Είχε προηγηθεί σχετική εισήγηση του δημάρχου Λαρίσης Διονυσίου Σ. Γαλάτη, η οποία έγινε ομόφωνα αποδεκτή από το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης στις 13 Οκτωβρίου 1888 [2]. Λίγα χρόνια αργότερα (1896), δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολη» του Βλάση Γαβριηλίδη, μία ανταπόκριση από τη Λάρισα, την οποία υπογράφει ο Ν. Σακ. (πιθανότατα ο Νικόλαος Σακελαρίου, γνωστός και από άλλα δημοσιεύματα στον Τύπο της εποχής). Ο ανταποκριτής περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την πρώτη ημέρα λειτουργίας του παζαριού της πόλης [3].
«Λάρισα, 24 Σεπτεμβρίου [1896]. Σήμερον ήρχισεν η εμπορική πανήγυρις. Από της πρωίας κίνησις μεγάλη εις τας οδούς. Έρχονται και ολοέν έρχονται οι ξένοι από όλα τα σημεία και δι’ όλων των μέσων της συγκοινωνίας και σπεύδουν προς τα Παραπήνεια, εις τον τόπον των παραπηγμάτων, συνωθούμενοι, συγκρουόμενοι προς ανθρώπους, προς κτήνη, προς αμάξας και κάρρα, από τα οποία βρίθουσιν αι οδοί πάσαι της Λαρίσσης και ιδίως αι φέρουσαι προς την γέφυραν, εν απεριγράπτω θορύβω, συνοδευόμενοι από τον εκκωφαντικόν ήχον των βαρβαροφώνων, αλλά ήσυχοι όλοι, όλοι μειλίχιοι, με γέλοια και χαρές, χωρίς αγριοκυττάγματα, χωρίς βρισιές, γελούν και αι καημέναι αι χωρικαί με τας ιδιοτρόπους αμφιέσεις των και τα ροδαλά των μάγουλα και σπεύδουν και αυταί, φορτωμέναι, όπισθεν των ανδρών και βλέπει τις μίαν κίνησιν, μίαν ζωήν την οποίαν σπανίως δύναται να συναντήσει και εις αυτάς ακόμη τας μεγαλουπόλεις.
Έξω εις τα Παραπήνεια, εις τον τόπον της πανηγύρεως, το θέαμα εξ απόπτου ορώμενον είνε κάτι εκπληκτικόν, δυσπερίγραπτον αληθώς, εντελώς πρωτότυπον. Φαντασθήτε το πεδίον του Άρεως εις πολύν μεγαλυτέραν έκτασιν γεμάτο από ανθρώπους, αναμίξ με ίππους, με βους, με αγελάδας, με κτήνη εν γένει, μικρά μετά μεγάλων, ών ουκ έστιν αριθμός και εν τω μέσω εκατοντάδας παραπηγμάτων, λόφους ολόκληρους από χορτονομήν, πυραμίδας πραγματικάς από πεπόνια και καρπούζια με την κνίσσαν την αναδιδομένην εκ των εις διάφορα μέρη ψηνομένων οβελιών, με μίαν βοήν συγκεχυμένην, ακατάληπτον, κάτι όμοιον προς τον θόρυβον κορδονικής διαδηλώσεως ή παραμονής αθηναϊκής πρωτοχρονιάς. Ούτω δύνασθε να σχηματίσητε αμυδράν εικόναν του τόπου της πανηγύρεως, πολύ ατελή, διότι θα λείπη εκ ταύτης και ο Πηνειός με τας λευκοφυτεμένα όχθας του και το εκείθεν ευρύτατον πεδίον με τον γηραιόν Όλυμπον εις το βάθος και τον Κίσσαβον αντίπαλον.
Διέρχεσθε την γέφυραν. Ευρίσκεσθε αμέσως προ μιάς νέας Βαβυλώνος. Εν πρώτοις θα σας υποδεχθούν εις διπλούς στοίχους παρατεταγμένοι αι επαίται τούρκοι, χριστιανοί, εβραίοι, όλων εν γένει των παθολογικών παραμορφώσεων, προκαλούντες οίκτον και αηδίαν. Ακολουθεί κατόπιν μακρά σειρά ένθεν κακείθεν των μικροπωλητών διαλαλούντων εις διαφόρους ήχους και τόνους της φωνής, εις γλώσσας ποικίλας, τα εμπορεύματά των. Πλησιάζετε εις τα παραπήγματα. Ενταύθα πλέον είναι αδύνατον και να ακούσητε και να ακουσθήτε. Ο είς έμπορος φωνάζει από εδώ, ο άλλος από εκεί, ξελαρυγγίζονται οι Εβραίοι, ενοχλητικώτατοι, και τραβούν τους καημένους τους χωρικούς, οι οποίοι απορούν που να σταθούν, που να κυττάξουν, ποίον να πρωτοευχαριστήσουν και υποφέρουν μαρτύρια διά να γλυτώσουν από τας χείρας των εμπόρων και σπεύδουν κατόπιν ν’ αναπαυθούν εις έν από τα άπειρα καφενεία και ποτοπωλεία, τα καθ’ εκατοντάδας αριθμούμενα, εις έκαστον εκ των οποίων παίζει και ιδιαίτερον ζεύγος βαρβαροφώνων, βιολιά και κλαρίνα και χορεύει ο κόσμος εις χιλίων ειδών ρυθμούς ή κάλλιον εν παντελεί αρρυθμία, διότι και ποίον ήχον να ακολουθήση ο χορευτής μέσα εις την γενικήν σύγχυσιν, μέσα εις τον συνεχή βόμβον και τον πανδαιμόνιον θόρυβον.
Μετά τα καφενεία και ποτοπωλεία, εις τα οποία γίνεται αφθονωτάτη χρήσις ούζου, μετά τα μαγειρεία όπου κυριαρχεί ο οβελίας, το σπληνάντερο και το κοκορέτσι, μετά τα εκθέματα γεωργικών ειδών και των έργων της βιοτεχνίας τα οποία πωλούν αι χωρικαί, θαύματα όλα λεπτοτάτης κατεργασίας, κομψότητος και στερεότητος, αρχίζει το τμήμα της ζωεμπορίας, το κατέχον το μεγαλείτερον χώρον. Εδώ θα ίδητε βουβάλους, βώδια, αγελάδας, ίππους, όνους, ημιόνους, αίγας, πρόβατα, χήνας, όρνιθας κατά χιλιάδας εξ όλων των γενών και των οποίων η αγοροπωλησία, ιδίως των ίππων και όνων, γίνεται κατά περίεργον αληθώς τρόπον. Το τμήμα τούτον προκαλεί και την μεγαλειτέραν κίνησιν και ενταύθα γίνονται αι περισσότεραι εμπορικαί πράξεις, διότι όλοι οι χωρικοί της Θεσσαλίας τώρα θα προμηθευθούν τους αροτήρας των, σχετικώς εις τιμήν πολύ συμφέρουσαν, ένεκα της μεγάλης συγκεντρώσεως αυτών εκ του εξωτερικού.
Η αγοροπωλησία διαρκεί από της πρωΐας μέχρι της έκτης εσπερινής. Από της ώρας ταύτης, ότε αναφαίνεται και ο κόσμος των περίεργων οι ξένοι ρίχνονται εις το γλέντι μέχρι του μεσονυκτίου. Το τι γίνεται κατά το διάστημα τούτο είνε απερίγραπτον. Κίνησις ζωηροτάτη. Όλη η Λάρισσα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά παρίστανται εκεί. Χοροί και τραγούδια αντηχούν εν ακαταλήπτω βοή από κάθε παράπηγμα, από κάθε όμιλον, από κάθε σκηνήν, πρέπει δε να γνωρίζητε ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι ξένοι, είνε υποχρεωμένοι να διανυκτερεύσουν εκεί έξω εν υπαίθρω, πλησίον των εμπορευμάτων αυτών. Και διασκεδάζει ο κόσμος ούτω μέχρι του μεσονυκτίου, συγκεντρούμενος εις το εκεί εγκατασταθέν θέατρον, τους φασουλήδες, τους καραγκιόζηδες, τα κοφιαμάν, τα πανοράματα και εξοδεύει εκ των της ημέρας απολαύων ολίγας στιγμάς ευαρέστους διά να εγερθή λίαν πρωί και επαναρχίση την εργασίαν και την συναλλαγήν και ριχθή πίσω εις το γλέντι την εσπέραν μέχρις ότου παρέλθουν αι οκτώ ημέραι της πανηγύρεως.
Χάρις εις τα ληφθέντα υπό της αστυνομίας μέτρα και διότι άλλως ο λαός είνε ευπειθής και εύτακτος παρήλθεν η πρώτη ημέρα της πανηγύρεως χωρίς να ακουσθή το ελάχιστον παράπονον, ούτε να συμβή έκτροπον τι. Επεκράτησεν απόλυτος τάξις, μεθ’ όλην την μεγάλην, την άπειρον συρροήν. Οι ξένοι, ιδίως οι ζωέμποροι είνε κατενθουσιασμένοι με τους ιππικούς αγώνας. Πολλοί έσπευσαν να δηλωθούν όπως συμμετάσχουν. Ούτω οι δύο τελευταίοι δρόμοι οι οποίοι δεν απαιτούν το επισέλασμα των ίππων και άλλους περιορισμούς θα προκαλέσουν μέγα ενδιαφέρον διότι θα αγωνισθούν πολλοί εκ των κατωτέρω τάξεων».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Βασιλικό Διάταγμα (2 Ιουνίου 1889): «Περί συστάσεως εμπορικής πανηγύρεως εν τη θέσει Μεριά της πόλεως Λαρίσης» (ΦΕΚ 146/Α/5-6-1889).
[2]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας, Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου, φκ. 004 [1887-1889], 13 Οκτωβρίου 1888, αρ. συνεδρίασης 53, αρ. απόφασης 204, σ. 438-439.
[3]. Ακρόπολις (Αθήνα), φ. 5226 (28 Σεπτεμβρίου 1896).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου