1. Πραγματοποιήθηκε τις ημέρες αυτές στη Θεσσαλία «κοινή συνάντηση εργασίας των ευρωπαϊκών προγραμμάτων HORIZON Rexus 2020 και Primalenses» (ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 8/11).
Και όπως αναφέρει το ρεπορτάζ «τα δυο προγράμματα συνολικού προϋπολογισμού άνω των 8 εκ ευρώ, έχουν ως στόχο την ανάπτυξη έρευνας και καινοτόμων πρακτικών για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή των τομέων του νερού, της ενέργειας, της αγροτικής παραγωγής και του φυσικού περιβάλλοντος». Οι επιστήμονες που συμμετείχαν στην κοινή αυτή συνάντηση δήλωσαν (στο ίδιο ρεπορτάζ) πως «Έχει πολλές δυσκολίες το αύριο (σημ.: στη Θεσσαλία) ... αλλά ...προτείνονται λύσεις που αντιμετωπίζουν τα ακραία φαινόμενα» και ως τέτοια αναφέρουν χαρακτηριστικά «τα μικρά έργα ορεινής υδρονομίας, τα παρόχθια δάση, τη διαμόρφωση πλημμυρικών κοιτών, (τη μείωση) της ταχύτητας απορροής, την ενημέρωση της κοινής γνώμης».
Από όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πολλά παρόμοια προγράμματα έχουν χρηματοδοτηθεί όλα αυτά τα χρόνια στο ίδιο αντικείμενο. Επίσης πολλά χρήματα έχουν δαπανηθεί σχετικά, ενώ τεράστια προσπάθεια κατέβαλαν όλοι τα εμπλεκόμενα πανεπιστήμια, ιδρύματα αλλά και οι μεμονωμένοι επιστήμονες, Έλληνες και ξένοι, στη διαμόρφωση προτάσεων για βελτίωση της διαχείρισης των υδάτων και γενικώς της κατάστασης στους τομείς που προαναφέραμε.
Το ερώτημα όμως είναι εάν υπάρχει κάποιος μηχανισμός εκ μέρους του ελληνικού κράτους και του αρμόδιου Υπουργείου Περιβάλλοντος ώστε να μας ενημερώσει πως αξιοποιήθηκαν όλα αυτά τα χρήματα και (κυρίως) κατά πόσον η αντίστοιχη επιστημονική προσπάθεια στους τομείς αυτούς απέφερε βελτιώσεις και είχε μετρήσιμα θετικά αποτελέσματα στη ζωή μας, στο περιβάλλον, στον πρωτογενή τομέα και γενικά στην οικονομία της χώρας μας. Με απλά λόγια παραμένει ζητούμενο κατά πόσον η σπουδαία αυτή επιστημονική προσπάθεια μετασχηματίζεται σε πολιτικές αποφάσεις, σε μέτρα, σε δράσεις και σε έργα, τα οποία σε τελική ανάλυση θα έπρεπε να είναι και ο βασικός στόχος αυτής της «βιομηχανίας» προγραμμάτων και ερευνών που πραγματοποιούνται στις χώρες της ΕΕ.
Δυστυχώς τα τελευταία αρκετά χρόνια στους τομείς αυτούς οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδεικνύουν περιορισμένο ενδιαφέρον, κάτι που οδηγεί σε αυξημένους κινδύνους από κλιματικά φαινόμενα και σε στασιμότητα όσον αφορά στην αναγκαία διοικητική και διαχειριστική αναβάθμιση. Παρατηρούμε επίσης πως ελάχιστοι είναι εκείνοι που πιέζουν τις κυβερνήσεις ώστε να υπερβούμε την νοσηρή αυτή στασιμότητα που περιγράψαμε.
Και φαίνεται πως κατά ένα τρόπο οι πρόσφατες καταστροφές επιβεβαιώνουν αυτή την (καθόλου ευχάριστη) εκτίμηση.
2. Το ερχόμενο διάστημα αναμένεται να διεξαχθεί η «διαβούλευση» σχετικά με τα Σχέδια Διαχείρισης Υδάτων (ΣΔΛΑΠ) που έχουν κατατεθεί εδώ και αρκετούς μήνες. Πρόκειται για μια διαδικασία που ακολουθείται για τρίτη φορά από το 2014 έως σήμερα, που όμως καμιά έως τώρα κυβέρνηση δεν ενδιαφέρθηκε να κάνει πράξη κάποιες από τις προτάσεις και τα μέτρα που προβλέπονται στα ήδη ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ από τους ίδιους τους κυβερνώντες Σχέδια.
Και εμείς δικαιούμαστε να ισχυριστούμε πως ότι κάνουν γίνεται κάτω από την πίεση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών θεσμών και στη συνέχεια όλη αυτή η δουλειά που κόστισε χρήματα και πολύ κόπο από τους επιστήμονες παραμένει αναξιοποίητη στα συρτάρια κάποιων από τους δεκάδες υπουργούς που διαθέτει η χώρα μας!
Την ίδια επίσης περίοδο διεξάγεται στην πράξη έντονος δημόσιος διάλογος για το αντίστοιχο Σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμύρας (ΣΔΚΠ) και τους Χάρτες Επικινδυνότητας Πλημμύρας (που υφίσταται από το 2018) και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να αξιοποιήσει και να δημιουργήσει ένα λειτουργικό και αποτελεσματικό σχέδιο αντιπλημμυρικής προστασίας. Τώρα με τις καταστροφές του Ντάνιελ το επικαλούνται στην κυβέρνηση, περιμένοντας ταυτόχρονα και τις προτάσεις των Ολλανδών, χωρίς όμως κανείς να δεσμεύεται τι από όλα αυτά θα εφαρμόσει.
Θυμίζουμε πάντως πως πριν τρία χρόνια, με τις σημαντικές καταστροφές του Ιανού, τίποτε ουσιαστικό δεν υλοποιήθηκε σε ό,τι αφορά στην αντιπλημμυρική προστασία.
Όσο για τις αντιδράσεις και την πίεση που θα έπρεπε να ασκηθεί ισχύουν όσα προαναφέραμε...
3. Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η επίσημη επικοινωνιακή τακτική εστιάζει στην «Κλιματική Αλλαγή» (ΚΑ), κάτι που δυστυχώς στην πληγωμένη Θεσσαλία μοιάζει περισσότερο σαν άλλοθι της απραξίας και λιγότερο σαν κίνητρο για ουσιαστικές παρεμβάσεις, για υλοποίηση έργων, για δημιουργία κατάλληλων υποδομών προστασίας από πλημμύρες και ξηρασία, για βελτίωση του τομέα Πολιτικής Προστασίας κλπ.
Και μέσα σε όλα, καλλιεργείται και η αντίληψη πως για την ΚΑ «όλοι φταίμε» (σημ.: κατά το... «μαζί τα φάγαμε») και όλοι πρέπει να συμβάλλουμε στην αντιμετώπιση των συνεπειών.
Είναι σαν να μας λένε για παράδειγμα να αποδεχθούμε τις ανεμογεννήτριες στο Μαυροβούνι και τα Άγραφα (παρά τη σαφή αντίδραση Περιφέρειας και τοπικών φορέων), τα μεγάλα φωτοβολταϊκά πάρκα στον κάμπο, τις νέες μονάδες παραγωγής ενέργειας από το περιβαλλοντοκτόνο εισαγόμενο ορυκτό αέριο.
Και βεβαίως πως δεν πρέπει να αντιδρούμε στις τεράστιες επιδοτήσεις που δίνονται σε τέτοιες επενδύσεις (μην ξεχνάμε την επενδυτική βαθμίδα....), την ίδια ώρα που υδροηλεκτρικά έργα, ακόμη και κατασκευασμένα όπως η Μεσοχώρα, αφήνονται σχεδόν ξεχασμένα πάνω στα βουνά της Θεσσαλίας, παρότι είναι πολύ πιο χρήσιμα και πιο «πράσινα» από αρκετές άλλες ΑΠΕ.
4. Και μιας και αναφερθήκαμε σε έργα στα ορεινά της Θεσσαλίας, ας πούμε και δυο λόγια για τα εγκαταλειμμένα εδώ και δεκατρία χρόνια έργα Αχελώου (φράγμα Συκιάς και σήραγγα μεταφοράς προς Μουζάκι). Οι αρνητικές επιδράσεις στο περιβάλλον υποτίθεται πως ήταν ο λόγος που κάποιοι αντιδρούσαν στην ολοκλήρωση των έργων μεταφοράς (εκτροπής) νερού για ενίσχυση της λεκάνης Πηνειού. Τα ίδια επικαλέστηκαν όσοι επί δεκαετίες προσέφευγαν κατά των διοικητικών αποφάσεων με τις οποίες προχωρούσαν τα τεχνικά έργα.
Τώρα όμως που τα έργα εγκαταλείφθηκαν, περιέργως το «ενδιαφέρον» τους για το περιβάλλον ξεχάστηκε εντελώς. Κανείς από τους διαπρύσιους προστάτες της φύσης δεν νοιάζεται που ο ποταμός Αχελώος είναι μπαζωμένος και κομμένος στα δυο στη θέση κατασκευής του φράγματος Συκιάς.
Κανένας τους ακόμη δεν ενδιαφέρεται για την οικολογική καταστροφή που συντελείται, ούτε για τις συνέπειες που θα υπάρξουν από τους προφανείς κινδύνους υποσκαφής και κατάρρευσης των σκυροδεμάτων και των χωματισμών του ημιτελούς έργου σε περίπτωση ενός «Ιανού», ενός «Ντάνιελ» ή ενός «Ελίας».
Και όταν καλούμε κόμματα και οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων και των «οικολογικών», να απαιτήσουν δημόσια την λήψη μιας οριστικής απόφασης στη Βουλή για την ολοκλήρωση ή τη κατεδάφιση των εγκαταλειμμένων έργων, εισπράττουμε από κάποιους αιδήμονα σιωπή!
Δικαιούμαστε τελικά να πούμε πως περισσότερη υποκρισία... πεθαίνεις.
Ένα τελευταίο. Από όσα αναφέραμε, ας μην φανταστεί κανείς πως τα συναισθήματα οργής και απογοήτευσης που δικαιολογημένα κατακλύζουν κάθε σκεπτόμενο Θεσσαλό, ειδικά μετά τα πρόσφατα γεγονότα, θα μας οδηγήσουν σε παραίτηση.
Το αντίθετο.
Η προσπάθειά μας συνεχίζεται με συγκροτημένο και τεκμηριωμένο «πακέτο» διεκδικήσεων για τα υδατικά, περιβαλλοντικά και αναπτυξιακά ζητήματα της Θεσσαλίας και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερο πάθος απέναντι σε κυβερνήσεις και πρωθυπουργούς μειωμένης ευθύνης, απέναντι σε πολιτικούς που εύκολα ξεχνούν τις υποσχέσεις τους, απέναντι σε αυτοδιοικητικούς παράγοντες που «αναπαύονται» στα μεγάλα ποσοστά των εκλογών και, για προφανείς λόγους, αποφεύγουν να απαιτήσουν μαχητικά από τους κυβερνώντες την υλοποίηση των αιτημάτων των φορέων για τα μεγάλα και χρονίζοντα προβλήματα της Θεσσαλίας.
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/ Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.,
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.