Το ημερολόγιο με τίτλο «Σημειώσεις από τη ζωή μου», γράφτηκε από τον Δεκέμβριο του 1916 μέχρι το 1921, ενώ αργότερα προστέθηκαν μερικά κείμενα που αφορούσαν τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο Τάκης Κανδηλώρος, κατά τη διάρκεια του βίου του, δημοσίευσε 13 βιβλία και εκατοντάδες ποιήματα, χρονογραφήματα και ταξιδιωτικά χρονικά σε όλες σχεδόν τις εφημερίδες και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής. Μεταξύ των ταξιδιών που πραγματοποίησε στις αρχές του 20ού αιώνα, ξεχωρίζει εκείνο της Θεσσαλίας (Ιούνιος 1907) [2], αποσπάσματα από το οποίο συμπεριέλαβε στο χειρόγραφο ημερολόγιό του.
«Τον Ιούνιο του 1907 επιχείρησα ωραία εκδρομήν εις Χαλκίδα και Θεσσαλία. Επεσκέφθην τον Βόλον και παν χωρίον του Πηλίου, Μακρυνίτσα, Πορταριά, Λεχώνια, Μηλιές. Εντυπώσεις εκ της εκδρομής εδημοσίευσα εν τοις «Αναλέκτοις». Από της Αγυιάς […] φθάνει τις έφιππος διά Κεραμιδίου εις Ζαγοράν […]. Το ανατολικόν Πήλιον είνε κυριολεκτικώς γη της επαγγελίας πλήρης βλαστήσεως, αρδευομένη εξ’ αφθόνων υδάτων απανταχόθεν καταρρεόντων και αναβλυζόντων […]. Από της Ζαγοράς προχωρά τις επίσης έφιππος προς την δυτικήν πλευράν του Πηλίου και συναντά εις τας Μηλέας τον στενόν σιδηρόδρομον Βόλου – Μηλεών […]. Η άποψις όμως της Στερεάς και της Θεσσαλίας από των υψηλών οικισμών της Πορταριάς και της Μακρυνίτσης δεν είνε τοσούτον θελκτική […]. Όλη η από Βόλου μέχρι Αλμυρού παραλία είνε γυμνή και αργιλώδης […]. Η Μακρυνίτσα καταπλήσσει διά το μετέωρον των οικιών επί του αποτομωτάτου πρανούς. Η ανάβασις και η κατάβασις γίνεται δι’ ημιόνων […]. Αλλ’ ο επισκέπτης υφίσταται και άλλας εκπλήξεις επί του Πηλίου και ιδία διά την παρά των κυριών χρήσιν εν ταις κώμαις και εν μηνί μάλιστα Ιουλίω καπέλλων αξίας 200 δραχμών […]. Η πολυτέλεια η κρατούσα εν Βόλω είναι απερίγραπτος. Πας πλουτίζων εν Αιγύπτω ή και αλλαχού, εννοεί νυμφευόμενος να στολίση την σύζυγόν του διά κοσμημάτων αξίας μέχρι 15-25 χιλ. δραχ. Φαντασθήτε φόρεμα, εις ό μία δαντέλλα μόνον χειρόπλεκτος κοστίζει 2 χιλιάδας δρχ. φερόμενον εις την προκυμαίαν του Βόλου! Έκαστος έμπορος Πηλειορίτης έχει κατά κανόνα τρεις κατοικίας, μίαν εν τω τόπω της εργασίας του, ετέραν εν Βόλω και ετέραν εις την κώμην εν ή εγεννήθη. Ούτω δε εξηγείται η εκπληκτική αύξησις των οικιών του ωραίου Βόλου […].
Η διάσχισις του Θεσσαλικού πεδίου υπό του σιδηροδρόμου αφήνει εντυπώσεις μονοτόνους, ενιαχού δε και θλιβεράς. Η ύπαρξις εις την ανατολικήν αυτού πλευράν ενός γιγαντιαίου τέλματος της Κάρλας, το απελπιστικώς άδενδρον του πεδίου εις σημείον ώστε δύναταί τις να μετρήση εις τα δάκτυλα των δύο χειρών τα δένδρα πολυώρων αποστάσεων, αι βρώμαι των πλινθοκτίστων οικίσκων, και η πληροφορία ότι οι Θεσσαλικοί πληθυσμοί είνε υπό την οικτροτέραν σημασίαν δουλοπάροικοι, τελείως ακτήμονες και εστερημένοι, εμποιεί πλήρη απογοήτευσιν εις τον επισκέπτην μετά πάροδον τριάκοντα ετών από της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας. Αλλ’ ό,τι κυρίως συγκινεί τον επισκέπτην είνε η μεγάλη τραγωδία του 1897. Το αίσχος της ήττης καθιστά η προσέγγισις των συνόρων αισθητότερον […].
Ο Τύρναβος κείτεται εγγύτατα των συνόρων. Εκείθεν επεσκέφθην τον ημέτερον σταθμόν του Μπουγαζίου, ένθα μας εδεξιώθησαν φιλοφρονέστατα είς ξανθός Τούρκος αξιωματικός και είς μελαχροινότατος Αλβανός τελώνης, αμφότεροι ωραίοι και νεαροί. Τον Αλβανόν τελώνην εύρον πολύ φιλέλληνα και ελληνομαθέστατον τρόφιμον των σχολείων των Ιωαννίνων. Επί δύο ώρας ωμιλήσαμεν περί παντίων πραγμάτων και ιδία περί των Ελληνικών ανταρτικών σωμάτων. Αμφότεροι διέκειντο ευμενέστατα προς τον Ελληνισμόν της Μακεδονίας και πλείστα μοι διηγήθησαν επεισόδια Βουλγαρικής θηριωδίας.
Μετ’ εκπλήξεως ανακάλυψα ψήγματα Διονυσιακών πομπών εν Τυρνάβω κατά την καθαράν Δευτέραν […]. Μετά την μέθην των Απόκρεω οι νέοι βράζουν εν τη πλατεία εις λέβητα νηστήσιμον φαγητόν, λεγόμενον «μπουρανί» κυρίως δε πράσα με ρύζι, υποχρεούσι δε πάντα διαβάτην να γυρίση με την κουτάλαν το έδεσμα, ενώ συγχρόνως σφενδονίζουσιν κατ’ αυτού εμμέτρους ή πεζώς μίαν αισχρολογίαν […]. Κατόπιν εκκινεί η πομπή, ής ηγείται είς μουτζουρωμένος και με εκφραστικωτάτην γυμνότητα. Καθήμενος ανάποδα επί όνου, ού κρατεί την ουράν, υποκρίνεται τον Βάκχον και εκδίδει καταδικαστικάς αποφάσεις ασέμνως σφραγίζων αυτάς. Εν τοιαύτη δε καταστάσει τον περιάγει η κωμάζουσα νεολαία ανά τας οδούς του Τυρνάβου και σφενδονίζει κατά των εις τα βάθη των οικιών των κεκρυμμένων γυναικών τα αίσχιστα […].
Εκ Λαρίσσης μετέβην διά νυκτός εφ’ αμάξης με ωραίον φεγγάρι εις Τρίκαλα, διαβάς τον Πηνειόν επί λέμβου, διατρέχων τα παλαιά σύνορα κατά μήκος. Εις το Τσιότι [= Φαρκαδόνα] εβλέπομεν την νύκτα και τα ορόσημα παρά τον δρόμον. Ολίγον πρότερον είχε γίνει η τρομερά πλημμύρα του Ληθαίου [3] και εις τα καφενεία των Τρικάλων εφαίνετο εις ύψος δύο μέτρων η γραμμή της ανυψώσεως των υδάτων. Ολόκληραι συνοικίαι δεξιά του ποταμού είχον τελείως εξαφανισθεί […]. Εύρον πάντα τα υπόγεια των Τρικάλων γεμάτα ακόμα πηλόν. Η απόγνωσις κατείχε πάντων τα πρόσωπα. Εις πλείστα μέρη διένεμον άρτους […].
Εκ Τρικάλων επεσκέφθην τους καταπληκτικούς βράχους των Μετεώρων και έκαμα διάλεξιν γεωλογικήν εις τους μοναχούς. Ανήλθον διά του δικτύου εις δύο των μονών […]. Η ανέλκυσις με το βρυζόνι [= χειροκίνητος ανελκυστήρας με δίχτυ ή καλάθι] παρέχει συγκινήσεις απεριγράπτους […]. Επί της κορυφής ιστάμενος ο θεατής δεν δύναται να μην στενάξη, συναισθανόμενος ότι δύο βήματα απωτέρω εκτείνονται προς Δ. η δούλη Ήπειρος, προς Β. η πολυπαθής Μακεδονία μας. Όλοι ομιλούν με λεπτομερείας διά τα ελληνικά σώματα και τους ηρωικώς πεσόντας εις τα αιμόβρεκτα Μακεδονικά εδάφη […]. Η θέα της θεσσαλικής πεδιάδος είνε πλήρης εκ του ύψους εκείνων των βράχων, την επομένη δε την διέτρεξα ολόκληρον επιστρέψας εις Βόλον και εκείθεν εις Αθήνας πάλιν».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Τάκης Χ. Κανδηλώρος, Σημειώσεις από την ζωήν μου [επιμ. Χάρης Κανδηλώρος] (Βιβλιοθήκη Κανδηλώρου ιδρυθείσα τω 1921. Τόμος τέταρτος). Εν Αθήναις, 2019.
[2]. Τάκης Χ. Κανδηλώρος, «Από του Πηλίου μέχρι Μετεώρων», Ανάλεκτα. Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου Δ. Γ. Ευστρατιάδου, 1907, σ. 137-143.
[3]. Ο ποταμός Ληθαίος πλημμύρισε στις 4 Ιουνίου 1907 με αποτέλεσμα τον τραγικό θάνατο 100 περίπου ανθρώπων και την ολοκληρωτική καταστροφή χιλίων κατοικιών.
* Εκφράζονται θερμές ευχαριστίες στον κύριο Χάρη Κανδηλώρο για την ευγενική παραχώρηση φωτογραφικού υλικού.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου