Φοίτησε στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης ενώ πραγματοποίησε σπουδές Πολιτικών Επιστημών σε πανεπιστήμια της Εσπερίας. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής σε εφημερίδες, ενώ διετέλεσε συνεργάτης των μεγαλύτερων φιλολογικών περιοδικών της εποχής. Νυμφεύθηκε δύο φορές. Την πρώτη με τη Μανουέλα Σαντιάγκο από την Πορτογαλία και την δεύτερη με τη συγγραφέα Ελένη Νεγρεπόντη, γνωστή στους φιλολογικούς κύκλους ως Άλκης Θρύλος.
Το καλοκαίρι του 1930 πραγματοποίησε ένα ταξίδι μακράς διάρκειας ανά την Ελλάδα. Μεταξύ άλλων επισκέφθηκε τα Τέμπη, τα Αμπελάκια, τη Λάρισα και το Πήλιο. Οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα», ενώ αργότερα εκδόθηκαν σε ιδιαίτερο τόμο [1]. Όπως αναφέρει ο Κλέων Παράσχος: «Στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Ουράνη επικρατεί ο λυρικός τόνος. Κάθε τόσο όμως ξεπροβάλλουν – καρποί βαθειού γνωρισμού – σκέψεις πρωτότυπες, λεπτότατες παρατηρήσεις, αναμνήσεις ιστορικές, συγκρίσεις και παραλληλισμοί, ένα πλήθος στοιχεία που τ’ ανακατώνει με τόση τέχνη και άνεση ώστε το μίγμα είναι πάντοτε γοητευτικό» [2]. Παραθέτουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από τις εντυπώσεις του από τη Λάρισα:
«Στο τραίνο που με πήγαινε στη Λάρισα, διάβαζα τις ελληνικές εντυπώσεις δύο Γάλλων ταξιδιωτών: του καπουκίνου μοναχού Ροβέρτου ντε Ντρε, που είχε συνοδέψει το 1655 το Γάλλο πρέσβυ στην Τουρκία, όταν είχε πάει να επιδώσει τα διαπιστευτήριά του στον Μωάμεθ τον Δ΄, που βρισκόταν στη Λάρισα για κυνήγι, και του Léon Heuzey, που γύρισε το 1858 τη Θεσσαλία για να μελετήσει τις αρχαιότητές της και τα βυζαντινά χειρόγραφα των μοναστηριών της. Κι’ οι δυο αυτοί ταξιδιώτες περιγράφουν την Λάρισα σα μια ευρύχωρη πόλη, με χαρακτήρα όμως χωριού, που δεν ξεχωρίζει σε τίποτα από το συνηθισμένο στις τούρκικες πόλεις τύπο.
Την ίδια περίπου εντύπωση δίνει ακόμα και σήμερα η Λάρισα, αν και τ’ άθλια καλύβια από πηλό, που είχαν δει οι δύο Γάλλοι, έχουν αντικατασταθεί, τα περισσότερα από ευπρόσωπες κατοικίες. Οι μαχαλάδες της έχουν δρομάκους σερπετούς και ακάθαρτους, τα διάφορα επαγγέλματα εξασκούνται στα κατώφλια των μικρομάγαζων όπως στα παζάρια της Ανατολής, κότες ραμφίζουν τις λάσπες, σκυλιά νυστάζουν στα καλντερίμια, μουλάρια, πρόβατα και χωρικοί του Θεσσαλικού κάμπου, με καλπάκια και προβιές, πηγαινοέρχονται σε μια γραφική κίνηση, και μια οσμή ζώων και ξεραμένων δερμάτων λερώνει τον αέρα που κατεβαίνει, κρύος και τονωτικός, από τις χιονισμένες πλαγιές του Ολύμπου.
Ωστόσο τα ξημερώματα που έφθασα, η Λάρισα ανάδινε μια παράδοξη κι απροσδόκητη γοητεία, που δεν μπόρεσαν να τη σβήσουν από τη μνήμη μου οι κατοπινές εντυπώσεις. Κοιμισμένη μέσα στην απέραντη σιγή της ατέρμονης πεδιάδας της, είταν σαν εμποτισμένη από το γαλάζιο χρώμα της χαραυγής και τη δροσερότητα του αμόλυντου αέρα των βουνών της. Παρουσίαζε, έτσι, κάτι το αέρινο και το παραμυθένιο. Οι μιναρέδες της λόγχιζαν τον πρωινό ουρανό, όπου πετούσαν, αργοί και μεγαλόπρεποι, οι διακοσμητικοί πελαργοί. Η γυμνότητα της ατέλειωτης πεδιάδας έδινε στην πρωινή γαλήνη της μια προέκταση ονείρου. Το ρέμα του Πηνειού, που πήγαινε να χαθεί στα στενά των Τεμπών, μαντευόταν από τις δυο σειρές των ψηλών δένδρων που παρακολουθούσαν τους μαιάνδρους της κοίτης του. Τίποτ’ άλλο, έξω απ’ τις δυο αυτές δεντροσειρές, δε σταματούσε το βλέμμα στον κάμπο, που κατέληγε μακρυά, στις πλαγιές του Ολύμπου και της Όσσας, που ύψωναν στους αιθέρες τις χιονισμένες κορφές τους, τις απαλά ρόδινες μέσα στο πρωινό φως […].
Όταν ο ήλιος πλημμύρισε τα πάντα, η γοητεία εξατμίσθηκε κ’ η Λάρισα εμφανίσθηκε αυτή που είναι: μια ασήμαντη επαρχιακή πόλη, περιζωσμένη από την καταθλιπτική μονοτονία του κάμπου της. Μονάχα μια υπαίθρια αγορά προβάτων της Λαμπρής, κ’ ένας καταυλισμός Τσιγγάνων δίπλα της, έδιναν στα πρόθυρα της πόλης κάποια γραφικότητα, με τους μαζεμένους χωρικούς, με τους κόκκινους αραμπάδες τους, με τα κοπάδια των προβάτων και με τα πολύχρωμα φορέματα των γυναικών των Τσιγγάνων, που ξεψείριζαν τα γυμνά σιταρόχρωμα παιδιά τους ή φλυαρούσαν καθισμένες σταυροπόδι μπροστά στις βρωμερές τέντες τους.
Αντίθετα με τη Λάρισα, τα χωριά της, τα διασκορπισμένα στις πλαγιές των βουνοσειρών που φράζουν το Λαρισαϊκό κάμπο, έχουν πολύ χαρακτήρα, με τα γραφικά καλύβια τους, τους στενούς ανηφορικούς δρόμους και τις «κουλιάες» τους: τους τετράγωνους και ψηλούς πύργους των παλιών Τούρκων τσιφλικάδων, πασάδων και μπέηδων, που το κατοικήσιμο δώμα τους, διάτρητο από μικροπαράθυρα και περιζωσμένο από ξύλινα μπαλκόνια και καφασωτά, βρίσκεται ακριβώς κάτω από τη στέγη για να’ ναι προστατευμένο, στο ύψος αυτό, από τυχόν εχθρική επίθεση.
Ο Λαρισαϊκός κάμπος είναι ο πιο γυμνός, ο πιο έρημος κι ο πιο μονότονος που μπορεί να φαντασθεί άνθρωπος. Διασχίζοντάς τον, δεν συνάντησα ούτ’ ένα δένδρο, κ’ οι μόνες αγροτικές εικόνες που είδα είταν μερικά κοπάδια προβάτων και δυνατών Θεσσαλικών αλόγων που βοσκούσαν κοντά σε τέλματα, κ’ ένας πανάρχαιος αραμπάς, που ο οδηγός του, μ’ όλο που δεν είταν ακόμα καλοκαίρι, φορούσε το «σκιαδί» - το πλατύγυρο ψάθινο καπέλο που φορούσαν και στην αρχαιότητα οι Θεσσαλοί και που φορούσε και η Αντιγόνη, όταν έφθασε με τον Οιδίποδα στον Κολωνό […].
Ο ήλιος τώρα βασιλεύει. Βγαίνοντας από τη μεγάλη γέφυρα της Λάρισας, που από κάτω της κυλάει το θολό και νωθρό ρέμα του Πηνειού, πάω να δω, έξω από την πόλη, τον Όλυμπο στη μεγαλοπρέπεια του δειλινού. Συχνά τις κορφές του τις σκεπάζουν τα σύννεφα, σήμερα όμως ο ουρανός είναι ολοκάθαρος και βλέπει κανείς ολόκληρη τη δυνατή μάζα του, που υψώνεται, με μια τιτανική ανάταση, στους γαλάζιους αιθέρες […].
Ο ήλιος έχει βασιλέψει. Οι πελαργοί έχουν καθήσει, ακίνητοι και ιερατικοί, στις στέγες των σπιτιών. Οι σκιές του δειλινού κατακαθίζουν στο γυμνό κάμπο […]. Τ’ άστρα φάνηκαν στον ουρανό το ένα ύστερ’ από τ’ άλλο. Η ησυχία γέμισε από κοάσματα βατράχων και βαρειούς φτερουγισμούς πουλιών της νύχτας. Κ’ ενώ η ξάστερη και κρύα νύχτα απλωνόταν οριστικά, άναψαν τα τρεμουλιαστά φώτα του καταυλισμού των πλανητικών Τσιγγάνων – φτωχά και μοναδικά σημάδια ζωής μέσα στην ατέρμονη ερημιά του κάμπου».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Κώστας Ουράνης, Ταξίδια: Ελλάδα. Δεύτερη έκδοση. Αθήναι: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ιωάννου Δ. Κολλάρου και Σίας [χ.ε.], σ. 71-75.
[2]. Κλέων Παράσχος, «Κώστας Ουράνης», Νέα Εστία (Αθήνα), τχ. 218 (15 Ιανουαρίου 1936), σ. 84-93. Ειδικώς, σ. 90.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου