Ο τελευταίος είχε δημιουργήσει μία μικρή περιουσία εν μέσω της τότε οικονομικής κρίσης χάρις στις φημισμένες αρτίστες της εποχής, Αννέτα Μπέρνα Κοέν και Ρόζα Σκρίνμπαλ από την Κωνσταντινούπολη. Μετά την αναχώρηση των τελευταίων για την Αθήνα, ο επιχειρηματίας συνέχισε τη λειτουργία της επιχείρησης αποκλειστικά ως καφενείο, αλλά παράλληλα υπενοικίαζε και άλλα παρόμοια καταστήματα της Λάρισας όταν παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία.
Μία ανάλογη περίπτωση ήταν αυτή που του παρουσιάστηκε δύο χρόνια αργότερα. Στις 19 Οκτωβρίου 1887 ενοικίασε για πέντε μήνες (από 18 Οκτωβρίου 1887 έως 17 Φεβρουαρίου 1888) το ξενοδοχείο φαγητού (εστιατόριο) και το καφενείο που ανήκαν στην πλήρη κυριότητα του Οθωμανού κτηματία Χαμήτ βέη Ισμυρλή Ογλού [1]. Και τα δύο καταστήματα βρίσκονταν στον αυλόγυρο του ξενοδοχείου «Όλυμπος» (των Τσάμη και Βουζίκα). Το μηνιαίο μίσθωμα είχε ορισθεί στις 40 δρχ. [2]. Το 1888 αναγκάστηκε να αποχωρήσει όταν η επιχείρηση πέρασε στην αποκλειστική εκμετάλλευση του Αριστοτέλη Τζαβέλα.
Σύμφωνα με ατεκμηρίωτες πληροφορίες, ο Γεώργιος Γιαμούζης εγκαταστάθηκε στον Πειραιά κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου και την προσωρινή κατοχή της Θεσσαλίας (1897-1898). Επέστρεψε στη Λάρισα λίγο αργότερα (Ιούνιος 1898) και συνεταιρίσθηκε με τον κτηματία Αλέξανδρο Κανέλλη και τον Βολιώτη έμπορο Ανδρέα Ψωμόπουλο, ιδρύοντας Ομόρρυθμη Μετοχική Εταιρεία προμήθειας δοκάνων [3] για τον αλωνισμό των δημητριακών καρπών. Οι δύο πρώτοι κατέβαλαν από 900 δρχ. ως μετοχικό κεφάλαιο, ενώ ο Γιαμούζης συμμετείχε στο εταιρικό σχήμα με την προσωπική του εργασία. Ως διευθυντής και διαχειριστής της εταιρείας είχε ορισθεί ο Αλέξανδρος Κανέλλης [4].
Το 1904 ο Γεώργιος Γιαμούζης εκμίσθωσε το «Μέγα Ξενοδοχείο Παπαδημάκη» στα Λουτρά της Αιδηψού: «Ο ρέκτης συμπολίτης μας κ. Γ. Γιαμούζης το ανακαίνισε τελείως, πλουτίσας αυτό διά καινουργών πολυτελών επίπλων. Εν τω ξενοδοχείω τούτω θα λειτουργή και εστιατόριον με μαγειρικήν αρίστην, απαράμιλλον καθαριότητα και περιποίησιν προθυμοτάτην» [5]. Υποπτευόμαστε ότι αιτία για την εκμίσθωση του ξενοδοχείου από τον επιχειρηματία, υπήρξε ο διορισμός του γιου του Ιωάννη Γιαμούζη (1903), ως Κοινοτικού ιατρού στην κοσμοπολίτικη λουτρόπολη. Πάντως μετά από το 1905, το όνομα του Γεωργίου Γιαμούζη «απουσιάζει» παντελώς από την τοπική ιστοριογραφία. Ίσως να συνέχισε τα επόμενα χρόνια την εκμίσθωση ξενοδοχειακών μονάδων στην Αιδηψό, γεγονός που θεωρούμε πολύ πιθανό. Είναι άγνωστο το πότε απεβίωσε. Όπως προαναφέρθηκε, ο Γεώργιος Γιαμούζης είχε αποκτήσει από τον γάμο του τον Ιωάννη, για τον οποίο θα παραθέσουμε ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα.
Ο Ιωάννης Γιαμούζης γεννήθηκε στον Κοκκινοπλό της Ελασσόνας το 1874. Σε ηλικία τεσσάρων ετών βρέθηκε στη Λάρισα, όπου κατέφυγε η οικογένειά του μετά από την επανάσταση του 1878. Την περίοδο 1885-1886 τον συναντούμε ως μαθητή της πρώτης τάξεως του Ελληνικού Σχολείου της Λάρισας [6]. Αργότερα ο πατέρας του τον ενέγραψε ως εσώκλειστο σε ιδιωτική σχολή στον Βόλο. Έχοντας στα χέρια του το απολυτήριο του Γυμνασίου Βόλου (28 Ιουνίου 1894) εγγράφθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους (1894) στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών [7]. Μετά από τη λήψη του πτυχίου του εργάστηκε για λίγο διάστημα σε ιδιωτική κλινική στην Αθήνα και στη συνέχεια επέστρεψε στη Λάρισα (1902) όπου διορίστηκε αστίατρος της πόλης στη θέση του ιατρού Γ. Γρυπάρη που μετατέθηκε ως αντίστοιχος στα Λουτρά της Αιδηψού: «Ο κ. Ιωάν. Γιαμούζης μετά ζήλου εργάζεται υπέρ της υγείας της πόλεως παντοιοτρόπως υπέρ αυτής ενεργών και εξαφανίζων πάντα τα επιβλαβή σφάγια και οπωρικά» [8]. Τον Ιούνιο του 1903 διορίσθηκε ιατρός στα Λουτρά της Αιδηψού στη θέση του Γ. Γρυπάρη που επέστρεψε στη Λάρισα [9]. Την ίδια χρονιά νυμφεύθηκε στην Αθήνα τη μόλις 17 ετών Ευαγγελία Γρυπανησιώτου από τη Θήβα. Ο κρυφός γάμος του μετά της «αξιεράστου δεσποινίδος» ήταν το επιστέγασμα μίας θυελλώδους σχέσης που οδήγησε στην επεισοδιακή «απαγωγή» της, γεγονός που απασχόλησε τις στήλες των Αθηναϊκών εφημερίδων για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το 1910 έλαβε μέρος ως ανεξάρτητος υποψήφιος βουλευτής του Νομού Λαρίσης στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις της χρονιάς εκείνης (8/21 Αυγούστου και 28 Νοεμβρίου) αλλά δεν κατόρθωσε να εκλεγεί. Στις εκλογές όμως της 31ης Μαΐου 1915, εξελέγη βουλευτής Λαρίσης και επανεξελέγη ως βουλευτής Ελασσόνας στις εκλογές του 1923 και του 1928. Απεβίωσε στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του 1950.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Το 1885 ο Χαμήτ βέη Ισμυρλή Ογλού είχε αναθέσει στον Βουζίκα την ανέγερση ενός εστιατορίου στον αυλόγυρο του ξενοδοχείου. Βλ. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 014 [1885], αρ. 3977 (29 Σεπτεμβρίου 1885). Όμως αμέσως μετά από την ανέγερση προέκυψαν προβλήματα οικονομικής φύσεως με τον ιδιοκτήτη και οι δύο συνέταιροι (Βουζίκας και Τσάμης) απεχώρησαν περιοριζόμενοι αποκλειστικά στην εκμετάλλευση του ξενοδοχείου ύπνου. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1886 ο Χαμήτ βέης Ισμυρλή Ογλού το ενοικίασε για έξι μήνες (από 18 Σεπτεμβρίου 1886) στους καφεπώλες Δημήτριο Στεφάνου και Ιωάννη Κόκκα οι οποίοι το λειτούργησαν ως ξενοδοχείο φαγητού (εστιατόριο). Βλ. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 019 [1886], αρ. 5232 (19 Σεπτεμβρίου 1886).
[2]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 024 [1887], αρ. 6831 (19 Οκτωβρίου 1887).
[3]. Δουκάνι (ή δοκάνι) = Δύο ξύλινες σανίδες, σταθερά ενωμένες, που σχηματίζουν τραπέζιο ελαφρά κυρτωμένο στο πάνω μέρος. Στο κάτω φαρδύ τμήμα του είναι φυτεμένες αιχμηρές στουρναρόπετρες και μικρές σιδερένιες λάμες, που εξέχουν από την επιφάνεια του ξύλου. Χρησίμευε στο αλώνισμα για την αποφλοίωση των σιτηρών και άλλων δημητριακών καρπών. Βλ. Ευαγγελή Αρ. Ντάτση, Κατάλογος των αντικειμένων του Λαογραφικού Μουσείου. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, Έδρα Λαογραφίας. Δημοσιεύματα Λαογραφικού Μουσείου & Αρχείου, αρ. 4. Ιωάννινα 1981, σ. 25.
[4]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 058 [1898], αρ. 18484 (9 Ιουνίου 1898).
[5]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 719 (8 Φεβρουαρίου 1904).
[6]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ελληνικού Σχολείου Λαρίσης, Μαθητολόγιο σχολικού έτους 1885-1886, αρ. 722/190.
[7]. Ιστορικό Αρχείο Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), Γενικό Μητρώο Φοιτητών 1891-1895, αρ. 2209.
[8]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 244 (2 Αυγούστου 1902).
[9]. Σκριπ (Αθήνα), 1 Ιουνίου 1903.
[10]. Βουλή των Ελλήνων, Μητρώον Πληρεξουσίων, Γερουσιαστών και Βουλευτών 1822-1935, Αθήνα 1986, σ. 202-203.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου