Ο τελευταίος, καταγόμενος από το Πλατύστομο Φθιώτιδος, είχε νυμφευθεί κόρη της εύπορης οικογένειας Καραβασίλη από τη Ραψάνη [2].
Ο Νικόλαος Γεωργίου αφού τελείωσε το Γυμνάσιο της Λάρισας, προσλήφθηκε ως συντάκτης στην εφημερίδα «Ελευθερία», ενώ στη συνέχεια μεταπήδησε στο δυναμικό της εφημερίδας «Ημερήσιος Κήρυξ». Το 1939 έγινε επίσημο μέλος της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Θεσσαλίας.
Μία νύχτα του φθινοπώρου του 1940, λίγες μόνον ημέρες μετά από την κήρυξη του πολέμου ο Νικόλαος Γεωργίου κατατάχθηκε στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού. «Ο δημοσιογράφος εγκατέλειψε το ειρηνικόν πεδίον των ευγενών αγώνων, απέθεσε την γραφίδα του, περιεβλήθη με υπερηφάνειαν την στολήν του αξιωματικού και ανέσπασε την σπάθην του διά να ριφθή εις το ευγενέστερον πεδίον της μάχης όπου η Πατρίς τον εκάλει διά να αγωνισθή τον υπέρ των όλων αγώνα.
Εις μίαν γωνίαν του σπητιού του έκειτο ασθενής ο πατέρας του – παλαιός αξιωματικός και αυτός – και επερίμενε το νέο παιδί του για να του δώση την σπαρτιατική ευχή.
Ο νεαρός ανθυπολοχαγός, πλημμυρισμένος από συγκίνησιν, επλησίασε, εστάθη εις προσοχήν, έφερε το χέρι του εις το γίσον του πηλικίου του, εχαιρέτησεν τον αξιωματικόν και έπειτα έκυψεν υπέρ την κλίνην, έσυρε την λιπόσαρκον χείρα του γέροντος πατρός του, την εφίλησε, την εράντισε με τα θερμά του δάκρυα και εψέλισεν: - Πατέρα σ’ αφήνω. Έχε γειά. - Παιδί μου στο καλό και να ξανάρθης νικητής και δοξασμένος» [3].
Ο Νικόλαος Γεωργίου όμως δεν γύρισε ποτέ. Κάπου εκεί, στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, σε μία προέλαση του ελληνικού στρατού, τραυματίστηκε θανάσιμα από θραύσματα όλμου την ώρα που προσπάθησε να προφυλάξει στρατιώτη της διμοιρίας του.
Μεταφέρθηκε στο 1ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο των Ιωαννίνων, όπου λίγο αργότερα υπέκυψε στα τραύματά του. «Και καθώς έλαμπεν ο ήλιος από πάνω μας ενόμιζα πως οι ακτίνες του εσχημάτιζον ένα φωτοστέφανον δόξης γύρω από το ξεσκούφωτο κεφάλι του παλληκαριού που εσκοτώθηκε γιατί δεν ήθελε να σκύψη…» [4].
Το ημερολόγιο έγραφε 5 Ιανουαρίου 1941. «Εκεί ο αδελφός τους Τάκης Γεωργίου (θα αναφερθούμε στη συνέχεια), μερικοί Ηπειρώται συνάδελφοι και η κεκανονισμένη συνοδεία απεχαιρέτησαν τον ηρωικόν Νέον που τον εσκέπαζεν η Γαλανόλευκος».
Ο Κωνσταντίνος Γεωργίου είχε αποκτήσει συνολικά τέσσερα παιδιά. Τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Ο πρώτος γιος του απεβίωσε από ασθένεια σε πολύ νεαρή ηλικία.
Ο άλλος γιος του ήταν ο προαναφερθείς Νικόλαος και ο τρίτος ήταν ο Δημήτριος (Τάκης). Ο τελευταίος γεννήθηκε στη Ραψάνη το 1911. Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του εργάστηκε ως συντάκτης στην εφημερίδα «Ημερήσιος Κήρυξ» της Λάρισας, ενώ αργότερα ανέλαβε αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Ελευθερία».
Μέχρι το 1946 εργάστηκε επίσης στις θεσσαλικές εφημερίδες «Θεσσαλικά Νέα» (της οποίας είναι και ο ιδρυτής) και «Λαρισαϊκός Τύπος». Μετά από τον πόλεμο ασχολήθηκε με τα κοινά και πολιτεύθηκε. Αρχικά με τη Σοσιαλιστική Δημοκρατική Παράταξη του Γεωργίου Παπανδρέου (1946) και στη συνέχεια με την Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου (ΕΠΕΚ). Στις βουλευτικές εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1956 δεν εκλέχθηκε βουλευτής Λαρίσης – Μαγνησίας, αλλά έναν χρόνο (31 Μαΐου 1957) αργότερα κατέλαβε τη θέση του αποβιώσαντα βουλευτή Στέφανου Σαράφη (1890-1957).
Επί δημαρχίας Δημητρίου Χατζηγιάννη εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος Λαρίσης (1954), αλλά παραιτήθηκε το 1956 για να λάβει μέρος στις βουλευτικές εκλογές της χρονιάς εκείνης. Από το 1961 και για δύο συνεχόμενες θητείες (1964, 1965), εκλέχθηκε βουλευτής Λαρίσης με την Ένωση Κέντρου.
Διετέλεσε υφυπουργός Προεδρίας στην κυβέρνηση του Στέφανου Στεφανόπουλου (από 17 Σεπτεμβρίου 1965 έως 22 Δεκεμβρίου 1966). Σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα στις 10 Μαρτίου 1973 [5]. Από τον γάμο του με την Ελευθερία Δ. Γεωργίου είχε αποκτήσει έναν γιο, τον Κωνσταντίνο.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Σύμφωνα με τα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ/ΓΕΣ).
[2]. «Η οικογένεια Καραβασίλη βρίσκεται στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας της Ραψάνης. Ο ιδρυτής του οίκου, Ζήσης Καραβασίλης, γεννημένος το 1847, υπήρξε δήμαρχος της Ραψάνης για 8 χρόνια τη δεκαετία του 1890. Διέθετε επομένως όχι μόνο ακίνητη κληρονομιά, αλλά επίσης ένα σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό κεφάλαιο και έπαιζε τον ρόλο του μεσολαβητή, ανάμεσα στην αγροτική κοινωνία και τον γύρω κόσμο. Η οικογενειακή επιχείρηση πέρασε γρήγορα από τα χέρια του πατέρα σε αυτά των παιδιών. Από τα 4 αγόρια, τα 3 εργάζονταν στο παντοπωλείο». Βλ. Ευγενία Μπουρνόβα, «Κοινωνία και οικονομία μιας κωμόπολης του πρώτου μισού του 20ού αιώνα», Η Ραψάνη, Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας: Νεοελληνική πόλη, Οθωμανικές κληρονομίες και ελληνικό κράτος. Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης του Νέου Ελληνισμού, τ. Β΄, 1985, σ. 53-59. Ειδικώς, σ. 54.
[3]. «Ηρωικοί νεκροί: Νίκος Γεωργίου: Δημοσιογράφος, έφεδρος ανθυπολοχαγός Πεζικού» (Νεκρολογία), Κήρυξ (Λάρισα), φ. 3970 (16 Ιανουαρίου 1941).
[4]. Λουκής Ακρίτας (δημοσιογράφος), «Πολεμικά χειρόγραφα: Πως επολέμησε και έπεσεν ηρωικώς ο συνάδελφος Νίκος Γεωργίου, έφεδρος ανθυπολοχαγός», Κήρυξ (Λάρισα), φ. 3976 (22 Ιανουαρίου 1941).
[5]. Μακεδονία (Θεσσαλονίκη), φ. 18099 (11 Μαρτίου 1973).