Ο τελευταίος, γεννημένος στις 5 Ιουλίου 1872 στην πόλη Troyes της Γαλλίας, εκτός από άνθρωπος των γραμμάτων υπήρξε μία φυσιογνωμία που άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη της στα πολιτικά δρώμενα της Γαλλίας κατά τη διάρκεια της πρώτης πεντηκονταετίας του 20ού αιώνα. Διετέλεσε βουλευτής, γερουσιαστής, πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, υπουργός και τρείς φορές πρωθυπουργός. Παράλληλα για μισό περίπου αιώνα, από το 1905 μέχρι τον θάνατό του στις 26 Μαρτίου 1957 (με μία μικρή διακοπή κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), εκλεγόταν συνεχώς δήμαρχος της Λυών.
Το 2008 η Δρ. Χριστίνα Πολέζε απέδωσε στην ελληνική γλώσσα το τμήμα εκείνο του ταξιδιωτικού χρονικού που αφορά την Θεσσαλία και ειδικότερα την Λάρισα [2]. Το μεταφρασμένο κείμενο δημοσιεύθηκε στο «Θεσσαλικό Ημερολόγιο» με σχόλια και επισημάνσεις του λόγιου εκδότη Κώστα Σπανού [3]. Με την ευγενική άδεια και των δύο προαναφερθέντων αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα από την επίσκεψη του Edouard Herriot στη Λάρισα το καλοκαίρι του 1928:
«Η Κοιλάδα των Τεμπών είδε να γεννιέται η λατρεία του θεού Απόλλωνα, όταν κατέβηκε, σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο, ακτινοβολώντας από νιάτα, τις πλαγιές του Ολύμπου, διέσχισε την Πιερία, πήγε και σκότωσε τον Πύθωνα και επέστρεψε, μετά το κατόρθωμά του, για να εξαγνισθεί στον Πηνειό, όπου, κάθε χρόνο προς τιμήν του, η δελφική επιτροπή όφειλε να συλλέγει τα κλαδιά της ιερής δάφνης. Κατά μήκος του ποταμού, οι τερέβινθοι στάζουν το λευκό ρετσίνι τους, το έντονα μυρωδάτο, τα σχίνα, πληγωμένα από τα τσιμπήματα των εντόμων, γεμίζουν με στίγματα από το κόκκινό τους τον πυκνό θάμνο, όπου ανθίζουν, πλάι-πλάι, το γιασεμί και η λυγαριά, των οποίων τα φύλλα λένε ότι ηρεμούν τα πάθη και προστατεύουν την αρετή.
Στο κέντρο της πεδιάδας, μακριά από την δροσιά της θάλασσας, το γέρικο φρούριο της Λάρισας, ξερό, σκονισμένο, όμοιο ως προς την απλοϊκή σύγχρονη όψη του με κάποια μικρή πόλη της Αλγερίας, φαίνεται σήμερα απογυμνωμένο από οτιδήποτε του προσέδιδε γραφικότητα και μεγαλείο. Είναι η πελασγική ακρόπολη. Πρόκειται για έναν γήλοφο ατιμασμένο από έναν κινηματογράφο. Ρίχνουμε μία τελευταία ματιά στις πλαγιές του Ολύμπου και στην κορυφογραμμή της Όσσας. Εκεί στο βάθος, προς τα αριστερά, κλείνει απότομα την θεσσαλική λίμνη η Πίνδος, ψηλό καταφύγιο του Απόλλωνα και των Πιερίδων Μουσών. Ο κίτρινος παράδεισος της Θεσσαλίας απλώνει, μέσα σε ένα πλαίσιο δασών, τις καλλιέργειές του, τα καπνοχώραφά του, την ξανθιά στέπα, η οποία τρέφει μία φυλή δραστήριων αλόγων. Ένας ερωδιός υψώνεται αργά και βαριά από το έδαφος. Πίσω από τα χαμηλά σπίτια με τα ξασπρισμένα, από τον ήλιο, κεραμίδια, βλέπουμε να σηκώνει τα γκρίζα φτερά του και να εξαφανίζεται το μαύρο λοφίο του. Η γη ασθμαίνει. Από περιοχή σε περιοχή και ίσως πλάι στα έλη, μικρές οάσεις, για να ξεκουράζεται το μάτι, τοποθετούν μία σκούρα κηλίδα πάνω σ’ αυτή την απέραντη πυρακτωμένη πλάκα. Μέσα σ’ αυτό το κέντρο, το οποίο γνώρισε, στο κατώφλι της κλασικής εποχής, μία πραγματική αίγλη, η οποία υπήρξε, με την δυναστεία των Αλευάδων, μία από τις πιο φλογερές εστίες της ελληνικής σκέψης, δεν υπάρχει κανένα ίχνος της αρχαίας δόξας. Ένα καταστραμμένο μουσείο, σε μία αυλή, στις παρυφές του βενετικού φρουρίου, μερικές επιγραφές, ένα λιοντάρι από λευκό μάρμαρο, ένα τμήμα γυναικείου αγάλματος. Ο φύλακας σε μία σκοτεινή γωνιά κοιμάται τόσο βαθιά που επιφυλαχθήκαμε να τον ξυπνήσουμε (…).
Πάνω στον λοφίσκο της Λάρισας, κατανοώ τον Πίνδαρο που εγκαταστάθηκε στην αυλή των Αλευάδων για να συλλέξει τις περιρρέουσες παραδόσεις, την εποχή κατά την οποία η Θεσσαλία εισερχόταν στην Ιστορία. Από όλους αυτούς τους μύθους, ο πιο φημισμένος είναι αυτός των παιδικών χρόνων του Αχιλλέα, όπως παρουσιάζεται στον 3ο Νεμεονίκη: ο νεαρός ήρωας επιτίθεται με το ακόντιό του σε λιοντάρια και αγριόχοιρους, σκοτώνει ελάφια ή τα ξεπερνά στο τρέξιμο. Έτσι έγινε και κάτω από τις κορυφές του Πηλίου, όπου ο Πίνδαρος γνώρισε τον πολύπλοκο μύθο των Αργοναυτών, πρώτη μετάφραση στην ποίηση της περιπέτειας, η οποία παρέσυρε τους έλληνες ναυτικούς προς τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της μεσογειακής λεκάνης. Διηγήσεις ναυτικών, οι οποίοι επέστρεφαν στα σπίτια τους· διηγήσεις οι οποίες εμπλουτίζονταν με θαυμαστά γεγονότα. Φλυαρίες πειρατών, οι οποίες έφθασαν μέχρι τις ακτές της Λιβύης και συνάντησαν, στο πέρασμά τους, την μάγισσα Μήδεια.
Για όλες αυτές τις παραδόσεις, οι οποίες εξωράισαν, με την ατελείωτη μεταμόρφωσή τους, την ελληνική Τέχνη και τα ελληνικά Γράμματα, η Θεσσαλία υπήρξε μία αστείρευτη δεξαμενή (…).
Ας εγκαταλείψουμε το γυμνό φρούριο [=μπεζεστένι] της Λάρισας και αυτήν την εγκαταλειμμένη σήραγγα όπου τριγυρίζουν τα μικρά μαύρα κοράκια της Θεσσαλίας. Κάτω από έναν τέτοιο ήλιο, ακόμα και ο Χείρωνας θα αρνιόταν να εγκαταλείψει την σπηλιά του. Στην άκρη του δρόμου, ανάμεσα στις πέτρες, ένας σκαντζόχοιρος πρόβαλε τα μικρά αγκάθια του. Οι άνθρωποι κρύβονταν και τα πρόβατα, αποφεύγοντας την ζεστή καφετιά γη, αναζητούσαν λίγη δροσιά κάτω από την προστασία των καλαμιών. Κοντά σε μία χαριτωμένη τουρκική βρύση, στο πλάτωμα του χωριού Τατάρι [σημ. Ζωοδόχος Πηγή Φαρσάλων] το βλέμμα ανακάλυψε ολόκληρο το πεδίο των μαχών της Φαρσάλου.
Αν θέλαμε να φθάσουμε απόψε στους Δελφούς, έπρεπε να εγκαταλείψουμε εσπευσμένα την θεσσαλική πεδιάδα, να διατρέξουμε την ομηρική Φθία, χώρα του Πηλέα και του Αχιλλέα, να διασχίσουμε τον ορεινό όγκο της Όθρυος και καθ’ οδόν να αδιαφορήσουμε για όλες τις εντυπώσεις, όλες τις ενθυμήσεις που προσφέρονται στον διαβάτη. Αυτός ο δρόμος, τον οποίο ακολουθούσαμε, είναι ο μεγάλος στρατηγικός δρόμος από τον οποίο πέρασε ολόκληρη η αρχαία και η σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας (…).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Την εικονογράφηση του βιβλίου που αφιερώθηκε από τον συγγραφέα στον Ελευθέριο Βενιζέλο επιμελήθηκε η σύζυγός του.
[2]. Αναχωρώντας από τη Λάρισα ο Herriot επισκέφθηκε τους Δελφούς, την Δήλο, την Αθήνα, την Επίδαυρο και την Ολυμπία για να θαυμάσει τα ερείπια της κλασικής Αρχαιότητας.
[3]. Edouard Herriot, «Επίσκεψη στη Λάρισα το 1928» [Μετάφραση από τα γαλλικά: Χριστίνα Πολέζε], Θεσσαλικό Ημερολόγιο (Λάρισα), τ. 53 (2008), σ. 165-174.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου