που προωθούν η ΚΑΠ της Ε.Ε. και το ελληνικό σχετικό πρόγραμμα, φοβάμαι ότι η ουσιαστική μείωση των αποδόσεων δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί. Ένα τμήμα των χημικών λιπασμάτων μπορεί να υποκατασταθεί από οργανικά λιπάσματα και να περιορίσουμε τη μείωση των αποδόσεων, αλλά τελικά η μείωση θα είναι σημαντική. Η γνώμη μου είναι ότι η παραγωγική Γεωργία θα συνεχίσει να στηρίζεται σε μεγάλο ποσοστό στα χημικά λιπάσματα και τα οργανικά λιπάσματα από τα υπολείμματα της διαβίωσής μας, των εκτροφών ζώων και της μεθανικής ζύμωσης να δίνουν ένα χρήσιμο από πολλές πλευρές συμπλήρωμα. Είναι, όμως, σωστή η σημερινή διαχείριση των χημικών, αλλά ακόμη και των οργανικών λιπασμάτων; Μπορούμε να βελτιώσουμε τις πρακτικές που εφαρμόζουμε για να αυξήσουμε την απόδοση της χρήσης των λιπασμάτων και των καλλιεργειών μας και να μειώσουμε το κόστος παραγωγής; Ας το συζητήσουμε.
Σε πρώτη φάση πριν αποφασίσουμε να εφαρμόσουμε τα λιπάσματα, πρέπει να ξέρουμε το χωράφι μας. Τι έδαφος έχουμε; Βαρύ, μέσο ή ελαφρό; Μια εικόνα έχουμε μόνοι μας, αλλά είναι αρκετή; Προφανώς όχι. Πώς μπορούμε να μάθουμε τι έδαφος έχουμε; Μια πρώτη προσέγγιση είναι από τους εδαφολογικούς χάρτες που υπάρχουν αναρτημένοι στον ιστότοπο του Ινστιτούτου Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ Δήμητρα. Απαραίτητη είναι και μια ανάλυση δειγμάτων εδάφους. Πρέπει να πάρουμε δείγματα εδάφους, συνήθως σε βάθος 0-30 εκατοστά για μεγάλες καλλιέργειες, λίγο βαθύτερα για δενδρώδεις. Η σωστή δειγματοληψία χρειάζεται ειδική προσπάθεια και τέχνη. Ο παραγωγός πρέπει να ακολουθήσει ακριβώς τις οδηγίες των γεωπόνων του Ινστιτούτου για να είναι τα αποτελέσματα αξιόπιστα. Τι θα μας δώσει η ανάλυση του εδάφους; Εκτός από τη μηχανική σύσταση του εδάφους και την περιεκτικότητα σε οργανική ουσία, οξύτητα, εναλλακτική ικανότητα, θα μας δώσει και την περιεκτικότητα σε στοιχεία που είναι απαραίτητα για τα φυτά. Η καλλιέργειες που έχουμε κάθε χρόνο, με τη βιομάζα που αφαιρούμε εκτός χωραφιού με την παραγωγή, αφαιρούν από το έδαφος θρεπτικά στοιχεία. Κάποια από αυτά σε πολύ μικρές ποσότητες (ιχνοστοιχεία), ορισμένα, όμως, σε μεγάλες ποσότητες, όπως το άζωτο, το φωσφόρο και το κάλιο. Ένα χαρακτηριστικό της γεωργικής παραγωγής είναι ότι η τελική απόδοση καθορίζεται από τους παράγοντες που λείπουν, στη συζήτησή μας από τα θρεπτικά στοιχεία που δεν υπάρχουν σε επάρκεια. Υπερεπάρκεια σε κάποιο στοιχείο δεν υποκαθιστά την έλλειψη κάποιου άλλου. Αντίθετα, σε κάποιες περιπτώσεις εμποδίζει την πρόσληψη άλλου στοιχείου. Επομένως, η ανάλυση των στοιχείων θα μας δώσει τις τυχόν ελλείψεις που πρέπει να καλύψουμε. Αυτό ισχύει σε γενικό κανόνα για όλα τα στοιχεία εκτός από το άζωτο, που επειδή είναι ευδιάλυτο και χάνεται, είτε στην ατμόσφαιρα σε μορφή αερίου (άζωτο, οξείδια του αζώτου, αμμωνία) είτε διαλυμένο στο νερό που στραγγίζει (κυρίως σε νιτρική μορφή), πρέπει να προστίθεται όταν και όπου χρειάζεται. Επομένως, με τη λίπανση πρέπει να επιτύχουμε να έχουμε επαρκείς ποσότητες των στοιχείων που χρειαζόμαστε, όπως φωσφόρου, καλίου και ιχνοστοιχείων, που μπορούμε να προσθέσουμε στην αρχή της καλλιεργητικής περιόδου και να προσθέσουμε το άζωτο σε πολλές δόσεις για να επιτύχουμε τη μέγιστη δυνατή απόδοση χρήσης του λιπάσματος. Η ανάλυση του εδάφους θα μας ορίσει τις ποσότητες των στοιχείων που θα εφαρμόσουμε σε κάθε καλλιέργεια με βάση τον στόχο παραγωγής που έχουμε. Αν έχουμε επαρκείς ποσότητες φωσφόρου και καλίου ή ιχνοστοιχείων, δεν χρειάζεται να λιπάνουμε εξοικονομώντας πόρους. Είναι δυνατόν κάνοντας αναλύσεις του φυλλώματος των φυτών της καλλιέργειας να διαπιστώσουμε ελλείψεις (κυρίως ιχνοστοιχείων) στη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου και να τις καλύψουμε με ψεκασμούς φυλλώματος.
Για τις ποσότητες του αζώτου το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο. Το άζωτο προσλαμβάνεται από τα φυτά, όταν αυτά αναπτύσσονται και το χρειάζονται στη διάρκεια της βλαστικής περιόδου. Η προσθήκη αζώτου με τη σπορά επαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα και για αυτό μεγάλο μέρος των αζωτούχων λιπασμάτων προσθέτουμε με επιφανειακές λιπάνσεις ή με το νερό της άρδευσης στη διάρκεια της βλαστική περιόδου σταδιακά για να ελαχιστοποιήσουμε τις απώλειες, είτε από βαθιά διήθηση είτε στην ατμόσφαιρα. Εάν εφαρμόσουμε το άζωτο όταν τα φυτά δεν αναπτύσσονται, τότε μπορεί να χαθεί είτε στα βαθύτερα στρώματα του εδάφους είτε στην ατμόσφαιρα. Είναι προφανές ότι η καλλιέργεια, ο στόχος της παραγωγής και οι καιρικές συνθήκες, μας οδηγούν στις ποσότητες που εφαρμόζουμε. Αυτοί είναι γενικοί κανόνες εφαρμογής των λιπασμάτων που πρέπει να ακολουθούμε για να έχουμε το μέγιστο όφελος από την εφαρμογή τους με μέγιστες αποδόσεις και ελάχιστες αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Θα προσθέσω ένα ακόμα στοιχείο που μπορεί να βελτιώσει την απόδοση των λιπασμάτων που είναι η οργανική ουσία του εδάφους. Η οργανική ουσία βελτιώνει την εναλλακτική ικανότητα του εδάφους, περιορίζοντας τις απώλειες θρεπτικών στοιχείων, ενώ βελτιώνει και τη δομή του εδάφους, περιορίζοντας τόσο τη διάβρωση όσο και τα προβλήματα συμπίεσης του εδάφους. Τα ελληνικά εδάφη με τη σημερινή διαχείριση και τη μακροχρόνια καλλιέργεια έχουν πολύ χαμηλή οργανική ουσία που πρέπει να αυξήσουμε για να βελτιώσουμε την υγεία των εδαφών μας. Έχω γράψει πολλά σημειώματα για τις δυνατότητες που έχουμε σήμερα να βελτιώσουμε την κατάσταση με χρήση της γεωργίας συντηρήσεως, αλλά και τη χρήση οργανικών λιπασμάτων, όπως οι κοπριές και τα υπολείμματα της μεθανικής ζύμωσης που άρχισαν να παράγονται από τις μονάδες που λειτουργούν. Η αύξηση της οργανικής ουσίας των εδαφών θα βελτιώσει την απόδοση των λιπασμάτων και πρέπει κάποια στιγμή να αρχίσουμε να το συζητάμε και να προωθήσουμε μέτρα για να το πετύχουμε. Ένας ειδικός εδαφολόγος θα μπορούσε να προσθέσει πολλά άλλα στοιχεία για τη σωστή εφαρμογή των λιπασμάτων. Εγώ τα ανέφερα για να πάω στα επόμενα τμήματα του σημειώματος που είναι ο τρόπος εφαρμογής και οι δυνατότητες εξοικονόμησης κόστους λιπασμάτων.
Θα συνεχίσω στο επόμενο σημείωμα.