Ο τελευταίος είχε διορισθεί το 1884 στο Γυμνάσιο των Τρικάλων και κατά τη διέλευσή του από τη Λάρισα κατέγραψε τις εντυπώσεις του από την πόλη. Όπως ήδη έχει αναφερθεί στο προηγούμενο φύλλο της Κυριακάτικης «Ελευθερίας» (15 Μαρτίου 2020), το κείμενο γράφτηκε στα Τρίκαλα στις 20 Σεπτεμβρίου 1884, λίγες δηλαδή ημέρες μετά από την άφιξή του στην πόλη. Δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 1885 στο φιλολογικό περιοδικό «Κυψέλη» που εξέδιδε στη Ζάκυνθο ο διδάκτορας της φιλολογίας Όθων Ρέντζος, ο οποίος μετά από την διακοπή έκδοσης του περιοδικού του (1887), αιτήθηκε τον διορισμό του ως καθηγητή των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο της Λάρισας [1]. Σε αγκύλες παραθέτουμε επεξηγηματικά σχόλια του ταξιδιωτικού κειμένου.
[Σιδηροδρομικό ταξίδι από τον Βόλο στη Λάρισα]: «Προσεγγίζοντες δε εις τι χωρίον, τότε μόνον εβλέπομεν καλλιεργημένους τινάς τόπους οίτινες εν συνόλω λαμβανόμενοι, αποτελούσι μικρά ρανίδα [= σταγόνα], εν μέσω Ωκεανού ριπτομένη. Διελθόντες δε διά δύο έτι μεγάλων σταθμών του Γκερλί [= σημ. Αρμένιο] και Τσουλάρ [= σημ. Μελία], και διά 35 περίπου μικρών φυλακείων, είδομεν μακρόθεν τους μιναρέδες της Λαρίσσης, και μετ’ ολίγον έστημεν παρά τον αυτόθι σταθμόν, εν γένει όμοιον προς τον εν Βόλω.
Ο κατά πρώτην φοράν εισερχόμενος εις Λάρισσαν, κατεχόμενος υπό της ιδέας ότι επισκέπτεται την πρωτεύουσαν μιας των ευφορωτάτων επαρχιών, ελπίζει ότι εισερχόμενος εντός της πόλεως θα ίδη οδούς, οικοδομάς, ναούς, δημόσια καταστήματα, και παν ό,τι συντελεί εις τον ωραϊσμόν μιας πρωτευούσης. Πλην η ελπίς αύτη αφίπταται ευθύς ως ο ξένος εισέλθη εις την πεντάπυλον της Θεσσαλίας πρωτεύουσαν. Άπειροι στενωποί ακανονίστως χαραχθείσαι αποτελούσι λαβύρινθον, εξ ού δύσκολος πάνυ καθίσταται η έξοδος. Αντί οικιών βλέπει τις επιμηκεστάτην σειράν πλινθίνων τοίχων ενός μέτρου και ημίσεως περίπου το ύψος. Εις μάτην ζητεί τις να ίδη οικίαν. Αι οικίαι, ως επί το πολύ ισόγειοι ευρίσκονται περιπεφραγμέναι δίκην μοναστηρίων, συγκοινωνούσι δ’ άπασαι διά θυρών εντός των αυλών ευρισκομένων, ώστε αι γυναίκες των πιστών οπαδών του Ισλάμ ηδύναντο να επισκέπτωνται οιανδήποτε φίλην της αυτής συνοικίας, χωρίς να υποπέσωσιν εις τα βλέμματα του ξένου, του γείτονος, του διαβάτου.
Οι δε Χριστιανοί αφ’ ετέρου (ραγιάδες) κατέφευγον εις το αυτό μέτρον, όπως ώσι πεφυλαγμένοι από τας αγρίας προσβολάς των Τουρκοπαίδων, άτινα λίαν βαναύσως επετίθεντο κατ’ αυτών. Ιδίοις ωσίν [= με τα αυτιά μου] ήκουσα γέροντα να μοι λέγη μετά δακρύων: «Εγεννήθην και εγήρασα εις Λάρισσαν. Μέχρι δε της υπό του στρατού καταλήψεως της πόλεώς μας, δεν ετολμώμεν ούτε καν να απερνώμεν από τουρκικάς συνοικίας, τας οποίας ως χθες ηγνόουν!!».
Οι εν Λαρίσση Τούρκοι από ημέρας εις ημέραν αραιούνται. Και είναι μεν αληθές ότι η απομάκρυνσίς των υπό μερικήν έποψιν βλάπτει, άτε σμικρυνομένου του αριθμού των κατοίκων, αφ’ ετέρου δε η φυγή των μη ανεχομένων την ισότητα Τούρκων αποβήσεται πρόξενος μεγάλης ωφελείας, ως αιρομένου παντός κωλύματος της περαιτέρω προόδου και αναπτύξεως. Ο Τούρκος εγεννήθη έχων έμφυτον την ιδέαν της οπισθοχωρήσεως. Όπου και αν εισέλθη, εκεί ενσπείρει τον απολιτισμόν, επιφέρει την οπισθοχώρησιν, ανακαθίστητι την δουλείαν. Δι’ ο και ο εισερχόμενος εις τουρκικάς πόλεις οικτείρει τους εν αυτοίς οικούντας, τους επιθυμούντας μεν την πρόοδον και ανάπτυξιν, μη τολμώντας όμως ούτε φωνήν να υψώσωσιν ως εκ του φόβου όν ενέσπειρε πανταχού των υποδουλωθέντων μερών ο άγριος κατακτητής.
Εν Λαρίσση ευρισκόμενός τις, νομίζει ότι ευρίσκεται εις τινά μεσαιωνικήν πόλιν κατοικουμένην υπό πολλών δούλων ους εξουσιάζουσι μερικοί άρχοντες, μηδεμίαν πρόνοιαν λαμβάνοντες περί των υποτεταγμένων αυτοίς. Ουδέν είδον αξιοθαύμαστον εν Λαρίσση, ή [= εκτός από] τα παρά την γέφυραν του Πηνειού μέρη, ένθα ορά τις πολλά δένδρα (σπάνιον διά την Λάρισσαν) και καφφενεία πολλού λόγου άξια. Υπό τα δένδρα ταύτα, και η συνήθης διά τον περίπατον πλατεία εν ή ρις της εβδομάδος παιανίζει η μουσική του στρατού.
Από της καταλήψεως και εντεύθεν ήρξατο βελτίωσίς τις των κακώς κειμένων. Συν τω χρόνω η Λάρισσα αποβήσεται εν των κέντρων της Ανατολής απάσης κατά τε τον πληθυσμόν και το εμπόριον. Τα μάλα δε εις ταύτα θέλει συντελέσει ο σιδηρόδρομος δι’ ού η συγκοινωνία επολλαπλασιάσθη, και χιλιάδες επιβατών καθ’ εβδομάδα μεταβαίνουσιν εν αυτή χάριν υποθέσεων. Ευτύχημα διά την Λάρισσαν ήτο η κατά το παρελθόν έτος [1883] επισυμβάσα πλημμύρα. Διότι ολόκληρος η καταστραφείσα περιοχή επληρώθη υπό καλλιτεχνικωτάτων οικοδομημάτων, τούθ’ όπερ καταδείκνυσιν ότι ο προς την καλαισθησίαν έμφυτος οργασμός των Ελλήνων απεπνίγετο κατά τους απαισίους χρόνους του δεσποτισμού και του τρόμου. Περί το λυκαυγές της επομένης (8 Σεπτεμβρίου 1884), εξεκινήσαμεν εφ’ αμάξης διά Τρίκκαλα».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[ ]. Γεώργιος Σ. Γέγλες, «Έν βλέμμα επί της Θεσσαλίας», Κυψέλη (Ζάκυνθος) [Όθων Ρέντζος], έτος Β΄, φ. 20 (Αύγουστος 1885), σ. 289-393. Ο ίδιος δημοσίευσε λίγο αργότερα και τις εντυπώσεις του από την περιήγησή του στα Μετέωρα. Βλ. «Τα Μετέωρα», Κυψέλη (Ζάκυνθος), έτος Β΄, φ. 22 (Οκτώβριος 1885), σ. 429-431 (Γράφθηκε στα Τρίκαλα τον Δεκέμβριο του 1884).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου