Ειδικά μετά από την απελευθέρωση της πόλης (1881), στη βιβλιογραφία και στις αρχειακές πηγές, αναφέρονται τα ονόματα των Δημητρίου Χαλήμαγα, Νικολάου Χαλήμαγα, Θεόδωρου Χαλήμαγα και Πέτρου Χαλήμαγα. Για τον τελευταίο γνωρίζουμε ότι ήταν επιχειρηματίας. Όπως αναφέρει ο Νικόλαος Παπαθεοδώρου: «ο Πέτρος Χαλήμαγας άφησε ζωηρό το στίγμα του στη Λάρισα κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Όταν το 1916 μετά την κατεδάφιση των Ανακτόρων της Λάρισας, ενοικίασε από τον Δήμο τον Κήπο των Ανακτόρων, έκτισε μια μεγάλη αίθουσα και το καλοκαίρι χρησιμοποιούσε τον κήπο σαν ψυχαγωγικό κέντρο και υπαίθριο κινηματογράφο, με το όνομα Κήπος του Χαλήμαγα» [1]. Οι δύο πρώτοι (Δημήτριος και Νικόλαος) ήταν αμαξηλάτες που δραστηριοποιήθηκαν στη Λάρισα και στον Τύρναβο αντίστοιχα [2]. Ο προαναφερθείς τρίτος, Θεόδωρος Χαλήμαγας, αμαξηλάτης και αυτός, ήταν από τους παλαιότερους επιχειρηματίες της Λάρισας και ιδρυτής του ομώνυμου γραφείου τελετών της πόλης. Στο σημερινό σημείωμα, θα αναφερθούμε στις απαρχές του επαγγελματικής του δραστηριότητας στον τομέα αυτό.
Μέχρι το 1899 λειτουργούσαν στις διάφορες συνοικίες της Λάρισας επτά χριστιανικά νεκροταφεία. Το μεγαλύτερο από αυτά βρισκόταν στη συνοικία Παράσχου (Αγίου Νικολάου), στη συμβολή των σημερινών οδών Ηρώων Πολυτεχνείου και Καρδίτσης. Μετά από την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881), όλοι οι Δήμοι υποχρεώθηκαν να ιδρύσουν νέα νεκροταφεία σε απόσταση τουλάχιστον 100 μέτρων από τα τότε όρια των πόλεων. Το τότε καινούργιο νεκροταφείο της Λάρισας (σημερινό παλαιό), ιδρύθηκε με τον Νόμο 2590/1899, ο οποίος περιλάμβανε έξι άρθρα [3]. Τα τέσσερα πρώτα αφορούσαν τη χορήγηση 200.000 δρχ. σε κοινότητες της Θεσσαλίας και Φθιώτιδας, για την επισκευή, ανακαίνιση ή ανέγερση εκκλησιών που είχαν καταστραφεί ή πυρποληθεί από τους Τούρκους κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1897. Σύμφωνα με το άρθρο 5, η Πολιτεία διέθεσε στον Δήμο της Λάρισας, το κεφάλαιο (πλέον των τόκων), το οποίο είχε συγκεντρωθεί από εισφορές για τους πλημμυροπαθείς της πόλης του 1883, με σκοπό να τα διαθέσει για κοινωφελείς σκοπούς. Μεταξύ των κοινωφελών σκοπών ήταν η ίδρυση του Α΄ Δημοτικού Νεκροταφείου της Λάρισας, σε οικόπεδο επί της οδού Φαρσάλων που είχε αγορασθεί ήδη από το 1883 επί δημαρχίας Χρήστου Γεωργιάδη [4].
Ο Δήμος όμως δεν διέθετε ούτε νεκροφόρα άμαξα, ούτε τους απαραίτητους φύλακες, νεκροθάφτες και εργάτες με αποτέλεσμα το νεκροταφείο να παρουσιάζει μία εικόνα, καθόλου κολακευτική για τις δημοτικές αρχές. Οι οικογένειες των τεθνεώτων και ειδικά των απόρων, υποχρεώνονταν να μεταφέρουν τα φέρετρα στους ώμους τους διασχίζοντας τους λασπωμένους δρόμους της πόλης και να πληρώνουν υπερβολικά χρηματικά ποσά σε τυχάρπαστους και πρόσκαιρους εργολάβους για τις υπηρεσίες που προσέφεραν [5]. Πρωταρχικό επομένως μέλημα του δημάρχου ήταν η διευθέτηση κάποιων ζητημάτων που αφορούσαν τόσο στο λειτουργικό όσο και στο τελετουργικό μέρος της υπόθεσης.
Στη συνεδρίαση της 14ης Δεκεμβρίου 1901, ο δήμαρχος υπέβαλε στο Δημοτικό Συμβούλιο τα πρακτικά της διενεργηθείσας δημοπρασίας «διά την ανάληψιν του δικαιώματος της εκμεταλλεύσεως της Νεκροφόρου της πόλεως Λαρίσης», επί μία δεκαετία, στην οποίαν τελευταίος μειοδότης αναδείχθηκε ο Θεόδωρος Χαλήμαγας. Η προσφορά του τελευταίου περιλάμβανε 120 δρχ. πάγια μηνιαία αποζημίωση εκ μέρους του Δήμου και επί πλέον 17,5 δρχ. για κάθε πολυτελή κηδεία και 9,5 δρχ. για κάθε μία από τις κανονικές. Ο δήμαρχος παρουσίασε επίσης και την προσφορά του Θεόδωρου Ξανθόπουλου, ο οποίος ήταν ο αμέσως επόμενος μειοδότης, αλλά το Δημοτικό Συμβούλιο ζήτησε την επανάληψη της δημοπρασίας καθώς θεώρησε «ασυμφόρους τας ανωτέρω τιμάς» [6]. Η δημοπρασία επαναλήφθηκε στα μέσα της επόμενης εβδομάδος και ο Χαλήμαγας μειοψήφισε εκ νέου. Η νέα προσφορά του τελευταίου υπό την εγγύηση του Δημητρίου Τόλιου (70 δρχ. πάγια μηνιαία αποζημίωση, 15 δρχ. για κάθε πολυτελή κηδεία και 7 δρχ. για τις υπόλοιπες), επικυρώθηκε ομόφωνα από το Δημοτικό Συμβούλιο (απ. 211/1901) [7]. Στην τελευταία συμπεριελήφθη και ο όρος, ότι οι «νεκροφόραι εισαχθησόμεναι εις το μέλλον είτε υπό του Δήμου, είτε παρά του εργολάβου» θα απαλλάσσονταν από φόρους και δασμούς [8]. Μπορεί όμως να είχε βρεθεί ο ενοικιαστής, αλλά δεν υπήρχε νεκροφόρα άμαξα, γεγονός το οποίο ανάγκασε τον Βασίλειο Ρουσόπουλο, διευθυντή της τοπικής εφημερίδας «Όλυμπος», να απευθύνει ανοικτή επιστολή στον δήμαρχο της πόλης:
«Προς τον κ. Δήμαρχον. Τετραετία σχεδόν συμπληρούται αφ’ ής η λαϊκή θέλησις σας κατέστησε άρχοντα και κυβερνήτην του Δήμου όν εκπροσωπείτε. Δεν εξετάζομεν τίνα έργα εφέρατε εις πέρας και πόσα ζητήματα έλαβον την προσήκουσαν λύσιν κατά το χρονικόν τούτο διάστημα […] Ιδρύσατε νεκροταφείον. Επράξατε έν καθήκον. Δεν αρμόζουσι νομίζομεν εις τους επιτελούντας το καθήκον των έπαινοι, οποίους εν τούτοις δεν σας αρνούμεθα. Διά την συμπλήρωσιν ουχ ήττον του έργου τούτου, νομίζομεν ότι υπολείπεται κάτι ακόμη. Ό,τι υπολείπεται δεν είναι βεβαίως το μόνον συμπλήρωμα αρτισυστάτου νεκροταφείου είναι όμως απαραίτητον διά πόλιν έχουσα πληθυσμόν όσον η Λάρισα και αξιούσαν να καλήται πεπολιτισμένη, όπως αύτη. Πιστεύομεν, ότι εννοείτε ότι το απαραίτητον τούτο είναι η Νεκροφόρος Άμαξα [...]. Η δαπάνη της κατασκευής μιας νεκροφόρου αμάξης δεν είναι μεγάλη. Σας ομιλώμεν ειλικρινώς [...]. Εάν κάμητε μικρόν υπολογισμόν θα ίδητε, ότι δεν πλανώμεθα και ότι το ισοζύγιον του προϋπολογισμού δεν ταράσσεται» [9].
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Το καφενείο «Ντορέ» ως κέντρο ψυχαγωγίας», Ελευθερία (Λάρισα), 16 Οκτωβρίου 2019.
[2]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 028 [1888], αρ. 7767 (11 Αυγούστου 1888).
[3]. Νόμος 2590 (25 Ιουνίου 1899): «Περί ανακαινίσεως και επισκευής ναών τινών εν Θεσσαλία και εν τισί χωρίοις της Φθιώτιδος και περί διαθέσεως του υπολοίπου των κατά το έτος 1883 εισπραχθεισών εισφορών υπέρ των εκ της κατά το αυτό έτος εν Λαρίση πλημμύρας παθόντων» (ΦΕΚ 123/Α/28-6-1899).
[4]. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, Το Α΄ Δημοτικό Νεκροταφείο Λάρισας (1899-1993), Θεσσαλονίκη 2013.
[5]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 233 (24 Μαΐου 1902).
[6]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης (ΠΔΣΛ), φκ. 006 [1901-1903], 14 Δεκεμβρίου 1901.
[7]. ΠΔΣΛ, φκ. 006 [1901-1903], 20 Δεκεμβρίου 1901. Πρβλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 609 (1 Ιανουαρίου 1902). Το επόμενο χρονικό διάστημα ο Χαλήμαγας διαφήμιζε τις προσφερόμενες υπηρεσίες του γραφείου του στις εφημερίδες της εποχής. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 642 (11 Αυγούστου 1902).
[8]. ΠΔΣΛ, φκ. 006 [1901-1903], 20 Δεκεμβρίου 1901.
[9]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 212 (13 Ιανουαρίου 1902).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου