στους Λαρισαίους και ο άωρος καύσωνας των 35 βαθμών ευνόησε την έξοδο, πλην όμως... κάτι έλειπε. Ήταν τα κλειστά μαγαζιά που έδιναν μια όψη ερημιάς. Τα παράλια της Λάρισας ήταν τόσο ήσυχα σε ορισμένες μεριές που θύμιζαν δεκαετία του... 60!
Τότε που οι λουόμενοι πήγαιναν παραλία με τα ταπεράκια τους ή με φρούτα. Ούτε ομπρέλες και ξαπλώστρες σε παράταξη, ούτε μπιτσόμπαρα με τη θορυβώδη μουσική της, ούτε ατέλειωτο πηγαινέλα από γκαρσονάκια που κουβαλάνε καφέδες στους αραχτούς, δημιουργώντας συνθήκες κάθε άλλο παρά ήσυχες. Όχι πες μου... Ποιο σκηνικό είναι πιο νορμάλ; Πας στη θάλασσα να ξεκουραστείς και να χαλαρώσεις ή για να «τσιτώσεις»;
Μπρρρ...
*Η ΘΑΛΑΣΣΑ πάντως ήταν κατά γενική ομολογία κρύα. Δεν πρόλαβε να ακολουθήσει την απότομη άνοδο θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας.
Επιπλέον ήταν... κίτρινη. Είναι η γύρη των δέντρων του Κισσάβου; Είναι η αφρικανική σκόνη;
Πάντως οι τολμηροί έκαναν το πρώτο μπάνιο διάρκειας μισής ώρας (25 λεπτά κοιτάς, πέντε κολυμπάς και βγαίνεις τρέχοντας για πετσέτα!).
Τα μαντάτα
*ΤΑ ΜΑΝΤΑΤΑ δεν είναι καλά. Και πώς να είναι; Οι επιχειρήσεις των παραλίων της Λάρισας έχασαν εντελώς τον Μάιο και θεωρούν χαμένο και τον Ιούνιο. Ολόκληροι οικισμοί (π.χ. Κόκκινο Νερό) που δούλευαν με Πολωνία, χτες ήταν θεόκλειστοι και στα μαγαζιά καμιά προετοιμασία δεν υπήρχε... Όλοι σε αναμονή, αλλά δίχως μεγάλες προσδοκίες για φέτος.
Ο φόβος φεύγει
*ΤΑ καλά νέα είναι ότι σήμερα συμπληρώνεται 15ήμερο από την πρώτη άρση των μέτρων στις 4 Μαΐου. Δίχως τίποτε το τραγικό να συμβεί. Τα κρούσματα κρατιούνται σε συνήθη επίπεδα – πλην των... Λακεδαιμονίων της Νέας Σμύρνης- οι καταγεγραμμένοι θάνατοι είναι ελάχιστοι, μακάρι Παναγιά μου... Γενικά ο κόσμος παύει σιγά – σιγά να φοβάται. Μάσκες δεν φορούν, αποστάσεις στο περίπου – δεν πήρε κανείς τις μεζούρες- και με εξαίρεση τους πραγματικά φοβικούς οι περισσότεροι επέστρεψαν εκεί που... είχαν μείνει.
Επιτέλους!
*ΤΙ να λέμε τώρα; Μία είναι η σοβαρή ένδειξη επιστροφής της Ελλάδας στην κανονικότητα.
Ξαναρχίζουν οι «Άγριες Μέλισσες»! (Άντε να δούμε τι θ’ απογίνει με το μωρό της Δρόσως γιατί ένα ζόρι το τραβούσαμε όλο αυτό το διάστημα...)Ανοιχτά σχολεία
*ΑΝΟΙΓΟΥΝ σήμερα τα Γυμνάσια και οι δύο πρώτες τάξεις του Λυκείου και το ζήτημα είναι πόσα παιδιά θα δώσουν το «παρών» δοθέντος ότι η παρουσία είναι προαιρετική και δίχως απουσίες. Είναι πολλά τα θέματα. Κυρίως, οικογένειες με ευπαθή άτομα... Αλλά το βασικό είναι πως, έστω κι έτσι, μπαίνει μια «μαγιά» για τον Σεπτέμβρη.
Τα μαθήματα θα ξαναρχίσουν νωρίτερα, την 1η Σεπτεμβρίου, αλλά αυτό θα έχει νόημα εφόσον η Κυβέρνηση φροντίσει να στείλει έγκαιρα αναπληρωτές καθηγητές.Με... φιλότιμο
*ΠΑΝΤΩΣ ελάχιστα είναι τα μέτρα προστασίας που εξασφάλισε το Υπουργείο κι ας μας έχουν ζαλίσει τ’ αυτιά περί του αντιθέτου. Μέχρι στιγμής τα σχολεία της Λάρισας στάλθηκε μόλις... 1 λίτρο αντισηπτικού ανά αίθουσα. Το οποίο θα καταναλωθεί μέσα σε 2-3 μέρες. Και ο καθαρισμός δύο φορές την ημέρα που προανήγγειλε η Κεραμέως είναι μια πολύ καλή ιδέα που όμως θα παραμείνει... ιδέα ελλείψει προσωπικού. Παρ’ όλα αυτά, τα περισσότερα σχολεία έκαναν το κουμάντο τους, διέθεσαν χρήματα από το... υστέρημά τους και όλο και βελτίωσαν κάπως τα μέτρα. Και μάλλον καλά θα πάει το πράγμα. Όπως πάντα, με το «σύστημα... φιλότιμο» - τη γνωστή ελληνική πατέντα.
Απολίτιστοι
*ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ να συγκεντρώνονται τα βράδια στο Αρχαίο Θέατρο δεκάδες νεαρά άτομα που τρωγοπίνουν. Και το πρωί η εικόνα του μνημείου είναι αυτή μιας μικρής χωματερής.
Λάρισα, η πόλη του πολιτισμού...
Φρονίμως
*ΜΕ τάξη και τηρώντας αποστάσεις προσήλθαν χτες στις εκκλησίες της Λάρισας όσοι πολίτες προσήλθαν. Βασικά οι ηλικιωμένοι – που αποτελούν τον βασικό πυρήνα του εκκλησιασμού- φοβήθηκαν και οι πιο πολλοί έμειναν σπίτι. Φρονίμως ποιούντες... Διότι, όπως έχει πει προσφάτως και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος «Ο Θεός είναι παντού. Τον συναντούμε παντού με την προσευχή μας». (Οι φανατικοί βέβαια συνεχίζουν να αλυχτούν...)
Συμβουλές
*ΥΨΗΛΕΣ για την εποχή οι θερμοκρασίες. Τα τριαντάρια απειλούν να μείνουν εδώ και αυτήν την εβδομάδα. Ώρα να βγάλουμε τα καλοκαιρινά. Αυτό γίνεται συνήθως ακολουθώντας τέσσερα βήματα:
Βήμα πρώτο: κατεβάζουμε τα καλοκαιρινά.
Βήμα δεύτερο: δοκιμάζουμε τα καλοκαιρινά.
Βήμα τρίτο : κλαίμε.
Βήμα τέταρτο: δωρίζουμε τα καλοκαιρινά.
Οι έμποροι της Νέας Σμύρνης
*ΤΟΝ δικό τους γολγοθά συνεχίζουν να περνούν οι καταστηματάρχες της Νέας Σμύρνης, καθώς όλο αυτό το διάστημα που μονοπωλούν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης τα κρούσματα κορονοϊού στον οικισμό των Ρομά, η εμπορική κίνηση έχει μειωθεί σημαντικά. «Δυστυχώς η περιοχή έχει στιγματιστεί, ο τζίρος μας είναι μηδενικός, οι υποχρεώσεις μας τρέχουν και επειδή όπως όλα δείχνουν αυτή η κατάσταση θα τραβήξει σε μάκρος, θα πρέπει να ληφθεί κάποια μέριμνα και για μας», τονίζουν χαρακτηριστικά.
Γ.Ρ.
ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ
Τα «ισόβια» που δεν ήταν «ισόβια»...
Πόσο πόνο μπορεί να αντέξει ειδικά μια μάνα; Πόσα αποθέματα κουράγιου πρέπει να βρει για να γυρίζει για μήνες στα δικαστήρια για να πετύχει την καταδίκη των τεράτων που βίασαν και σκότωσαν το κορίτσι της;
Η υπόθεση Τοπαλούδη έκλεισε, η γενική εντύπωση είναι πως η Δικαιοσύνη αποδόθηκε. Όμως, είναι εδραιωμένη σε όλους μας η πικρή αίσθηση πως στα νομικά μας ήθη, όταν λέμε ισόβια, ε, εντάξει, δεν είναι ακριβώς έτσι... Η ίδια η μάνα άλλωστε προσδιόρισε ότι οι δύο νεαροί εγκληματίες σε οκτώ χρόνια θα λάβουν άδεια εξόδου, σε μερικά ακόμη ίσως και χάρη... Τελικά, όσοι λένε «αλίμονο σ’ αυτόν που πάει» έχουν δίκιο...
Ποιος θυμάται π.χ. πια τη Μαίρη; Θα έχουν λιώσει και τα κοκαλάκια της, αστρική σκόνη που θα περιφέρεται στο απέραντο σύμπαν. Ήταν μια νέα κομμώτρια. Βρέθηκε δολοφονημένη αρχές δεκαετίας ’70, μέσα στο ίδιο της το κατάστημα. Σε μια εργατική γειτονιά της Λάρισας.
Προφανώς και δεν την έλεγαν Μαίρη- από σεβασμό στις μνήμες των ανθρώπων αλλάζουμε τα ονόματα, αλλά τι σημασία έχει;- Και κάνω ξεκάθαρο ότι η υπόθεση είναι στα βασικά της σημεία αληθινή. Το λέω γιατί πού και πού βρίσκω στο e-mail μου μηνύματα πως «η φαντασία μου δεν έχει όρια», και άλλα λιγότερο ευγενικά του τύπου «άντε πάγαινε να γράψεις κανένα «Άρλεκιν»...
Η Μαίρη πάντως δεν ήταν τύπος «Άρλεκιν». Μου την έχουν περιγράψει σαν ένα ζωντανό θηλυκό που είχε αρπάξει νωρίς – νωρίς τη ζωή απ’ τα... μαλλιά. Στην κυριολεξία όμως, αφού όλη μέρα χτένιζε γυναικεία κεφάλια. Σε μια ισόγεια κατοικία, όπως συνηθιζόταν τότε, είχε εγκαταστήσει το κομμωτήριο –από τα λίγα γυναικεία στέκια της γειτονιάς, αφού τα υπόλοιπα, τα καφενεία δηλαδή, ήταν «για άντρες», τέλος.
Η Μαίρη ήταν ξανθιά, δυναμική, κούκλα, ένα από τα χιλιάδες κοριτσόπουλα της εποχής που προσπαθούσαν να μοιάσουν στην κινηματογραφική Ζωή Λάσκαρη που συναντούσαν κάθε καλοκαίρι στα συνοικιακά σινεμά. Στα κομμωτήρια της εποχής η μάχη Ζωή Λάσκαρη vs Μάρθα Καραγιάννη έδινε και έπαιρνε. Καθισμένες με τις ώρες κάτω από εκείνες τις περιβόητες κάσκες που έψηναν το μαλλί, κρατώντας στο χέρι και ξεφυλλίζοντας το «Ρομάντζο» ή το «Φαντάζιο», οι γυναίκες αντάλλασσαν τα τελευταία κουτσομπολιά.
Οι περισσότερες μοιάζανε με την Καραγιάννη, τη «λαϊκιά» γκόμενα, τη χαζοβιόλα που όλο γκρίνιαζε και κυνηγούσε κάποιον για να την παντρευτεί, αλλά όλες θαύμαζαν, όλες ήθελαν να είναι μια Λάσκαρη. Μια κοπέλα λαμπερή, αεράτη, κοσμοπολίτισσα, με μπαμπά βιομήχανο, η απόλυτη φαντασίωση των τριχωτών αρσενικών της εποχής. Διότι, ως γνωστόν, τη «Λάσκαρη» την κυνηγούσες, δεν σε κυνηγούσε.
Τη δική μας Λάσκαρη, τη Μαίρη, την ερωτεύτηκε ο Παναγιώτης ή Πανάγος, όπως ήταν το υποκοριστικό κείνης της εποχής. Οδηγός σε φορτηγά μου έχουν πει. Σοφεράντζα. Που παραπέμπει αμέσως - αμέσως στην εικόνα του μάγκα. Οι Παναγιώτηδες της εποχής, πάνε καφενείο το πρωί, ουζερί τα μεσημέρια, κατεβάζουν τα τσίπουρά τους σκέτα, ανέρωτα, από επιλογή και δεν σηκώνουν πολλά – πολλά. Ομορφόπαιδα της μπριγιαντίνης, μουστακάκι περιποιημένο στο συνοικιακό κουρείο, μιλάνε για τον Παναθηναϊκό που ετοιμάζεται να πάει Γουέμπλεϊ και ο νταλκάς ο πιο βαρύς είναι πώς να παντρέψουν τη μεγάλη αδερφή, που έχει αρχίσει να ψιλομπαγιατεύει. Που σημαίνει ότι έπρεπε να αγοραστεί επειγόντως διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης για να δελεαστεί ο γαμπρός. Το βασικό σενάριο μπορείς τώρα να το φανταστείς.
Ο Παναγιώτης, καψουρεμένος, τα πίνει και ρίχνει κέρματα στο τζουκ μποξ της ταβέρνας για να παίξει Καφάση. «Γέλα κυρία μου, γέλα μαζί μου...». Αποφασίζει να την κυνηγήσει. Τα αρσενικά κυνηγούσαν τότε. Κάπου θα σου τη στήνανε. Βραδάκι συνήθως, σε ένα δρομάκι σκοτεινό, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, και θα σου τα ’ριχναν. Σου ρίχνανε χύμα τον νταλκά τους, και σου μιλούσαν κατευθείαν για γάμο, όχι έρωτες, ελεύθερες σχέσεις κι άλλα τέτοια σημερινά. Το και το, έρχομαι αύριο σπίτι και σε ζητάω. Τίμια και αντρικά.
Δεν ήταν εύκολες περιπτώσεις αυτές οι «Λάσκαρες» των συνοικιών. Έξυπνα κορίτσια, εργατικά, κοινωνικά, ανέπτυσσαν φιλοδοξίες μεγαλύτερες από το να μαγειρεύουν, να πλένουν και να σιδερώνουν μια ζωή τα πουκάμισα ενός Πανάγου που με τα χρόνια και από τα πολλά τσίπουρα θα γινόταν ένας κοιλαράς ψιλοβρώμικος και ψιλοαξούριστος να τον βλέπεις και να... Τέλος πάντων.
Η «φιλοδοξία» της Μαίρης είχε ονοματεπώνυμο, ήταν ένας νεαρός γιατρός, «από καλή και ευκατάστατη οικογένεια» που είχε γνωρίσει σε κάτι παρέες. Τα υπόλοιπα δεν έχουν διευκρινιστεί. Προφανώς η ταξική διαφορά –μεταξύ μιας κομμώτριας και ενός γιατρού- δεν γινόταν να καλυφτεί εύκολα τότε. Η πορεία ήταν προκαθορισμένη. Είσαι κομμώτρια; Πας μέχρι σοφέρ. Μέχρι οικοδόμο, Άντε, στην καλύτερη μέχρι ηλεκτρολόγο που βρήκε μέσον, μπήκε στη ΔΕΗ και πιάστηκε από σίγουρο μιστό.
Τέλος. Έτσι η Μαίρη, απογοητευμένη, βρέθηκε αρραβωνιασμένη με τον Παναγιώτη. Πώς φτάσαμε ο Παναγιώτης να μπουκάρει στο κομμωτήριο ένα απόγευμα, μετά από γερή ουζοποσία στην ταβέρνα, και να τη σφάξει με μαχαίρι, κανείς δεν μπορεί να πει. Κάποιοι λένε ότι εκείνη μετανιωμένη για τον αρραβώνα, δεν του φερόταν καλά. Κάποιοι λένε ότι εκείνος ήταν ένα «παλιοτόμαρο», και πως η Μαιρούλα έψαχνε τρόπο να απεγκλωβιστεί.
Κάποιοι λένε πως καβγάδιζαν άγρια και πέφτανε χαστούκια. Κάποιοι λένε πως μια μέρα ο Πανάγος την έπιασε να κρυφομιλάει με τον γιατρό...
Τα «ισόβια» που του ανακοίνωσε ο Εισαγγελέας, ο Παναγιώτης ακούστηκε πως θα τα περνούσε στις Φυλακές Κερκύρας. Από τότε δεν τον ξαναείδε κανείς. Στη γειτονιά, ο γόος, ο θρήνος, οι κραυγές και οι κατάρες από τη μάνα και τις αδερφές της Μαίρης κράτησαν αρκετά, αλλά μετά κουράστηκαν όλοι, έγειραν καταγής σαν στάχυα του Ιουνίου, λίγο πριν τον θερισμό...
- «Την κατάρα μας να ’χει ο αλήτης...».
Οι γείτονες θυμούνταν ωστόσο για χρόνια πολλά αυτό το δράμα και είχαν μείνει με την πικρή αίσθηση της δικαιοσύνης των ισοβίων δεσμών...
Η επόμενη εικόνα είναι στην Αθήνα. Καμιά δεκαπενταριά χρόνια μετά... Έχω πάει με τη μάνα μου, για έναν γάμο ... Είμαστε σε ένα ζαχαροπλαστείο κάπου στα Πατήσια για να πάρουμε τα απαραίτητα γλυκά. Δίπλα μας, ένας κύριος κοιτάζει κι αυτός τη βιτρίνα. Ξαφνικά βλέπω τη μάνα μου να ιδρώνει, να κιτρινίζει. Σχεδόν να τρέμει.
- Βρε Παναγιώτη; Εσύ είσαι;
- Όχι κυρία μου, λάθος κάνετε...
- Για κοίτα με καλύτερα βρε Παναγιώτη. Δεν με θυμάσαι;
- Όχι κυρία μου σας λέω... Λάθος... Λάθος... Κι έσπευσε να απομακρυνθεί, σχεδόν τρέχοντας, δίχως να πάρει ούτε γλυκά ούτε τίποτε...
Επιστρέφοντας στη Λάρισα, η μάνα μου, αν και φανερά αναστατωμένη, φαρμακωμένη, σχεδόν άρρωστη, δεν είπε λέξη. Την άλλη μέρα στον καφέ με τη μάνα της Μαίρης, στην τυπική ερώτηση «πώς τα περάσατε στον γάμο», αρκέστηκε να της πει πως «τι τα θες Ματίνα μου, περάσανε τα χρόνια» και πως «δεν είμαστε πια εμείς για ταξίδια και μετακινήσεις...».
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr