Ο Sam Levy ήταν γιος του Saadi Levy (1820-1903), ιδρυτή και εκδότη των εφημερίδων «La Época» (1875) και «Journal de Salonique» (1895). Συνεχίζουμε την παράθεση αποσπασμάτων από τις ανταποκρίσεις του:
«Η Λάρισα μου δημιούργησε μία εντύπωση λιγότερο άσχημη απ’ ό,τι ο Τύρναβος. Επειδή ήμουν ο πρώτος από τους πολεμικούς ανταποκριτές που περπάτησαν στους δρόμους του Τυρνάβου, διαπίστωσα ότι η τελευταία, ήταν μία πόλη έρημη, θλιβερή και εγκαταλειμμένη. Η θλίψη που με κυρίευσε αντικρίζοντας αυτήν την εικόνα ήταν οδυνηρή και συγκινήθηκα αφάνταστα. Εδώ στη Λάρισα, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι έφθασα σχετικά καθυστερημένα. Η πόλη είχε ήδη στρατιωτικοποιηθεί και οι μετακινήσεις των στρατευμάτων είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Εξάλλου και οι περισσότεροι από τους κατοίκους δεν είχαν αναχωρήσει από την πόλη. Μπορεί ωστόσο να έφυγαν αρκετοί από τους Χριστιανούς, αλλά στην Λάρισα είχαν παραμείνει όλοι σχεδόν οι Μουσουλμάνοι και οι Ισραηλίτες. Επιπλέον είχαν παραμείνει και όλοι οι ξένοι επισκέπτες και εμπορευόμενοι, εις τρόπον ώστε, η κίνηση στους δρόμους να είναι εξαιρετική […]. Θα επιθυμούσα όμως να αναφερθώ εκ των υστέρων, σε κάποια γεγονότα που συνέβησαν πριν από την κατάληψη της Λάρισας.
Οι κάτοικοι των χωριών γύρω από τη Λάρισα, εμπιστεύονταν την ενημέρωσή τους για τις εξελίξεις, στις Αθηναϊκές εφημερίδες, που στα πρωτοσέλιδά τους αναφέρονταν στις νίκες του Ελληνικού στρατού σε όλο το μήκος της μεθορίου. Μετά όμως από τις 24 Απριλίου τα πρωτοσέλιδα ήταν διαφορετικά. Το Σάββατο το πρωί, ο διάδοχος Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη Λάρισα με προορισμό τον Βόλο. Την ίδια στιγμή οι επικεφαλής Ελληνες αξιωματικοί προέτρεπαν τους άνδρες τους να τραπούν σε φυγή. Αυτή η υποχώρηση, η άτακτη φυγή, είχε αξιοθρήνητες συνέπειες. Τα τραίνα που είχαν δρομολογηθεί για την απομάκρυνση των γυναικών και των παιδιών από την πόλη, καταλήφθηκαν ξαφνικά και με προσβλητικό τρόπο από τους στρατιωτικούς. Η κατάσταση αυτή εξόργισε τους Ιταλούς εθελοντές οι οποίοι ζητούσαν με τη σειρά τους να απομακρυνθούν από την πόλη. Δημιουργήθηκε ένταση και δεν άργησε να ξεσπάσει συμπλοκή μεταξύ των Ελλήνων στρατιωτών και των Ιταλών εθελοντών, που είχε ως αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό δύο παιδιών και τον τραυματισμό πολλών άλλων αμάχων που ποδοπατήθηκαν. Επακολούθησε ο πανικός και το χάος, που δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποτυπωθούν στα γραφόμενά μου.
Λίγο μετά από την έναρξη του πολέμου, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Λάρισας πέρασε δύσκολες στιγμές. Δεν γνωρίζω από πού δόθηκε η εντολή στους Χριστιανούς κατοίκους της πόλης, να διακόψουν κάθε συναλλαγή και κάθε επικοινωνία με τους Λαρισαίους Οθωμανούς. Αυτό φόβισε κατά κάποιον τρόπο τους τελευταίους, που αποφάσισαν να κλεισθούν στα σπίτια τους και να μην κυκλοφορούν στους δρόμους. Όποιον Χριστιανό έβλεπαν οι Έλληνες στρατιώτες να κάνει παρέα ή να συνομιλεί με κάποιον Οθωμανό, αμέσως τον θεωρούσαν κατάσκοπο και τον συλλάμβαναν, με όλες τις συνέπειες που θα μπορούσε να αποφέρει το γεγονός αυτό.
Το Σάββατο όμως το πρωί συνέβη και ένα άλλο γεγονός. Οι πόρτες των φυλακών άνοιξαν και απελευθερώθηκαν όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμα και οι καταδικασθέντες για επαχθή εγκλήματα. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε μόνον ως αξιοθρήνητη μπορεί να χαρακτηρισθεί. Οι πρώην κρατούμενοι προέβησαν σε λεηλασίες καταστημάτων και κατοικιών. Ό,τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους το έπαιρναν, όλα τα άλλα τα έσπαζαν ή τα πυρπολούσαν. Ειδικά η κατάσταση ξέφυγε από τα συνηθισμένα όταν εγκατέλειψαν την Λάρισα τα ελληνικά στρατεύματα. Αυτόπτες μάρτυρες που διηγήθηκαν σπαραξικάρδιες ιστορίες. Μία πτωχή μητέρα που παράτησε την τσάντα με τις λιγοστές προμήθειες, για να κρατήσει στην αγκαλιά της το μικρό της μωρό. Έναν ηλικιωμένο που αδυνατούσε να περπατήσει και που εκλιπαρούσε τους δικούς του ανθρώπους να τον αφήσουν εκεί που ήταν και να συνεχίσουν τον δρόμο τους για να σωθούν. Κάποιους Έλληνες που προσπαθώντας να ανυψώσουν το ηθικό των φυγάδων με εμψυχωτικά λόγια, άκουγαν βρισιές, προσβολές και απαξιωτικά σχόλια. Μόνον η παλέτα ενός ζωγράφου θα μπορούσε να αποτυπώσει αυτές τις καυστικές σκηνές.
Ο αριθμός των πυρομαχικών και των όπλων που εγκαταλείφθηκαν στους στρατώνες και σε διάφορα σημεία της Λάρισας, είναι ανυπολόγιστος. Όπως ήδη έχω τηλεγραφήσει στην σύνταξη της εφημερίδος μου, μέχρι στιγμής πολλά κανόνια διαφόρων τύπων έχουν περιέλθει στην κατοχή του τουρκικού στρατού. Ανυπολόγιστος είναι ακόμα ο αριθμός των συσκευασιών υγειονομικού υλικού και πρώτων βοηθειών που εγκαταλείφθηκαν. Αγόρασα με πέντε φράγκα (και κατόπιν εγκρίσεως) ένα υπέροχο όπλο αυστριακής κατασκευής.
Στις 25 Απριλίου ο αυτοκρατορικός στρατός εισήλθε επισήμως στην Λάρισα και έγινε δεκτός με εκδηλώσεις ενθουσιασμού από τους Οθωμανούς της πόλης που είχαν βγει από τα σπίτια τους. Λίγο αργότερα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και οι Ισραηλίτες της πόλης. Προς το σούρουπο άρχισαν να οργώνουν τους δρόμους και τις συνοικίες της Λάρισας περίπολα Τούρκων στρατιωτών. Τα φαινόμενα των λεηλασιών πλέον είχαν εξαφανισθεί. Το εργοστάσιο αεριόφωτος τέθηκε σε λειτουργία και όλη η πόλη φωταγωγήθηκε.
Από το πρωί της επόμενης Δευτέρας η Λάρισα είχε ξαναβρεί τους παλιούς της ρυθμούς. Όλοι οι μηχανισμοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί, λειτουργούσαν θαυμάσια. Οι ειδήσεις που έρχονταν από τα θέατρα του πολέμου, ανέφεραν πως ο τουρκικός στρατός προχωρούσε προς τα Φάρσαλα. Ακούστηκε ακόμα (χωρίς να είμαι σε θέση να το επιβεβαιώσω), πως ο ελληνικός στρατός αποσύρθηκε πέρα από τα όρια της παλαιάς μεθορίου.
Σε πολλές περιπτώσεις επισκέφθηκα τις μουσουλμανικές και τις ισραηλιτικές συνοικίες της Λάρισας. Όλοι οι άνθρωποι είναι σε γενικές γραμμές χαρούμενοι που σώθηκαν. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω, από πού πηγάζει η χαρά τους αυτή! Δεν μπορώ να καταλάβω πού θα στηρίξουν αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι την ύπαρξή τους! Για να επιβιώσουν τόσο οι ίδιοι, όσο και οι οικογένειές τους πρέπει να έχουν χρήματα. Αλλά για να έχουν χρήματα θα πρέπει να εργάζονται. Αλλά πού θα εξασφαλίσουν έστω και μία υποτυπώδη εργασία στη Λάρισα του σήμερα; Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα και για κανέναν […]. Η Ελλάδα μπήκε σε μία καταστροφική περιπέτεια τα θύματα της οποίας θα είναι πρωτίστως οι πολίτες της» [Journal de Salonique (Θεσσαλονίκη), φ. 151 / 6 Μαΐου 1897].
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου