Έζησε τα παιδικά της χρόνια στην Αίγυπτο και στην Ιταλία. Εργάστηκε ως τραπεζική και αργότερα ως δημόσιος υπάλληλος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Κατά τη διάρκεια της κατοχής εργάστηκε με τα αδέλφια της με μυστική απελευθερωτική οργάνωση. Μετά από το τέλος του πολέμου εργάστηκε ως ραδιοφωνικός παραγωγός, ενώ παράλληλα διετέλεσε διευθύντρια του Γραφείου Αποδήμου Ελληνισμού. Η Τίνα Ποταμιάνου συμμετείχε με άρθρο της στην επετειακή έκδοση της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών (Θεσσαλικά Χρονικά, Αθήνα 1965). Στην προαναφερθείσα έκδοση (σ. 265-268) φιλοξενήθηκε το ταξιδιωτικό της χρονικό με τίτλο «Εντυπώσεις από τη Θεσσαλία: Λάρισα», αποσπάσματα του οποίου παραθέτουμε στη συνέχεια:
«Συνήθως ο κόσμος περιμένει το τραίνο στους Σιδηροδρομικούς σταθμούς. Δεν είναι έτσι; Αλλά στον Βόλο… μπορείς να περιμένεις να περάση κάτω από το μπαλκόνι σου το τραίνο που θα σε πάη στη Λάρισα. Εν τω μεταξύ μπορείς ακόμα να απολαύσης το δενδροφυτευμένο πάρκο και την παραλία με τους ψαράδες που διορθώνουν τα δίχτυα τους. Και όταν ακουσθή το σφύριγμα του τραίνου, έχεις όλο τον καιρό να κατέβης από το σπίτι και να το περιμένεις στην αντικρινή του στάσι. Γαλήνια επαρχία.
Έτσι και εγώ, αφού αποχαιρέτισα τους καλούς μου φίλους που μ’ εφιλοξένησαν στον Βόλο, επήρα το τραίνο για τη Λάρισα, καθώς περνούσε έξω από το ανθοστολισμένο τους το σπίτι.
Βρέθηκα στο τραίνο μόνη, χωρίς τη συντροφιά μου απ’ την Αθήνα. Αυτοί γύρισαν, γιατί τους καλούσαν οι δουλειές τους. Εγώ τράβηξα για επάνω. Με καλούσε δυνατά ο Θεσσαλικός κάμπος. Είθελα να γνωρίσω τον Θεσσαλικό κάμπο και τους ανθρώπους του. Ίσως οι πρώτες βροχές να με αναγκάσουν να σταματήσω την εξόρμησί μου, και να γυρίσω. Μα για την ώρα ο ήλιος εχρύσωνε τα πάντα, το τραίνο περνούσε από ωραιότατα χωριά και αγροικίες και ο μηχανοδηγός που με παρεδέχθη στο υελόφραχτο βαγόνι της μηχανής, μου επεξηγούσε με τον δικό του τρόπο τα τοπία, καθώς τα προσπερνούσαμε […].
Τώρα ολόγυρά μας απλώνεται μια σιγή μηνύτρα της πρώτης βροχής. Η γη είναι έτοιμη να τη δεχθή. Καλώς νάρθη στον κάμπο που την περιμένει. Θα φέρη μαζί της όλη τη μουσική του φθινοπωρινού τοπίου. Την ψυχή μου χαϊδεύει ένα μυστηριακό τραγούδι καθώς προχωρούμε προς τη Λάρισα, που τώρα φάνηκε στο βάθος του ορίζοντα. Φθάσαμε τέλος στην αριστοκρατική πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσσαλίας.
«Εις Πηνειού σεμνάν χώραν» που ύπνησεν ο Ευριπίδης. Δεν ξεύρω τι λένε οι άλλοι για την κατασκευή των σπιτιών της και για τις λάσπες των δρόμων της. Εγώ ένοιωθα πως κάτω από το βουνό των Θεών, τον Όλυμπο, που υψώνεται επιβλητικά μεσ’ στο γαλάζιο άπειρο, η Λάρισα θα πρέπει να έχη κάτι από την ομορφιά και από τη δύναμί του. Νομίζω πως δεν γελάστηκα. Τη δύναμί της , η Λάρισα την έχει από τον Στρατό. Είναι έδρα μιας Στρατιάς. Η Λάρισα έχει ισχύ και δύναμι. Την ομορφιά της την έχει από τον Πηνειό που την διασχίζει και από τον πράσινό της πνεύμονα. Το Αλκαζάρ. Επήγα στο Αλκαζάρ μ’ ένα μόνιππο. Το αλογάκι κτυπώντας στην άσφαλτο τα ποδαράκια του, τροκ-τροκ, με πέρασε από την μεγαλειώδη γέφυρα του Πηνειού και μ’ έφερε στο Άλσος του Αλκαζάρ. Τι άνθησι Θεέ μου! Αυτός ο κήπος με τα παρτέρια, με τα χρυσάνθεμα και με τις ντάλιες, εκείνοι δρόμοι με τα φλογισμένα πυράκανθα, τα πεύκα και τα κυπαρίσσια, τις τριανταφυλλιές και τα γαρύφαλα, έμοιαζαν να ήταν ένας κήπος Βασιλικός. Είτανε μια χαρά των ματιών και της ψυχής. Το αμαξάκι με έφερε πιο πέρα ακολουθώντας την όχθη του Πηνειού. Μια σωστή ζωγραφιά είτανε αυτό το τοπίο με τα δένδρα που αντανακλούσανε τη σιλουέττα τους στα νερά του ποταμού. Ο Όλυμπος από εδώ φαινότανε σ’ όλη του την μεγαλοπρέπεια. Σαν μυθολογικός Τιτάνας υψώνεται πάνω από την Λαρισαϊκή πεδιάδα […]. Αυτό το ασύγκριτο βουνό, μου θυμίζει κλεφτουριά, λημέρια, φλάμπουρα και δροσερές πηγές, μέσα στις δασωμένες τις πλαγιές. Ίσως γι’ αυτό η Λάρισα κάτω από τα σκιά του Ολύμπου, μου φάνηκε πανέμορφη. Ίσως την καλαισθησία της να τη οφείλη εκ των υστέρων στον καταστρεπτικό σεισμό της 1ης Μαρτίου 1940 [1], ο οποίος κατεκρήμνισε τα περισσότερα παλιά σπίτια, τα οποία οι Λαρισινοί ξανάκτισαν με σύγχρονη αρχιτεκτονική. Έτσι, η πόλις έχει ανοικοδομηθή και έχει πάρει κάτι από τον πρωτευουσιάνικο αέρα. Είναι μια μοντέρνα πόλις γεμάτη ζωτικότητα. Δεν επήγα στις πολύ μακρινές συνοικίες. Αλλά η κεντρική πόλις με τις δενδροφυτευμένες της πλατείες, με τους φαρδείς της δρόμους και τα καινούργια της οικοδομήματα παρουσιάζει μια πολιτισμένη όψι. Νομίζει κανείς πως βρίσκεται σε κηπούπολη. Το κτίριο της Στρατιωτικής Λέσχης είναι θαυμάσιο. Επίσης είναι πολύ καλά και τα κτίρια που στεγάζονται οι Τράπεζες και τα Δημόσια Καταστήματα (Νομαρχία, Δημαρχία, Εφετείο κλπ). Τριγύρισα στους δρόμους της Λαρίσης μόνη για να πάρω ανεπηρέαστα μίαν εντύπωσιν. Αυτό που επρόσεξα ήταν η μεγάλη εμπορική κίνησις. Η Λάρισα έχει κερδίσει το βραβείο της ζωτικότητος. Ίσως η ανάπτυξί της με γοργό ρυθμό να εξηγείται από το ότι βρίσκεται στο κέντρο μιας πλουσίας παραγωγικής περιφερείας: της Θεσσαλικής πεδιάδος, όπου τα στάρι είναι το χρυσάφι της. Έτσι ο χωρικός έρχεται στην πρωτεύουσα με το πουγγί γεμάτο λεπτά από το στάρι που έδωσε στην συγκέντρωσι του Συνεταιρισμού του, και ψωνίζει ρούχα και εργαλεία και τρόφιμα. Εμπήκα, βγήκα και εγώ στα μαγαζιά, σε βιβλιοπωλεία, σε εμπορικά και σε ζαχαροπλαστεία. Ρώτησα, σαν τι ενθύμιο να πάρω από τη Λάρισα. Μου είπαν: «Να πάρετε μία κρέμα του προσώπου από το Φαρμακείο Αστεριάδη [2] και Σαπουνέ χαλβά από το πολυτελέστατο Ζαχαροπλαστείο της Κεντρικής Πλατείας». Έψαξα και τα βρήκα. Βλέπετε είναι και οι αγαπημένες φίλες στην Αθήνα…».
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Πιθανότατα είναι τυπογραφικό λάθος. Ο μεγάλος σεισμός που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της Λάρισας έγινε την 1η Μαρτίου 1941.
[2]. Η «Κρέμα Αστεριάδου» (κρέμα περιποίησης βασισμένη σε παραδοσιακή γαλλική συνταγή καλλυντικών) ήταν σπεσιαλιτέ του Λαρισαίου φαρμακοποιού Αγαμέμνονα Αστεριάδη (1895-1953). Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όταν ο φαρμακοποιός Νικόλαος Δ. Βλαχοστέργιος ανέλαβε τη διεύθυνση (1959) και αργότερα την κυριότητα του φαρμακείου (1962) από τους κληρονόμους του Αστεριάδη, η παραγωγή της κρέμας συνεχίστηκε με αμείωτους ρυθμούς, ενώ η παραγωγή και διάθεσή της συνεχίζεται μέχρι σήμερα από τον φαρμακοποιό Ιωάννη Ν. Βλαχοστέργιο.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου