Όπως είχαμε προαναφέρει, τον Μάρτιο του 1892, ο Δημήτριος Σκούφος είχε υποβάλει την παραίτησή του, η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Αλέξανδρο Ζαΐμη (1855-1936). Μετά από τη μεγάλη επιτυχία της συλλήψεως των ληστών και δολοφόνων της Πέτρας και ενώ οι εφημερίδες της Θεσσαλίας δημοσίευαν διθυραμβικά σχόλια για το γεγονός, μερικές εφημερίδες των Αθηνών και ιδιαιτέρως το «Άστυ» [1], αμφισβήτησαν εμμέσως την επιτυχία αυτή. Άμεση ήταν η αντίδραση των εφημερίδων της Λάρισας για το δημοσίευμα: «Ο κ. Σκούφος αμείλικτος διώκτης παντός όστις τον του Νόμου σεβασμόν προσβάλλει και των παρανομούντων διώκτης αυστηρός, μη ατενίζων τους ισχυρούς της ημέρας μεθ’ όσης οι άλλοι ταπεινότητος, πολλώ δε μάλλον να ενδώση εις τας παραλόγους και εκνόμους απαιτήσεις των, κάρφος επικάθηται εις τους οφθαλμούς αυτών και αντιστρατεύεται εις τα πολιτικά αυτών σχέδια […]. Διά τούτο επιδιώκουσιν την αντικατάστασίν του δι’ άλλου Ανακριτού ίνα επιτυγχάνωσι την εκπλήρωσιν των εκνόμων απαιτήσεών των» [2].
Στις 10 Ιουνίου 1892 ο Χαρίλαος Τρικούπης ανέλαβε εκ νέου (για έκτη φορά) την πρωθυπουργία της χώρας. Ως υπουργός Δικαιοσύνης τοποθετήθηκε ο πρώην υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας Ανάργυρος Σιμόπουλος (1837-1908). Στις άμεσες προτεραιότητες του τελευταίου ήταν οι – για πολιτικούς λόγους – μαζικές μεταθέσεις δημοσίων λειτουργών. Ο Δημήτριος Σκούφος ήταν από τους πρώτους που μετατέθηκε τον Αύγουστο του ιδίου έτους στο Πρωτοδικείο της Άρτας και εντός 48 ωρών στο αντίστοιχο της Λευκάδος, γεγονός που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην κοινωνία της Λάρισας: «Της αλγεινής εντυπώσεως ήν η είδησις αύτη παρήγαγεν εις άπαντας, αποβαίνει αδύνατος η αληθής αναγραφή. Το άκουσμα και μόνον της απομακρύνσεως εντεύθεν του κ. Σκούφου κατά τας κρισίμους ταύτας στιγμάς υπό την έποψιν της Δημοσίας ασφαλείας. Ήρκεσε να προξενήση αληθή απόγνωσιν εις πάντας ενδιαφερόμενον περί της ανορθώσεως του μαστίζοντος την Θεσσαλίαν κακού. Ουδέποτε ηδύνατο τις να πιστεύση ότι ήθελεν ευρεθή Υπουργός, κηδόμενος της υπολήψεώς του να διαπράξη τοιούτον πραξικόπημα, διότι αληθές πραξικόπημα είνε η μετάθεσις του κ. Σκούφου» [3].
Λίγο πριν αναχωρήσει από τη Λάρισα παραχώρησε τη μοναδική του συνέντευξη στον ανταποκριτή της εφημερίδας «Ακρόπολις» των Αθηνών επιρρίπτοντας ευθύνες για την αύξηση της εγκληματικότητας στις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές της Θεσσαλίας καθώς και στη μη ενεργοποίηση του παλαιού Νόμου «Περί ληστείας»: «Ένεκα της καταστάσεως του στρατού, διατίθεται διά την υπηρεσίαν ταύτην [καταδιωκτικά αποσπάσματα] ελάχιστος αριθμός στρατιωτών. Και τι στρατιωτών! Γνωρίζετε; Τους παίρνουν τα όπλα, φίλε μου από τα χέρια. Προχθές δε οι υπαξιωματικοί του αποσπάσματος μοι έλεγον: Δεν έχομεν εμπιστοσύνην εις τους στρατιώτας μας και εάν συναντηθώμεν ποτέ με καμμίαν συμμορίαν θα πετάξουν τα όπλα και θα φύγουν» [4].
Οι πιέσεις όμως των βουλευτών της επαρχίας Λαρίσης προς την Κυβέρνηση ανέτρεψαν τα δεδομένα. Ο Δημήτριος Σκούφος επανήλθε από τη Λευκάδα στη Λάρισα, αλλά δεν ήταν πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Αισθανόταν ότι είχε γίνει αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης την οποία ο ίδιος δεν μπορούσε να διαχειρισθεί. Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι ο Σκούφος δεν αιτήθηκε ποτέ την επιστροφή του στη Λάρισα, γεγονός που δεν γνώριζαν οι άλλοι συνάδελφοί του (δικαστικοί), που έβλεπαν την επανατοποθέτησή του ως πολιτικό «ρουσφέτι». Φεύγοντας μία ημέρα από το γραφείο του, συναντήθηκε με τον αντισυνταγματάρχη Πεζικού Τριαντάφυλλο Πρωτοπαππά, πρώην διοικητή του καταδιωκτικού αποσπάσματος Λαρίσης. Ο αξιωματικός θεώρησε ότι ο ανακριτής έθιξε την προσωπικότητα και την τιμή του με τα όσα είχε αναφέρει στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον ανταποκριτή της «Ακροπόλεως» λίγους μήνες νωρίτερα και τον προκάλεσε σε …μονομαχία! Παρά τις εκκλήσεις των φίλων του, ο Σκούφος αποδέχθηκε τη μονομαχία με ρεβόλβερ η οποία πραγματοποιήθηκε στις αρχές Απριλίου του 1893 στο πεδίο βολής του 5ου Συντάγματος Πεζικού. Ως μάρτυρες από την πλευρά του Πρωτοπαππά παρευρέθηκαν ο ταγματάρχης του Μηχανικού Τέλος Μοσχόπουλος, ο ταγματάρχης του Πεζικού Αθανάσιος Βασιλείου και ο ιατρός Δημήτριος Χριστοφόρου, ενώ από την πλευρά του Σκούφου, ο Παναγιώτης Πολίτης, ο Διονύσιος Αμπεληκόπουλος και ο ιατρός Αντώνιος Δραγάτσης. «Αντηλλάγησαν δύο βολαί εις απόστασιν 24 βημάτων κατά το πρωτόκολλον, ευτυχώς άνευ αποτελέσματος» [5].
Τα επόμενα χρόνια συναντούμε τον Δημήτριο Σκούφο ως ανακριτή στο Πρωτοδικείο των Αθηνών. Το 1907 προήχθη σε εφέτη [6] και το 1910 διορίσθηκε ανακριτής «παρά των εν Αθήναις Εφετών» [7]. Στο διάστημα που μεσολάβησε του ανατέθηκαν μεγάλες υποθέσεις που απασχόλησαν τον Τύπο της εποχής για μεγάλο χρονικό διάστημα: η δολοφονία της Βουλιαγμένης (1895), τα αιματηρά γεγονότα της Κωπαΐδας (1896), οι καταχρήσεις στο Τελωνείο Πειραιώς (1899), η απάτη με τα πλαστά απολυτήρια Γυμνασίου για την εγγραφή στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών (1899), η κατάχρηση του Ταμείου των χαρτοσήμων (1909). Είναι γενικά αποδεκτό ότι κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του δέχθηκε αφόρητες πολιτικές πιέσεις και παρεμβάσεις τόσο από την πολιτική ηγεσία όσο και από μεμονωμένα πρόσωπα και φορείς. Το 1897 είχε υποχρεωθεί από το Παλάτι να εκδώσει ένταλμα σύλληψης κατά του ποιητή Γεωργίου Σουρή (1853-1919) ο οποίος είχε δημοσιεύσει σατιρικό ποίημα για τον βασιλέα στην εφημερίδα «Ρωμιός». Την ίδια χρονιά με πλαστά στοιχεία που του δόθηκαν εξέδωσε εντάλματα για τη σύλληψη φοιτητών του Πανεπιστημίου μετά από τις συγκρούσεις των τελευταίων με την Αστυνομία. Συνελήφθησαν 17 άτομα τα οποία όμως αφέθησαν ελεύθερα επειδή δεν διαπιστώθηκε κατά την ανάκριση που διεξήγαγε ο ίδιος, συμμετοχή των συλληφθέντων στα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της τότε Κυβέρνησης.
Ο Δημήτριος Σ. Σκούφος υπήρξε ένας χαρισματικός λειτουργός της Θέμιδος. Μετριοπαθής, ευγενής, τίμιος και άρτια καταρτισμένος. Και όπως προαναφέρθηκε το πέρασμά του από τη Λάρισα άφησε ανεξίτηλα χαραγμένο το όνομά του στη σύγχρονη ιστοριογραφία της πόλης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Βλ. άρθρο «Η εκπλήρωσις του καθήκοντος», Άστυ (Αθήνα), φ. 612 (11-12 Αυγούστου 1892). Το άρθρο υπογράφει δημοσιογράφος με το ψευδώνυμο «Ελεύθερος Σκοπευτής».
[2]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 146 (18 Αυγούστου 1892).
[3]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 147 (26 Αυγούστου 1892).
[4]. Βλ. άρθρο «Έλεγχος Δημοσίας Ασφαλείας: αι συνεντεύξεις μου. Ο ανακριτής Σκούφος», Ακρόπολις (Αθήνα), φ. 3808 (5 Σεπτεμβρίου 1892).
[5]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 174 (9 Απριλίου 1893).
[6]. Εμπρός (Αθήνα), φ. 3868 (26 Ιουλίου 1907).
[7]. Σκριπ (Αθήνα), φ. 16544 (28 Δεκεμβρίου 1910).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου