ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922)

Ταξιδιωτικές εντυπώσεις: από το Μεγάλο Κεσερλή στη Λάρισα το 1891 (Γ’)

Δημοσίευση: 12 Δεκ 2021 17:39
Το τέμενος του Χασάν Μπέη © Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας Το τέμενος του Χασάν Μπέη © Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας

Συνεχίζουμε την παράθεση των ταξιδιωτικών εντυπώσεων του Ανδρέα Καρκαβίτσα από το Μεγάλο Κεσερλή στη Λάρισα (Ιούνιος 1891) [1].


«[...] Άρχισε να νυκτώνη. Τ’ αστέρια εν’ απ’ τάλλοεφανερώθησαν ’ς το ζαφειρένιο ουρανό. Ο Όλυμπος και ο Κίσσαβος από τη μια μεριά και αγνάντια μας τα Χάσια και τ’ Άγραφα επυργόνοντο [= γίνονταν] γύρω μαύρο και θεώρατο τείχος. Έπειτ’ από λίγο μας επλάκωσε τέλεια το σκοτάδι. Δεν εβλέπαμε εμπρός παρά ως ένα ντουφέκι τόπο τον δρόμο, που άσπριζε κ’ έπειτα έσβυνε και αυτός. Ο Λυμπίσος [= αέρας του Ολύμπου] κατέβαινε κρύος από τες θείες κορυφές κ’ εσήκωνε τη λαύρα π’ άφησεν ο ήλιος της ημέρας εις την ψημένη γη κ’ εδρόσιζε τ’ αγκουσεμένα ζώα [= ζώα που βογγούσαν] και τα κατακαϋμένα μέτωπά μας. Βαθειά σιγή εβασίλευε περίγυρα ως να ήτο ακατοίκητος τέλεια η πεδιάς. Μονάχα το σκούξιμο και το βαρύ φτερούγισμα των πελαργών επάνω εις τους πύργους και τα τζαμιά μας εφανέρωναν ότι εδιαβαίναμε εμπρός από χωριό. Πέρα από το Καζακλάρ [= Αμπελώνας] ήρχετο η παραπονετική φωνή του γκιώνη. Κ’ ήρθε στιγμή που βαρέθηκα αλήθεια τη ζωή μου!...
- Αμ που λες, έκαμα κ’ εγώ τσιφτσής [= γεωργός] μ’ είπεν έξαφνα ο γέροντας, ελθών κοντά μου. Μα σ’ αφίνει μαθές ο Θεός να πας μπροστά; - Γιατί; - Γιατί έτσι, να γιατί. Τι τα ήθελεν ο Θεός τα γκαβοπόντικα [= τυφλοπόντικες] και τα έστελνε ’ς τα γη δε μου λες; Καλά τ’ άλλα, μα τα γκαβοπόντικα; - ΙΙοια γκαβοπόντικα; ερώτησα εγώ με απορία. - Αι-χού!... Δεν είσαι ντόπιος, λέω; ερώτησε με θυμόν. - Όχι. - Αμ’ γι’ αυτό. Δεν ξέρεις λοιπόν εσύ τα κακά πώχουμ’ εμείς οι καμπίσοι! Είναι λέει πλούσιος ο κάμπος. Πλούσιος είνε, μα ποιος τα χαίρεται τα πλούτη του; Άκ’ σε και λόγιαξε [= άκουσε και σκέψου]. Πρώτος θεός σ’ εμάς είναι ο αφέντης, δεύτερος ειν’ ο μπας χαβελές [= επιστάτης] ο μπιστεμένος [= έμπιστος] τ’ αφεντός σ’ όλα, ’ς το δώσει και ’ς το πάρη. Έπειτα έρχεται ο σούμπασης [= διαχειριστής] που στέκεται ολοχρονικίς απάν’ απ’ το κεφάλι σου και δεν μπορείς ούτε να βήξης. Βάλε έπειτα τους χαβελέδες [= φόρους] και τα ζα [= ζώα]. Μ’ ακόμα βάλε τα όρνια που κλέφτουν με τη μύτη τους τον σπόρο πριν ακόμη καλοκάτση ’ς τη γη και τ’ ακρίδες που τ’ αφίνουν θερισμένο και αθέριστο [...]. Ανατριχίλα με πιάνει σαν τα θυμάμε. Ήμουνα τσιφτσής ’ς το Τατάρι [= Φαλάνη], ’ς του Οσμάν αγά το χωριό. Άπονος ήταν ο αγάς μα ήταν πλούσιο το χώμα του [...]. Μα έρχεται αφέντη μ’ το 63 [= 1863]. Να τη μια φορά το λιοπύρι, μες του μαγιού τις δροσούλες, στρωσίδι χάμου τα σπαρτά. Να την άλλη τ’ όρνια, σύννεφο ’ς τον ουρανό [...], να έπειτα οι ακρίδες. Τρία χρόνια πέρασαν και είπαμε το ψωμί ψωμάκι [...]. Θέρος [= μεγάλη απώλεια] έπεσε ’ς τ’ ανθρώπους και ’ς τα ζα! Μου θέρισε κ’ εμένα δύο παιδιά. Μα ποιος λογιάζει [= σκέφτεται] τα παιδιά; Τα ζα μας κλαίγαμε που ήταν η μοναχή κυβέρνια μας. Σαν έχεις ζα και παιδιά έχεις, μα σαν χάσεις τα ζα έχασες και τα παιδιά σου. Τι θα τους δώσης να φάνε;
Ωστόσο ήρθε το 66 [= 1866] κι ανασάναμε. Η χρονιά καλή· ο Απρίλης ολόδροσος· τα χωράφια μεστωμένα. Χαρά Θεού! Κάτι ακρίδες φανίστηκαν [= φάνηκαν] ’ς το Νεμπεγλέρ [= Νίκαια]· μα να σου και τ’ αγιοπούλια πλάκωσαν από πίσω. Ξέρεις, για μας τ’ αγιοπούλια είνε καλλίτερα κι απ’ της καλόγρηας το ζωνάρι. Οι ακρίδες χάνονται με μιας κ’ η καλή χρονιά είνε σίγουρη. Μα στην αρχή του Μαγιού κάτι άρχισε να ψιψιλίζεται [= βάζει σε υποψίες]. - Μωρέ, μίλα καλά· γκαβοπόντικα ’ς το Βελεστίνο! Δε γένεται· δε μπορεί να γένει αυτό [...]. - Καλά μα δεν εκάνατε τίποτα γι’ αυτούς τους ποντικούς; Ερώτησα να τον φέρω πάλι εις την κουβέντα. - Να κάνουμε; και τι να κάνουμε; [...]. - Και δεν ξεχωνιάζετε τη γη να τα βρείτε την ημέρα; είπα εγώ. - Ουφ!... έκανε στεναχωρημένος. Μη με σκας, αφέντη μ’, να ζήσεις. Λογιάζεις πως κάθουνται και σε προσμένουν; Ολ’ η γη από κάτου είνε κούφια. Βγαίνει βράδυ ’ς το Γκερλί [= Αρμένιο] και την αυγή διάνκε [= πήγανε] ’ς τον Τούρναβο με όλα τα στάχυα του χωραφιού [...]. Μα σώχουν κάτι δόντια εφέντη μ’ π’ ούτε νεροπρίονο δεν τα φτάνει!... [...] Και λιτανίες κάναμε και τ’ άγια λείψανα φέραμε από το μοναστήρι της Πέτρας· μα τίποτα δεν έγινε [...]. Βέβαια οι μπέηδες στη Λάρ’σα, εμάζεψαν δεκαπέντε χιλιάδες γρόσα και στέλνουν δυο Τούρκους ’ς την Ανατολή μέσα. Δεν ξέρω, ’ς το Μπαγδάτι [= Βαγδάτη], ’ς τη Μέκκα, πού τους έστειλαν δε θυμάμαι. Πάνε που λες, ατοί τους και σε δεκαπέντε ’μέρες γυρίζουν μ’ ένα νερό θαματουργό.
Μωρέ, τι έγεινε σαν έφτασε τα’ άγιο νερό ’ς το Βώλο! Επήγαμε όλος ο ντουνιάς, Τούρκοι και Χριστιανοί. Τι να κάνουμε; Ο πνιμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται. Να σωθούμε ηθελάμε, να μη χαθούμε από την πείνα κ’ εκάναμε μετάνοια του Σατανά!... Το παίρνει που λες ο Κουρά εφέντης [2] το άγιο νερό με τρομάρα, απόκοντα οι μπέηδες κ’ η αρχοντιά πεζοί και πίσω ο χοντρός λαός με κλαύματα και δαρμούς. Φτάνουμε έτσι ’ς το Γκερλί, καθουμάστε λίγο κ’ έπειτα ίσα ’ς τη Λάρ’σα. Το φέραμε εφέντη μ’ και το πιθώσαμε ’ς το Χασάν Μπεή Τζαμί. Ε, θα πιστέψης ένα πράμα; Σε δυο ’μέρες ούτ’ ένα ποντίκι δεν έμεινε σ’όλο τον κάμπο! [...]. ’Σ το τέλος σύναξα πάλι το σπίτι μου, ’μπήκα ’ς τη Λάρ’σα, παράδειρα να, κατάντησα τόρακερατζής [...].
Είμεθα τότε εις την Λάρισα, δίπλα εις το νταλιάνι [= ιχθυοπαγίδα] του ποταμού όπου έχουν φυλάχτρα των ψαριών. Τ’ άλογα άρχισαν να πατούν εις τα καλδερίμια και με τον ξερό κτύπο τους έκοβαν κάπως τη νεκρική σιγή της πόλεως. Ξέμαρκα οπίσω από τις ελιές, έλαμπαν πολλά φώτα και ήρχοντο εις τ’ αυτιά μας τα γέλια και οι φωνές των γυναικών, του σαντουριού και της λατέρνας οι ήχοι και τραγούδια που θάβγαιναν βέβαια από ραγισμένα λαρύγγια. Εις τα Παραπήνεια [= ωδικά καφενεία του Πηνειού] εγλέντουν αδιάκοπα. - Πάρτε διαβόλοι βάγια! Έκραξεν έξαφνα τρανώς ο κερατζής. Κ’ έδωκε μία μούντζα εκείθε, μ’ έκφρασιν αηδίας και μίσους».

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Ο κερατζής», Εστία (Αθήνα), έτος 17, Α’ εξάμηνο (Ιανουάριος-Ιούνιος 1892), τεύχος 19 (1892), σελ. 298-302.
[2] Πλούσιος τσιφλικάς της Λάρισας. Βλ. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Ο τεκές του Κουρά Εφέντη», Ελευθερία (Λάρισα), 3 Μαΐου 2015.

 

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass