Ο πατέρας του Θεόδωρος ήταν κτηνοτρόφος. Είχε άλλους τρεις αδερφούς, από τους οποίους ο Γιάννης μετανάστευσε στην Αμερική και έγινε ο δωρητής του μαρμάρινου μνημείου στον «Άγνωστο στρατιώτη», που βρίσκεται σήμερα στο προαύλιο του ναού των Αγίων Ταξιαρχών. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο της Κρανιάς, στο Σχολαρχείο Ραψάνης και στο Γυμνάσιο Λάρισας, αποφοιτώντας το 1908. Την ίδια χρονιά οι κάτοικοι του γειτονικού χωριού Αγ. Παντελεήμων, που τότε βρίσκονταν στην Οθωμανική επικράτεια, τον προσκάλεσαν κι έγινε δάσκαλος στο χωριό. Τα σύνορα βρίσκονταν ανάμεσα στα δύο χωριά. Η Κρανιά είχε απελευθερωθεί το 1881, αλλά ο Άγιος Παντελεήμων θ’ απελευθερωθεί το 1912.
Στο σχολείο ο νεαρός δάσκαλος προσπαθούσε να εμφυσήσει στους μικρούς μαθητές το ελληνικό φρόνημα. Στη γιορτή μάλιστα της 25ης Μαρτίου του 1909 όλα τα θεατρικά εργάκια και τα τραγούδια ήταν επαναστατικά και αντιτουρκικά. Κάποιος λοιπόν κατέδωσε τον δάσκαλο στις οθωμανικές Αρχές, που έστειλαν ένα στρατιωτικό απόσπασμα να τον συλλάβει. Ο Σαρακατσάνος όμως ειδοποιήθηκε έγκαιρα και νύχτα διέφυγε στην Κρανιά.
Στις αρχές του 2010 κατατάχθηκε εθελοντής λοχίας στο 1ο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού της Λάρισας. Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων βρέθηκε στην πρώτη γραμμή, που ήταν λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Λάρισας. Το τέλος των πολέμων τον βρίσκει ανθυπασπιστή πυροβολικού. Η προαγωγή του οφείλεται στην εξαιρετική πολεμική του δράση. Με τη λήξη των βαλκανικών πολέμων έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε το 1916 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Προσχώρησε αμέσως στο κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» του Βενιζέλου και τοποθετήθηκε διοικητής λόχου πεζικού στη Χίο. Το 1917 μετατέθηκε στο μέτωπο της Μακεδονίας. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε με φιλία με τον Ν. Πλαστήρα. Ως διοικητής ορειβατικής πυροβολαρχίας με τον βαθμό του υπολοχαγού πήρε μέρος στις μάχες του Σκρα (17-30/5/1918) και του Ιστίπ (Σεπτέμβριος 1918). Το τέλος του 1ου Παγκόσμιου πολέμου τον βρήκε λοχαγό.
Στη μικρασιατική περιπέτεια τοποθετήθηκε αρχικά λοχαγός στο βόρειο μέτωπο, στην περιοχή του Αϊβαλί. Λίγο αργότερα μετακινήθηκε στο Εσκί Σεχίρ, παίρνοντας μέρος στις μάχες Κερασούν-Προύσας κι ύστερα στη μάχη του Σαγγάριου. Με την κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο του 1922 ο Σαρακατσάνος με τον λόχο του πέρασε στην Ανατολική Θράκη. Προσχώρησε αμέσως στην επανάσταση του Πλαστήρα και εντάχθηκε στη στρατιά Έβρου. Το 1923 έγινε ταγματάρχης. Το 1926-28 φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου. Μετά την αποφοίτησή του τοποθετήθηκε στο 3ο Επιτελικό γραφείο της ΙΙ Μεραρχίας Αθηνών. Την περίοδο 1931-33 έγινε υπασπιστής του Ελ. Βενιζέλου.
Το 1934 όντας Συνταγματάρχης τοποθετήθηκε στο επιτελείο του Δ΄ Σ. Στρατού στην Καβάλα. Πήρε μέρος στο κίνημα Βενιζέλου - Πλαστήρα του 1935. Με την καταστολή του δικάστηκε και καταδικάστηκε σε οχτώ χρόνια φυλάκιση. Αποφυλακίστηκε όμως έξι μήνες αργότερα και αποτάχθηκε από τον στρατό. Από το 1936-39 φοίτησε στην Πάντειο Σχολή. Το 1940 ανακλήθηκε στον στρατό με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε διοικητής μονάδας πυροβολικού στο μέτωπο της Κορυτσάς κι ύστερα επιτελάρχης της στρατιάς Ηπείρου με τον βαθμό του Συνταγματάρχη.
Στην Κατοχή έζησε στη γενέτειρά του. Αλλά το 1944 επέστρεψε στην Αθήνα και επανασυνδέθηκε με τους παλιούς Βενιζελικούς. Με την απελευθέρωση η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου τον ανακάλεσε στον στρατό και του ανάθεσε τη διοίκηση της Σχολής Ευελπίδων. Στα Δεκεμβριανά με 350 Ευέλπιδες απέκρουσε τις συνεχείς επιθέσεις του ΕΛΑΣ. Μετά τη συνθήκη της Βάρκιζας αναδιοργάνωσε τη Σχολή, στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1947. Τότε η κυβέρνηση Τσαλδάρη τον αποστράτευσε με τον βαθμό του υποστράτηγου με το αιτιολογικό ότι είχε συμμετάσχει στο κίνημα του 1935. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση Τσαλδάρη άρχισε ν’ αποστρατεύει όλους τους μη βασιλόφρονες αξιωματικούς. Μολονότι δικαιώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, η απόφαση δεν εφαρμόστηκε. Στη διάρκεια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας τιμήθηκε με όλα τα πολεμικά μετάλλια.
Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ΕΠΕΚ, του κόμματος που ίδρυσε ο φίλος του Ν. Πλαστήρας το 1950. Ήταν υποψήφιος βουλευτής στις εκλογές του 1950-2, αλλά δεν εκλέχτηκε. Συνέχισε όμως να ασχολείται με την πολιτική. Έτσι μπόρεσε να βοηθήσει την Κρανιά και τη γύρω περιοχή, ιδιαίτερα την περίοδο 1950-2, που ήταν πρωθυπουργός ο φίλος του Πλαστήρας. Με παρεμβάσεις του τα κρατικά όργανα έδωσαν προτεραιότητα στην ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης Κρανιάς. Ενήργησε να κατασκευαστεί ο αυτοκινητόδρομος που συνδέει την Κρανιά με τον Πυργετό και να λειτουργήσουν οι παιδικές κατασκηνώσεις Κρανιάς. Τέλος ενήργησε, ώστε να γίνουν τα αντιπλημμυρικά έργα στο Δέλτα του Πηνειού, χάρη στα οποία αναπτύχθηκε η περιοχή.
Πέθανε το 1968. Στη διαθήκη του φάνηκε όλη του η αγάπη για τη γενέτειρά του. Της κληροδότησε τα δύο διαμερίσματα που είχε στην Αθήνα, με σκοπό από τα ενοίκια να χρηματοδοτούνται έργα κοινής ωφέλειας ή να πουληθούν, για να χρηματοδοτηθεί η κατασκευή τουριστικού ξενώνα, τα έσοδα του οποίου θα ενισχύουν την κοινότητα. Με τα χρήματα από την πώληση των διαμερισμάτων ο Δήμος Τεμπών αγόρασε πρόσφατα ένα σπίτι στην ανατολική πλευρά της πλατείας της Κρανιάς, για να λειτουργήσεις ως καφενείο και τουριστικός ξενώνας.
Για την προσφορά του στο χωριό οι συγχωριανοί του τον τίμησαν με προτομή που βρίσκεται στην πλατεία της Κρανιάς.
Από τον Γιάννη Μπασλή, δρ. φ.