Στην ερώτησή του ο κ. Βελόπουλος, σημειώνει μεταξύ άλλων: “Είμαστε αποδέκτες αρκετών διαμαρτυριών των αγροτών των περιοχών Ν. Λάρισας, Μαγνησίας, αλλά και άλλων περιοχών ανά την επικράτεια, ιδιαιτέρως των ορεινών, που προέκυψαν μεταγενέστερα της ανακοίνωσης του ΥΠΑΑΤ και αφορούσαν τις στρεμματικές αποζημιώσεις, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι αποδιδόμενες αποζημιώσεις δεν ήταν ισόρροπα κατανεμημένες, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί κάστανων να εκφράζουν ισχυρότατες ενστάσεις για το επίπεδο της ενίσχυσης, δεδομένου ότι το κάστανο σε σχέση με το μήλο και το ροδάκινο έχει υψηλά εργατικά κόστη συλλογής, συνθηκών εργασίας και μεταφοράς γεωργικών εφοδίων, ενώ ασθένειες, όπως η «φαιά σήψη», αλλά και ειδικά φέτος ο νότιος άνεμος (λίβας) αποδεκάτισαν την παραγωγή. Η τιμή που προτάθηκε για τα κάστανα ως αντισταθμιστική αποζημίωση είναι μόλις 150 ευρώ/στρ., ενώ η πραγματική ζημιά που έχουν υποστεί, έχει κατ’ ελάχιστο για αρχή τα 350 ευρώ/στρ., όταν η τιμή εκκίνησης αποζημίωσης για τα μήλα είναι τα 250 με 300 ευρώ/στρέμμα. Κλιμάκια γεωπόνων των ΔΑΟ των Ν. Λάρισας, Μαγνησίας και άλλων περιοχών, καθώς και συγκεκριμένο Εργαστήριο Δενδροκομίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στη Λάρισα, γνωρίζουν άριστα τις αντίξοες συνθήκες της παραγωγής των κάστανων, όπως και τις ζημιές που υπέστησαν φέτος από τις φυτοπαθολογικές προσβολές, στοιχεία τα οποία είναι αναντίστοιχα με τη φετινή τελική χαμηλή τιμή πώλησης του προϊόντος από τον παραγωγό”.
Ο κ. Βελόπουλος ζητά να πληροφορηθεί, μεταξύ άλλων, για το αν θα διορθώσει το Υπουργείο “την αδικία των αποζημιώσεων στη δράση έναντι των καστανοπαραγωγών και τι επιπρόσθετα μέτρα θα πάρει για τους καστανοπαραγωγούς που πλήττονται από μικροβιακούς και κλιματολογικούς παράγοντες, οι οποίοι επιτείνονται από την Κλιματική Αλλαγή”.