αυξημένων και χωρίς περιορισμούς καταναλώσεων για αρδεύσεις, κάθε χρόνο δημιουργούνται ελλείμματα που προστίθενται στα ήδη πολύ υψηλά συσσωρευμένα εδώ και δεκαετίες.
Αυτό ακριβώς, δηλαδή η σταδιακή κάλυψη των συσσωρευμένων ελλειμμάτων καθώς και η αποκατάσταση των επιφανειακών και (κυρίως) των πληγέντων υπόγειων υδάτινων οικοσυστημάτων είναι που απαιτούν ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΝΕΡΟΥ.
Γι’ αυτό τα αναζητούμε από τον Αχελώο, διεκδικώντας τη συγκέντρωση υδάτων στον ταμιευτήρα Συκιάς, μέρος των οποίων - όταν ολοκληρωθούν τα έργα - θα μεταφερθούν προς το ΥΔΘ, συμβάλλοντας παράλληλα με αποφασιστικό τρόπο στην ΑΣΦΑΛΕΙΑ της Θεσσαλίας από φαινόμενα παρατεταμένης ξηρασίας και ερημοποίησης.
Ελπίζουμε πως με τη συσπείρωση των νέων αυτοδιοικητικών αρχών και όλων των οργανώσεων της Θεσσαλίας αυτή η μάχη απέναντι σε «πολέμους» αλλά και την διεκδίκηση όσων επιβάλλεται να γίνουν στην περιοχή μας θα στεφθεί από επιτυχία.
Καλή χρονιά σε όλους.*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.,*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.