Του Γιώργου Μακρή
Μικρά έως ελάχιστα, αν όχι ανύπαρκτα, περιθώρια να υιοθετηθούν ισοδύναμα μέτρα ώστε να μην προχωρήσει η αύξηση στους φορολογικούς συντελεστές για τους αγρότες αφήνει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αξιολόγηση του αντίκτυπου στην κοινωνία από το νέο πρόγραμμα σταθερότητας στην Ελλάδα.
Στην έκθεση, που αναρτήθηκε στον ιστότοπο της ΕΕ πριν λίγα 24ωρα, αναφέρεται όσον αφορά τη φορολόγηση των αγροτών: «Τα εισοδήματα των αγροτών φορολογούνται προς το παρόν με συντελεστή 13% αλλά αυτό το καθεστώς θα ευθυγραμμιστεί με το γενικό συντελεστή κι έτσι οι συντελεστές (για τους αγρότες) θα αυξηθούν μέχρι το 2017.
Αυτή η αλλαγή θα ελαχιστοποιήσει τα υπερβολικά/αδικαιολόγητα πλεονεκτήματα γι’ αυτήν την κατηγορία φορολογουμένων, η οποία συνολικά δεν έχει συμβάλει στο πρόγραμμα προσαρμογής τα προηγούμενα χρόνια. Η διαφοροποίηση του φορολογικού συντελεστή έχει οδηγήσει μεγάλες ομάδες φορολογουμένων να δηλώνουν αγρότες στην Εφορία, καθαρά για λόγους φοροαποφυγής.
Η αναθεώρηση του ορισμού του «αγρότη» αναμένεται επίσης προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μόνο οι ενεργοί επαγγελματίες αγρότες θα μπορούν να ωφεληθούν από τα πολλά πλεονεκτήματα που αυτή η κατηγορία απολαμβάνει. Η εφαρμογή του συντελεστή 26% αναμένεται να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα χωρίς αξιοσημείωτες επιπτώσεις στην αναδιανομή εισοδήματος, βελτιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δικαιοσύνη και την ισότητα του φορολογικού συστήματος».
ΜΗΝΥΜΑ
Ε. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Την ώρα που οι Βρυξέλλες έστελναν αυτό το μήνυμα, ο αναπληρωτής υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης κ. Βαγγέλης Αποστόλου έσπευσε να συνδέσει τις (πιθανές) βελτιώσεις στη φορολόγηση των αγροτών με την πάταξη της φοροδιαφυγής-φοροαποφυγής.
Δήλωσε χαρακτηριστικά: «Στο φορολογικό των αγροτών, τομέα στον οποίο η συμφωνία περιλαμβάνει σκληρά μέτρα, υπάρχουν περιθώρια για εθνική πολιτική που θα έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί δραστικά η επιβάρυνση των αγροτών, αλλά και να έχει έσοδα το δημόσιο. Στο φορολογικό πρέπει να μπει μια τάξη, όχι επειδή μας το ζητάνε αλλά επειδή έτσι πρέπει να γίνει.
Προχωράμε σε μια παρέμβαση που είναι ουσιαστική για τον χώρο: Να μπούμε στη διαδικασία τήρησης βιβλίων εσόδων εξόδων στον αγροτικό χώρο από όλους τους αγρότες, από το πρώτο ευρώ. Η πρωτοβουλία αυτή δημιουργεί προϋποθέσεις για να μπει σε τάξη ο χώρος όχι μόνο στα ζητήματα φοροδιαφυγής - φοροαποφυγής, αλλά και γενικά ελέγχου του χώρου, αυτό που λέμε από το χωράφι και το στάβλο μέχρι τον καταναλωτή. Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα υπάρξουν δημοσιονομικά οφέλη για την πολιτεία ίσως και πολύ πιο υψηλά από αυτά που οι ίδιοι οι δανειστές μας θέτουν ως προαπαιτούμενο στη συζήτηση που θα κάνουμε τον Οκτώβρη. Έτσι θα δοθεί η δυνατότητα διαπραγμάτευσης για να ελαφρυνθούν φορολογικά, κυρίως οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, οι χαμηλού εισοδήματος και οι νέοι.
Ταυτόχρονα, με την τήρηση βιβλίων εσόδων - εξόδων θα αναγνωρίζονται τα έξοδα παραγωγής και συνεπώς θα μειωθούν τα φορολογητέα εισοδήματα των αγροτών και άρα η τελική επιβάρυνσή τους».
ΚΑΤ’ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
ΑΓΡΟΤΕΣ
Στο μεταξύ, άγνωστο παραμένει για την ώρα το σχέδιο του υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης όσον αφορά την αναθεώρηση του ορισμού του «αγρότη» που προβλέπεται άλλωστε και στη συμφωνία κυβέρνησης – θεσμών, η οποία επικυρώθηκε από τη Βουλή.
Προς το παρόν ισχύει ο νόμος του 2010 που κατήρτισε η τότε υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Κατερίνα Μπατζελή και ο οποίος προβλέπει ότι επαγγελματίας αγρότης ορίζεται εκείνος που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
- Είναι κάτοχος αγροτικής εκμετάλλευσης.
- Ασχολείται επαγγελματικά σε αγροτική δραστηριότητα τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού ετήσιου χρόνου εργασίας του.
-Λαμβάνει από την ενασχόλησή του σε αγροτική δραστηριότητα το 35% τουλάχιστον του ετήσιου εισοδήματός του.
- Είναι ασφαλισμένος στον Οργανισμό Γεωργικής Ασφάλισης (ΟΓΑ) εκτός αν απασχολείται στη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως 100 kw ή στη λειτουργία αγροτουριστικών μονάδων έως 10 δωματίων.
Στην πρόσφατη επίσκεψή του στο υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας είχε εκφράσει τη βούληση της κυβέρνησης «να θεωρούνται κατά κύριο επάγγελμα αγρότες τα φυσικά πρόσωπα, τα απασχολούμενα κατά κύρια απασχόληση με κάθε είδους αγροτική εργασία, η οποία τους αποφέρει τουλάχιστον το 50% του συνολικού καθαρού εισοδήματός τους από κάθε πηγή».
Ωστόσο, αγρότες επισημαίνουν τον κίνδυνο με το 50% να μην θεωρούνται αγρότες πολλοί κάτοχοι μικρού κλήρου, οι οποίοι αναγκάζονται να κάνουν και δεύτερη εργασία προκειμένου να τα βγάλουν πέρα. Ζητούν επίσης το εισόδημα να υπολογίζεται σε διάστημα τριών ετών κι όχι ενός καθώς επισημαίνουν ένα άλλο ενδεχόμενο: μια χρονιά ένας αγρότης να υποστεί καθολική ζημιά από καιρικά φαινόμενα και έτσι στη φορολογική δήλωση να εμφανίσει μηδενικό εισόδημα από τον αγροτικό τομέα.