Στο πρώτο μέρος («Ελευθερία», 23 Φεβρουαρίου 2020), αναφερθήκαμε στη συμμετοχή του στο αρχικό εταιρικό σχήμα, από το οποίο προέκυψε το 1893 η Ομόρρυθμη Εμπορική Εταιρεία «Δημητριάδης, Σκαλιώρας, Παππάς», η οποία ανήγειρε τον μεγαλύτερο ατμόμυλο της Θεσσαλίας (σημερινός Μύλος του Παππά). Αναφερθήκαμε επίσης και στη διαμάχη που είχε με τον μουφτή της Λάρισας Μεχμέτ Ισμαήλ εφένδη, για ζητήματα που αφορούσαν στη Μουσουλμανική Κοινότητα της πόλης.
Ήδη από το 1872, στην πλήρη κυριότητα του Δερβίς βέη Χαλήλ, ανήκε ένα μεγάλο χάνι (πανδοχείο) που βρισκόταν στη θέση Τσούγκαρη (ή Ψαροπάζαρο) της συνοικίας του Τρανού Μαχαλά (Αγίου Αχιλλίου). Διέθετε δωμάτια για τους ταξιδιώτες, αποθήκες, στάβλους, πεταλωτήριο, βοηθητικούς χώρους και εργαστήριο επισκευής αμαξών. Ήταν η φυσική συνέχεια του βακουφικού χανίου «Μπας (ή Μπουζ) Χανέ», το οποίο συναντάται από το 1484 στο αφιερωτήριο του Ομέρ βέη [1]. Παραπλεύρως βρισκόταν το χάνι του Ρετζέπ πασά, το οποίο αργότερα πέρασε στην κυριότητα της Λουτφιγέ Γιουσούφ Χανούμ, συζύγου του τελευταίου. Μετά από την απελευθέρωση της Λάρισας (1881), το χάνι εκμισθώθηκε διαδοχικά από τον Δερβίς βέη Χαλήλ στον πανδοχέα Αναγνώστη Δημητρίου (1881), στο Υπουργείο των Στρατιωτικών (1881-1882) [2], στον γεωργό Παύλο Παλιούρα από τον Παλαμά Καρδίτσας (1882-1884), στον παντοπώλη Απόστολο Ευσταθίου (1884-1886), στον πανδοχέα Νικόλαο Ιωάννη Λέκκα (1886-1887), στον πανδοχέα Κωνσταντίνο Αλεξιάδη (1887), στον πανδοχέα Αντώνιο Δήμου και στον πεταλωτή Αλή Ουστά Αμπτή (1887-1888). Τελευταίος ενοικιαστής αναφέρεται ο πανδοχέας Αναστάσιος Μουκίδης (1889-1891) [3]. Στις αρχές του 1892 το χάνι κατεδαφίστηκε λόγω της εφαρμογής του σχεδίου πόλεως.
Ο Δερβίς βέης Χαλήλ, ήταν ιδιοκτήτης και διαφόρων άλλων καταστημάτων (εργαστηρίων) στη συνοικία Ξυλοπάζαρο (οδός Μακεδονίας). Ως ενοικιαστές αναφέρονται κατά καιρούς: ο αμαξοποιός Βασίλειος Δήμου, ο σιδηρουργός Γεώργιος Βαρείου, ο πεταλωτής Παναγιώτης Γεροστάθης, ο έμπορος Δημήτριος Αλεξάνδρου Σαπουνάς, ο υποδηματοποιός Δημήτριος Βήτσας, οι παντοπώλες Αχιλλεύς Κυριακού και Βασίλειος Χαλάτσης, ο μάγειρας Πούλιος Χρήστου, ο φαρμακοποιός Ανδρέας Κοντογιώργος, ο οινοπώλης Παναγιώτης Ι. Κατέχος και ο καφεπώλης Νικόλαος Βαζακίδης [4]. Διέθετε επίσης μία μεγάλη παραποτάμια έκταση στον τότε οικισμό Κιόσκι (μεταξύ Λάρισας και Γιάννουλης), εντός της οποίας υπήρχαν ένα μεγάλο κονάκι, ένα χάνι και δύο υδρόμυλοι (ο ένας εξ αυτών ήταν γνωστός με την ονομασία «Μύλος του Κιοσκιού») [5].
Τα πρώτα χρόνια μετά από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, το επάγγελμα του αρτοποιού γνώρισε μεγάλη άνθιση. Τα ενοίκια των φούρνων (κλιβάνων) στη Λάρισα ήταν ιδιαίτερα υψηλά σε σχέση με τα καταστήματα άλλων επαγγελματικών τάξεων. Μεταξύ του 1883 και 1885 ο Δερβίς βέης Χαλήλ κατέβαλε «μυθικά» για την εποχή ποσά αποκτώντας την πλήρη κυριότητα σε 12 φούρνους στη Λάρισα. Έναν στην τοποθεσία Καμπήλ αγά τσαρσί (οδός Γεφύρας), πέντε στη συνοικία Ξυλοπάζαρο, έναν στη συνοικία Σαράτσικα, έναν στη συνοικία Τοπχανέ, τρεις στην τοποθεσία Τρανό Παζάρι και έναν στη συνοικία Σιάουλο (Καραγάτς, Πέντε δρόμοι). Όλοι οι φούρνοι, εκτός του τελευταίου, ανήκαν μέχρι τότε στην κυριότητα οκτώ ιδιοκτητών, έκαστος εκ των οποίων κατείχε ποσοστό 12,5% εξ αδιαιρέτου. Μεταξύ των ιδιοκτητών αναφέρονται ο νομάρχης Τραπεζούντας Χασήμ εφένδης Αρίφ και η Αϊσέ Γιακούπ βέη, κάτοικος Κωνσταντινούπολης. Τα ονόματα των άλλων έξι ιδιοκτητών παραμένουν άγνωστα. Η μεταβίβαση των ποσοστών ενός εκάστου προς τον Δερβίς βέη Χαλήλ πραγματοποιήθηκε μέσω πληρεξουσίων δικηγόρων σε δύο φάσεις. Η πρώτη στις 14 Ιουνίου 1883 [6] και η δεύτερη στις 28 Φεβρουαρίου 1885 [7].
Δύο από τους προαναφερθέντες φούρνους στη συνοικία Ξυλοπάζαρο κατεδαφίστηκαν λόγω εφαρμογής του σχεδίου πόλεως και αναγέρθηκαν νέοι λιθόκτιστοι, οι οποίοι αποπερατώθηκαν την 1η Οκτωβρίου 1886. Στις 18 Φεβρουαρίου 1887 ο Δερβίς βέης Χαλήλ, μεταβίβασε το 12,5% των κλιβάνων στους υιούς του Ατήφ βέη Δερβίς και Νεζήμ βέη Δερβίς καθώς και στην σύζυγό του Ρουμπιγιέ Χανούμ, θυγατέρα του Ιμπραήμ αγά [8].
Για την ιστορία αναφέρουμε τα ονόματα των ενοικιαστών των προαναφερθέντων φούρνων από το 1883 μέχρι το τέλος του 1900: Μάρκος Ιωάννου (κουλουροποιός), Αθανάσιος Σαρμαντάς (αλευροπώλης), Αναστάσιος Πολυχρόνου (αρτοποιός), Παντελής Πολυχρόνου (αρτοποιός), Νικόλαος Παπαχρόνης (αρτοποιός), Αναστάσιος Γεωργίου (αρτοποιός), Αργύριος Παπασπύρου (αρτοποιός, κάτοικος Πρεμετής Ηπείρου), Γεώργιος Ιγνατίου Καραμάνος (αρτοποιός) και Κωνσταντίνος Χριστοδούλου (αρτοποιός).
Ο Δερβίς βέης Χαλήλ διέμενε σε μία πολυτελή έπαυλη 1.200 τετραγωνικών μέτρων στη συνοικία Ομέρ βέη της Λάρισας την οποία αγόρασε στις 24 Απριλίου 1887 από τον Χρήστο Δημητριάδη [9]. Η έπαυλη ανήκε κατά 50% στην κυριότητά του, και κατά 50% εξ αδιαιρέτου στην κυριότητα του Αθανασίου Χ. Γεωργιάδη, του ανήλικου υιού του αποβιώσαντα πρώτου αιρετού δημάρχου της Λάρισας Χρήστου Γεωργιάδη. Διέθετε επίσης δύο αντικριστές επαύλεις στη συνοικία Παράσχου (Αγίου Νικολάου) τις οποίες μεταβίβασε το 1886 στους αδελφούς Δημήτριο και Αθανάσιο Μποσινιώτη (ή Μπουσινιώτη).
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. «Ο Δερβίς βέης, Χαλήλ βέη είναι κύριος και κάτοχος ενός πανδοχείου, κείμενου εντός της πόλεως Λαρίσσης κατά την θέσιν Τζούγκαρι και καλουμένου ανέκαθεν Μπας-Χανέ». Βλ. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), υμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, αρ. 2221 (6 Οκτωβρίου 1883).
[2]. Για να χρησιμεύσει ως στρατώνας και στάβλος του 2ου Πυροβολικού Τάγματος.
[3]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αναστασίου Φίλιου, αρ. 2759 (1 Ιουλίου 1883). Επίσης βλ. Αρχείο Ιωαννίδη, αρ. 2221 (6 Οκτωβρίου 1883), αρ. 5247 (6 Μαΐου 1886), αρ. 6194 (18 Ιανουαρίου 1887), αρ. 6305 (6 Μαρτίου 1887) και αρ. 8651 (31 Μαΐου 1889).
[4]. Αρχείο Ιωαννίδη, αρ. 2316 (31 Οκτωβρίου 1883), αρ. 2317 (31 Οκτωβρίου 1883), αρ. 3097 (14 Μαΐου 1884), αρ. 3121 (18 Μαΐου 1884), αρ. 5413 (15 Ιουλίου 1886), αρ. 5564 (28 Αυγούστου 1886), αρ. 6146 (10 Ιανουαρίου 1887), αρ. 6526 (6 Ιουνίου 1887), αρ. 6534 (8 Ιουνίου 1887), αρ. 8262 (24 Οκτωβρίου 1888), αρ. 8993 (4 Σεπτεμβρίου 1889).
[5]. Αρχείο Ιωαννίδη, αρ. 2228 (7 Οκτωβρίου 1883).
[6]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, αρ. 1435 (14 Ιουνίου 1883).
[7]. Αρχείο Ροδόπουλου, αρ. 3448 (28 Φεβρουαρίου 1885).
[8]. Αρχείο Ιωαννίδη, αρ. 6265 (18 Φεβρουαρίου 1887).
[9]. Η έπαυλη ανήκε προηγουμένως στην ιδιοκτησία του Οθωμανού κτηματία Μεχμέτ βέη και εκτέθηκε σε πλειστηριασμό (15 Φεβρουαρίου 1887) με επίσπευση του κτηματία Κωνσταντίνου Ζάππα (κατοίκου Ρουμανίας). Αγοράσθηκε στις 15 Μαρτίου 1887 από τον Χρήστο Δημητριάδη. Βλ. Αρχείο Ιωαννίδη, αρ. 6259 (15 Φεβρουαρίου 1887) και αρ. 6336 (15 Μαρτίου 1887).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου