Οι αγρότες θα πρέπει να σκεφθούν τις εναλλακτικές καλλιέργειες που μπορούν να δώσουν διέξοδο, όπως τουλάχιστον συμπεραίνουν οι τελευταίες μελέτες. Οι ενεργειακές καλλιέργειες φαίνεται να είναι μια ομάδα καλλιεργειών που μπορούν να δώσουν μια λύση.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Ήδη στο θεσσαλικό κάμπο υλοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας πρόγραμμα, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ομότιμος καθηγητής κ. Θεοφάνης Α. Γέμτος, το οποίο μελέτησε όλο το κύκλωμα από την παραγωγή των ενεργειακών φυτών μέχρι την παραγωγή των τελικών προϊόντων και μελέτη της χρήσης από τους τελικούς χρήστες. Διάφορα σενάρια αναλύθηκαν για να μελετηθούν οι επιπτώσεις στους αγρότες και στην οικονομία της περιοχής, η συμβολή στη συμμόρφωση της χώρας στις διεθνείς της υποχρέωσες και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον της Θεσσαλίας.
Για την υλοποίηση του προγράμματος έχουν καλλιεργηθεί μέχρι τώρα σε διάφορα θεσσαλικά μικροκλίματα φυτά για παραγωγή υγρών καυσίμων αλλά και βιομάζας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε σε ζυμωτήρια μεθανικής ζύμωσης είτε σε εγκαταστάσεις θερμικής κατεργασίας της βιομάζας όπως καύση, εξαερίωση ή πυρόλυση. Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι οι καλλιέργειες που χρησιμοποιήθηκαν στις αμειψισπορές που δοκιμάστηκαν είναι φυτά που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ζωοτροφές με ιδιαίτερα πλεονεκτήματα.
Οι αμειψισπορές που αναπτύχθηκαν, τονίζει ο κ. Γέμτος, και δοκιμάστηκαν στηρίζονται σε δύο καλλιέργειες το χρόνο. Χειμερινές χωρίς άρδευση που περιλαμβάνουν συγκαλλιέργειες ψυχανθών και αγροστωδών. Το πλεονέκτημα είναι ότι διατηρούν συνεχώς το έδαφος καλυμμένο με καλλιέργειες που προστατεύουν το έδαφος από τη διάβρωση και περιορίζουν τη βαθειά διήθηση των νιτρικών που ρυπαίνουν τα υπόγεια ύδατα της χώρας. Επί πλέον, εξασφαλίζουν σημαντικά μεγαλύτερες αποδόσεις σε ξηρά ουσία βιομάζας το στρέμμα.
Από τις καλλιέργειες που δοκιμάστηκαν ο ηλίανθος (πρώτη ύλη για παραγωγή λαδιού και στη συνέχεια βιοντήζελ) και το γλυκό σόργο (πρώτη ύλη για παραγωγή βιο-αλκοόλης πρώτης αλλά και δεύτερης γενιάς με ζύμωση των λιγνινοκυτταρινούχων ουσιών) έδωσαν πολύ καλά αποτελέσματα ενώ η ελαιοκράμβη αντιμετώπισε προβλήματα που πιστεύεται ότι με καλύτερη επιλογή ποικιλιών και καλύτερη γνώση ων τεχνικών της καλλιέργειας μπορούν να ξεπεραστούν.
Παράλληλα, μελετήθηκε η δυνατότητα δημιουργίας αγροκτημάτων που να παράγουν τα ίδια τα καύσιμα για την λειτουργία των γεωργικών μηχανημάτων τους. Δηλαδή ενεργειακά αυτόνομα αγροκτήματα. Η εξαγωγή του λαδιού έγινε στο αγρόκτημα με ψυχρή συμπίεση σε μικρές χαμηλού κόστους πρέσες. Καθαρίστηκε με φυσικές μεθόδους και χρησιμοποιήθηκε σε μηχανές diesel με επιτυχία για την κίνηση γεωργικών ελκυστήρων.
Όπως τονίζει πιο αναλυτικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ομότιμος καθηγητής Θεοφάνης Α. Γέμτος, διευθυντής του Εργαστηρίου Γεωργικής Μηχανολογίας του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας, η δυνατότητα άμεσης χρήσης των προϊόντων στο αγρόκτημα δίνει ένα επί πλέον εισόδημα καθώς ο γεωργός καρπούται όλη την ωφέλεια από τη μη φορολόγηση των βιοκαυσίμων.
Ο ίδιος όμως διευκρινίζει, πως απαιτείται συνέχιση αυτής της ερευνητικής προσπάθειας προκειμένου τα αποτελέσματα αυτά να επεκταθούν και προς διάφορους γεωργικούς ελκυστήρες.
Ειδικότερα, όπως εξηγεί, οι πειραματικές και πιλοτικές - επιδεικτικές καλλιέργειες επέτρεψαν τη μελέτη της οικονομικότητας των ενεργειακών φυτών και τη δυνατότητα, επωφελούς εισαγωγής τους στη Θεσσαλία.
Από μελέτη που έγινε προέκυψε όταν καλλιεργηθεί το 15% των εκτάσεων με ηλίανθο τότε παράγονται αρκετά βιοκαύσιμα για να καλύψουν όλες τις ανάγκες του αγροκτήματος συμπεριλαμβανομένης και της άρδευσης. Με τον τρόπο αυτό, διαπιστώνει ο oμότιμος καθηγητής, επανερχόμαστε στην εποχή που τα ζώα εργασίας του αγροκτήματος κατανάλωναν τη παραγωγή του 15% περίπου των εκτάσεων ενός αγροκτήματος.
Μειωμένες κατεργασίες και ακαλλιέργεια
Στα πειράματα που έγιναν στο πλαίσιο του προγράμματος «Θαλής» του χρηματοδοτήθηκε από του υπουργείο Παιδείας και την ΕΕ πραγματοποιήθηκαν πειράματα για τη δυνατότητα χρήσης μεθόδων γεωργίας συντηρήσεως στη παραγωγή βιομάζας. Στόχος, είναι να συντηρηθεί η γονιμότητα του εδάφους με ταυτόχρονη μείωση των εισροών.
Προωθεί μια σειρά καλλιεργητικών πρακτικών που επιτρέπουν τη διαχείριση των γεωργικών εδαφών περιορίζοντας στο ελάχιστο δυνατό αλλαγές στη σύστασή του, στη δομή του και στη βιοποικιλότητα ενώ περιορίζει όλες τις διαδικασίες υποβάθμισής του όπως τη διάβρωση, τη συμπίεση, τη μείωση της οργανικής ουσίας.
Από τα πειράματα των τριών ετών που εκτελέστηκαν απεδείχθη, σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή, ότι η συμβατική κατεργασία με χρήση αρότρου και αναστροφή του εδάφους επιτυγχάνει τις μεγαλύτερες αποδόσεις σε παραγωγή εκτός της κατεργασίας σε λωρίδες που πέτυχαν συνολικά καλύτερες αποδόσεις.
Για τη κατεργασία σε λωρίδες χρησιμοποιείται ένα σύνθετο μηχάνημα που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε στο Εργαστήριο Γεωργικής Μηχανολογίας του Π.Θ. που αναμοχλεύει το έδαφος σε λωρίδες πλάτους 20 εκατοστών και βάθους 25 εκατοστών χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό αβαθών και βαθιά εργαζόμενων υνιών και στελεχών φρέζας για ταυτόχρονη προετοιμασία της σποροκλίνης. Με τη μέθοδο αυτή το μεγαλύτερο μέρος του αγρού μένει χωρίς διατάραξη κάτι που έχει σημαντικά οφέλη όπως μειωμένη κατανάλωση καυσίμου, προστασία του εδάφους από διάβρωση και τη προστασία της βιοποικιλότητας.
Η σύγκριση της απόδοσης των διαφορετικών μεθόδων κατεργασίας, σύμφωνα με τον κ. Γέμτο, μπορεί να γίνει με βάση την παραγωγή, με βάση το ενεργειακό ισοζύγιο, με βάση το οικονομικό ισοζύγιο και με ανάλυση κύκλου ζωής. Σε μια ανάλυση του οικονομικού ισοζυγίου, προσθέτει, υπολογίστηκε το κόστος κατεργασίας τους εδάφους με βάση της τιμές που χρεώνουν οι επαγγελματίες του είδους και οι απόδοση με βάση τις τιμές της αγοράς των παραγόμενων προϊόντων. Η συμβατική κατεργασία με το όργωμα όπως είπαμε, τονίζει ο ίδιος, είχε τις μεγαλύτερες αποδόσεις μαζί με τη κατεργασία σε λωρίδες ενώ η ακαλλιέργεια (απ' ευθείας σπορά χωρίς καμία κατεργασία) είχε μικρότερες αποδόσεις. Λόγω όμως του πολύ μεγαλύτερου κόστους των εργασιών τελικά στα τρία χρόνια το εισόδημα της κατεργασίας σε λωρίδες είναι μεγαλύτερο κατά 67,5 ευρώ/στρέμμα περίπου ενώ της ακαλλιέργειας είναι καλύτερο κατά 8,5 ευρώ/στρέμμα.
Η σύγκριση γίνεται μεταξύ των καλλιεργειών της αμειψισποράς που δίνουν υψηλές αποδόσεις και δύο καλλιέργειες το χρόνο. Μια σύγκριση με το βαμβάκι θα έδινε σημαντικά πλεονεκτήματα στην αμειψισπορά που ακολουθήθηκε και πολύ υψηλότερο εισόδημα, καταλήγει ο κ. Γέμτος.