ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1904-1906)
«Κατά τον μήνα Απρίλιον του έτους 1903 ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός Α. Ζ. με μετέθετε προσωρινώς εις Κέρκυραν, ως εμάνθανον, ίνα ικανοποιήση αξιώσεις φίλων του εν Πάτραις. Αλλά κατά μήνα Οκτώβριον του αυτού έτους ο διαδεξάμενος τον Α. Ζυγομαλάν εις το υπουργείον της Δικαιοσύνης Π. Μερλόπουλος αναγνωρίσας το έκτροπον της τοιαύτης μεταθέσεως, με μετέθετεν αύθις εις Πάτρας, οπόθεν κατά μήνα Αύγουστον του έτους 1904, ο τον υπουργικόν θώκον του επί της Δικαιοσύνης υπουργείου κατέχων Ν. Δ. Λεβίδης, με μετέθετεν εις Λάρισαν.
Μεταθέσεις Εφετών τόσον συχναί δεν είναι βέβαια ρωστικαί [τονωτικές, ενδυναμωτικές] διά το ανώτερον σώμα της Δικαιοσύνης του Κράτους και επιφέρουσι δυστυχώς δισταγμούς τη κοινωνία τις ποτε άρά γε λόγος πείθει τον υπουργόν να πραγματοποιή τοιαύτας μεταθέσεις; Λόγοι καθαρώς κομματικοί, λόγοι ευτελείας, λόγοι παράλογοι κρίσεως χαλαράς εκμυζώσης και την τελευταίαν ρανίδα του κυκλοφορούντος εν τω σώματι της πολιτείας ζωτικού αίματος εισί τα αίτια. Αλλά τι δύναται να πράξη πλείον τούτου [περισσότερο από αυτό] είς υπουργός, όστις πολιτευόμενος συνεχώς από του έτους 1882 οτέ μεν διεβεβαίου πίστιν τω αοιδίμω Χ. Τρικούπη, οτέ δε μεθιστάμενος των τάξεων αυτού μετέβαινεν εις το πολιτικόν στρατόπεδον του μακαρίτου Θ. Π. Δηλιγιάννη, οτέ καθίστατο αντιδυναστικός [αυτός που καταφέρεται κατά της βασιλείας], ίνα μετ’ ού πολύ προσκληθή εν τη Αυλή [εις τα Ανάκτορα] και πτήξη [ζαρώσει από τον φόβο του] προ της Μεγαλειότητος και υποκλιθή εδαφιαίως [υπόκλιση με το κεφάλι ακουμπισμένο στο έδαφος]. Οτέ τέλος ίνα κατασταλάξη εις την πολιτική μερίδα του Γ. Θεοτόκη; Και ο Δηλιγιάννης και ο Θεοτόκης ωνόμασαν αυτόν, τον Ν. Δ. Λεβίδην, Υπουργόν με τοιούτους τίτλους κεκοσμημένον και με μέλλον ευρύτατον εις ορίζοντας πολιτειακούς!
Την Λάρισαν την επί τω Πηνειώ επαναβλέπω μετά παρέλευσιν επτά περίπου ενιαυτών [ετών] και ευρίσκω μεγάλας εν τη πόλει μεταβολάς εις τε το σχέδιον της πόλεως και εις τας οικοδομάς. Μόνον ο Μουσουλμανικός και ο Ιουδαϊκός πληθυσμός της Λαρίσης ηλαττώθη κατά πολύ, μεταναστευσάντων πολλών Μουσουλμάνων και Ισραηλιτών ευθύς μετά τον πόλεμον τον Ελληνοτουρκικόν του έτους 1897. Η φυγή αύτη, μη εξεταζομένων των λόγων των προκαλεσάντων αυτήν, υπήρξεν επιβλαβής τω τόπω, διότι απεμακρύνθησαν και εργατικοί κάτοικοι και πλούσιοι πολλοί Μουσουλμάνοι.
Εις το Εφετείον Λαρίσης εύρον ως δικαστάς τους κ. κ. Ν. Παπαγιαννόπουλον, Πρόεδρον, Ιω. Βουλπιώτην, Ηλίαν Οικονομίδην και Κλεομένην Κόκκορην. Εισαγγελεύς παρά τω Εφετείω διατελεί ο Κύριος Μιχαήλ Πρωτοπαππάς. Αι εργασίαι του Εφετείου τακτικώς βαίνουσιν, αλλ’ η ποιότης αυτών δεν είναι όσον έπρεπεν να ήναι εμβριθής [εμπεριστατωμένη, αξιόπιστη], διότι ουδέποτε το Δικαστήριον συγκροτείται υπό του ολικού αριθμού των παρ’ αυτώ διωρισμένων Εφετών, λόγω απασχολήσεως ενός των μελών τούτου τακτικώς εις το Κακουργιοδικείον, ό διαρκώς συνεδριάζει επί εννέα ολοκλήρους του ενιαυτού μήνας, και ούτω προσλαμβάνονται προς συμπλήρωσιν του κωλυομένου Εφέτου δικηγόροι και πολλάκις πλειότεροι το ενός, και το χείριστον όχι οι πάρεδροι του Δικαστηρίου, άπαντες των εγκρίτων δικηγόρων, αλλά οι νεώτεροι των δικηγόρων, οίτινες ουδεμίαν συνήθως προσοχήν καταβάλλουσι και πολλάκις ούτε δύνανται να αντιληφθώσι το σοβαρόν της εργασίας. Η διαρκής αύτη πρόσληψις δικηγόρων προς συμπλήρωσιν του Δικαστηρίου γεννά ανωμαλίαν εις την εργασίαν και πολύ συχνά αμφιβολίαν περί της εμβριθούς της υποθέσως βασάνου. Προς διόρθωσιν του ατόπου τούτου εποιησάμην πολλάκις ιδιαιτέρας παρατηρήσεις, αίτινες δεν εισηκούσθησαν μεν, εγέννησαν δε παραδόξως την κατ’ εμού ιεράν μήνιν [οργή] του Προέδρου του Δικαστηρίου. Ο δε Εισαγγελεύς Κύριος Μιχαήλ Πρωτοπαππάς, νοήμων, δραστήριος, φιλόπονος, ασχολούμενος εις τα της συγκροτήσεως των Κακουργιοδικείων, δεν επήρκει, ίνα ποιήσηται τας δεούσας παρατηρήσεις τη προϊσταμένη αρχή προς διόρθωσιν της χωλαινούσης εργασίας του Εφετείου Λαρίσης.
Κατά το έτος 1905 επυρπολήθη το εν Λαρίση μέγα οικοδόμημα το περικλείον άπαντα τα Δικαστήρια, το υποθηκοφυλακείον, το Επαρχιακόν Ταμείον, και εις τον πυλώνα του οποίου ήν γεγραμμένον «Θέμιδος Μέλαθρον». Γενική πεποίθησις εν Λαρίση επεκράτησεν ότι η πυρκαϊά εβλήθη υπό κακούργου χειρός. Εν τούτοις μήτε η ανάκρισις, μήτε ο βοηθών αυτήν Εισαγγελεύς δεν εδυνήθησαν να αποκαλύψωσι τον ένοχον και περιέπεσεν εις την λήθην [ξεχάστηκε] γεγονός τα μέγιστα ζημιώσαν τον τόπον, διότι και δικογραφίαι σπουδαίαι απώλοντο [εχάθησαν] και άλλη περιουσία του Κράτους κατεστράφη, εκτός του κτιρίου, ό εστοίχισεν εις το Κράτος διά μόνην την ανακαίνισιν δραχμάς 80.000. Ήδη μετεποιήθη το Διδασκαλείον εις Δικαστήρια Εφετείου, Πρωτοδικείου και των οικείων Εισαγγελικών Γραφείων.
Το δε Ειρηνοδικείον ενεκατεστάθη εις οίκημα, κτήμα του Προέδρου του Εφετείου Νικολάου Παπαγιαννοπούλου, εις ό υπό των αρμοδίων εκρίθη κατάλληλον δι’ ήν προωρίσθη χρήσιν. Το κτίριον τούτο ήν παμπάλαιον Τουρκικόν οίκημα, πλινθόκτιστον, επισκευασθέν τανύν, επιδιορθωθέν, υδροχρωματισθέν και προβάλλον εξωτερικήν όψιν ευπρεπή. Ότε εν έτει 1888 είδον το οίκημα τούτο, εντός αυτού ευρίσκετο μία των δημοτικών σχολών των θηλέων Λαρίσης και ο εισερχόμενος εντός αυτής εκινδύνευε να καταπέση ως εκ της σαθρότητος των ξύλων του οίκου. Τώρα δε; τώρα μία επιδιόρθωσις διαρκείας διμήνου επανέφερε το κτίριον και ούτω εμισθώθη δι’ αδροτάτου μισθώματος υπό του Δημοσίου, ίνα περιλάβη την Ειρηνοδικιακήν δικαιοσύνην».
(Έπεται το τέλος)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Κωνσταντίνος Δραγούμης, «Περιηγήσεις ανά την Ελλάδα», Αθήναι (Αθήνα), τ. 3 (1911), τχ. 3 (Μάρτιος 1911), σ. 3111-3117. Ειδικώς, σ. 3114-3115.
[2] Το οικοδόμημα (πρώην Τουρκικό Διοικητήριο) αναγέρθηκε από τους Οθωμανούς το 1874 με προτροπή του Σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ, σε σχέδια του Ζακυνθινού αρχιτέκτονα Στυλιανού Βουκαδόρου, ο οποίος την περίοδο εκείνη διέμενε στη Λάρισα. Όπως αναφέρει ο Νικόλαος Παπαθεοδώρου: «Ήταν ένα εντυπωσιακό διώροφο κτίριο με υπόγειο, εξ ολοκλήρου οικοδομημένο από πέτρα και στην εξωτερική μορφή του κυριαρχούσαν σε έντονο βαθμό τα νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Μετά από την απελευθέρωση της Λάρισας (1881), χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση διαφόρων στρατιωτικών υπηρεσιών (στρατιωτικό ταχυδρομείο κλπ), ενώ το 1892 αφού ανακαινίσθηκε και διαμορφώθηκε κατάλληλα, στέγασε τα Δικαστήρια της πόλης. Καταστράφηκε από πυρκαγιά στις 14 Ιανουαρίου 1905, ενώ άρχισε να κατεδαφίζεται τον Δεκέμβριο του 1907». Βλ. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Η κατεδάφιση του πυρποληθέντος Δικαστικού Μεγάρου (1907)», Ελευθερία (Λάρισα), 11 Οκτωβρίου 2017 και του ιδίου: «Το πρώτο δικαστικό μέγαρο της Λάρισας και ο εμπρησμός του», Ελευθερία (Λάρισα), 3 Οκτωβρίου 2018.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου