Συνεχίζω στο θέμα των επιπτώσεων από τις θεομηνίες στη γεωργία που διέκοψα για λίγες πληροφορίες για τη νέα τεχνολογία. Είναι τόσο μεγάλο που δύσκολα καλύπτεται.
Όπως έχω γράψει πολλές φορές η Θεσσαλία έχει τη πιο παραγωγική γεωργία της χώρας με μέσο κύκλο εργασιών τα 300 €/στρ έναντι του μέσου όρου των 200 €/στρ της χώρας. Πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι από αυτό; Πιστεύω πως όχι. Αντίθετα θα πρέπει να στοχεύουμε στην αύξηση του κύκλου εργασιών αρχικά στο επίπεδο του Ισραήλ με 1200 €/στρ και γιατί όχι, στο μέλλον της Ολλανδίας με 1800 €/στρ. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Προφανώς χρειαζόμαστε μια αλλαγή καλλιεργειών και αντί για εκτατικές καλλιέργειες να καλλιεργήσουμε οπωροκηπευτικά με πολλαπλάσιους κύκλους εργασιών. Να παράγουμε προϊόντα που θα καλύπτουν τη κατανάλωση νωπών ή ξηρών προϊόντων και εξαγωγές αλλά και να τροφοδοτούν τη βιομηχανία μεταποίησης που θα αυξήσει ακόμα περισσότερο το κύκλο εργασιών. Πρέπει να αναπτύξουμε την κτηνοτροφία μας τόσο για την προσφορά κρέατος και γάλακτος, αλλά και για να διατηρήσουμε το εξαγωγικό πλεονέκτημα προϊόντων όπως τα τυριά και το γιαούρτι μας. Είναι μάλλον δυσάρεστο να εισάγει η χώρα 2 δις € κάθε χρόνο σε προϊόντα ζωικής προέλευσης. Η ενίσχυση της παραγωγής υψηλής αξίας πρέπει να συνδυαστεί και με μέτρα οργάνωσης των αγορών, της συνεργασίας μεταξύ παραγωγών και μεταποιητών, αλλά και βελτίωση της έρευνας που να λύνει προβλήματα της παραγωγής και να βρεθεί τρόπος να μεταφέρονται τα αποτελέσματα και να εφαρμόζονται άμεσα. Όλα αυτά πρέπει να αποφασιστούν από το πολιτικό σύστημα της χώρας και να εφαρμοστούν από διαδοχικές κυβερνήσεις και υπουργούς χωρίς ουσιαστικές αποκλίσεις. Αυτό πρέπει να το απαιτήσουμε.
Πριν αρχίσουμε τη συζήτηση για τις αλλαγές στις καλλιέργειες και στις ζωικές εκτροφές θα πρέπει να δούμε συνοπτικά πού στηρίζεται η σημερινή παραγωγικότητα, αλλά και ποιοι κίνδυνοι αποσταθεροποίησης υπάρχουν.
Αρχικά θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η παραγωγικότητα της Θεσσαλικής γεωργίας στηρίζεται στις ικανότητες των αγροτών της και στην άρδευση του 50% των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Είναι αυτό εξασφαλισμένο; Σαφώς όχι. Σήμερα το 70% των αρδευόμενων εκτάσεων καλύπτεται από άντληση υδάτων από τους υπόγειους υδροφορείς. Μπορεί να συνεχιστεί αυτό; Η απάντηση είναι σαφώς όχι. Ήδη οι αγρότες της Ανατολικής Θεσσαλίας γνωρίζουν ότι πρέπει να αντλούν νερό από βαθύτερα στρώματα με τεράστιο κόστος συνεχούς εμβάθυνσης των γεωτρήσεων αλλά και του κόστους ενέργειας άντλησης. Εκτιμάται ότι κάθε χρόνο καταναλώνουμε 700 GWh ηλεκτρικού ρεύματος για άντληση νερού για άρδευση. Ενέργεια που καταναλώνεται σε αιχμές ζήτησης π.χ. όταν έχουμε υψηλές θερμοκρασίες και λειτουργούν τα κλιματιστικά που δυσκολεύει το σύστημα τροφοδοσίας της χώρας. Χονδρικά δύο φορές την ηλεκτρική ενέργεια που θα παράγεται από τον ταμιευτήρα Μεσοχώρας αν ποτέ αποφασίουν οι πολιτικοί μας να τον λειτουργήσουν. Τα Σχέδια Διαχείρισης Υδάτων της Λεκάνης Πηνειού εκτιμούν ότι το ετήσιο έλλειμμα φτάνει τα 3 δις κ.μ. νερού. Το χειρότερο της ιστορίας είναι ότι η πτώση της στάθμης των υπογείων υδάτων πολύ κάτω από το επίπεδο της θάλασσας προκαλεί είσοδο θαλασσινού νερού που θα κάνει στο μέλλον τα νερά υφάλμυρα και θα καταστρέψει τα ιδιαίτερα γόνιμα εδάφη της περιοχής. Το άσχημο είναι ότι η αποκατάσταση είναι μια μακροχρόνια διαδικασία. Θα πρέπει να σταματήσει η λειτουργία των γεωτρήσεων για να υπάρξει θετικό ετήσιο ισοζύγιο εισροών υδάτων και εκροών και κάποια έργα εμπλουτισμού για να γίνει ταχύτερα η αποκατάσταση.
Οι λύσεις φαίνεται να είναι δύο:
Είτε μείωση των αρδευόμενων εκτάσεων με απαγόρευση χρήσης γεωτρήσεων που οι περισσότερες έχουν γίνει με δαπάνες των ίδιων των παραγωγών . Η μείωση των αρδευόμενων εκτάσεων που προτείνουν διάφοροι “οικολόγοι” και δυστυχώς προωθεί και το Ελληνικό σχέδιο της ΚΑΠ θα έχει άμεση επίπτωση στο εισόδημα τόσο των αγροτών όσο και της Θεσσαλίας γενικότερα όπως έχω αναλύσει πολλές φορές που θα οδηγήσει σε ερημοποίησή της.
Είτε δημιουργία αποθεμάτων επιφανειών υδάτων για να συνεχίσουν να ποτίζονται τα χωράφια και να σταματήσει η λειτουργία των γεωτρήσεων. Τα αποθέματα νερού όπως έχω επανειλημμένα γράψει δεν είναι δυνατόν επωφελώς να γίνουν στην πεδιάδα για να μη σπαταληθεί γόνιμη γεωργική γη αλλά στους γύρω από τη πεδιάδα ορεινούς όγκους όπου θα μπορούσε να γίνει και εκμετάλλευση του υδατικού δυναμικού με παραγωγή ΥΗ ενέργειας αλλά και προστασία της πεδιάδας από πλημμυρικά φαινόμενα. Η σημαντική προστασία της περιοχής των Σοφάδων από τις καταστροφές τόσο του ΙΑΝΟΥ όσο και των Δανιήλ και Ηλία χάρη στο φράγμα του Σμοκόβου μας υποδεικνύει λύσεις. Ανάλογη προστασία θα είχαμε και με τα άλλα μεσαία φράγματα που μπορούν να γίνουν (Ενιπέα, Μουζάκι, Πϋλη, Νεοχωρίτης, Ελασσόνα) αλλά και από μικρότερα που θα μπορούσαν να γίνουν σε διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας. Και να μη ξεχνάμε ότι οι προβλέψεις για τη κλιματική αλλαγή περιέχουν και ξηρασία που πήραμε μια μικρή γεύση τον περασμένο χρόνο, αλλά και από τα προβλήματα της υπόλοιπης Ευρώπης τα προηγούμενα δύο χρόνια. Οι ορεινοί ταμιευτήρες θα εξασφαλίζουν τα αποθέματα νερού για να μη πούμε το νερό νεράκι. Πολιτική απόφαση και σχέδιο χρειαζόμαστε για να γίνουν όλα τα έργα που θα δώσουν την ασφάλεια που χρειάζονται οι Θεσσαλοί.
Δεύτερο στοιχείο που πρέπει οπωσδήποτε να δούμε είναι η διατήρηση των καλλιεργούμενων εδαφών με προστασία τους από τη διάβρωση (των επικλινών), από την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών και παράλληλα η διατήρηση της γονιμότητας των πεδινών εδαφών με βελτίωση της υγείας τους. Για τη διάβρωση έχω γράψει αρκετά τελευταία. Για τη καταστροφή γόνιμων εδαφών με εγκατάσταση φωτοβολταϊκών επίσης. Η υγεία των εδαφών είναι ένα κρίσιμο στοιχείο για τη διασφάλιση υψηλών αποδόσεων, αλλά και διατήρηση της παραγωγής παρά τις ακραίες καιρικές συνθήκες. Για αυτό θα αφιερώσω λίγο χώρο στο επόμενο σημείωμα για να εξηγήσω τι είναι και πώς θα το πετύχουμε ως βάση για μια βιώσιμη γεωργία του μέλλοντος.