Μετά από το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών στο Ναύπλιο, εγγράφθηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών απ’ όπου απεφοίτησε το 1881 με τον τίτλο του διδάκτορα των Νομικών Επιστημών. Μετά από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881) αιτήθηκε τον διορισμό του στα δικαστήρια της Λάρισας. Η αίτησή του έγινε αποδεκτή και στις 7 Μαρτίου 1883 διορίσθηκε δικηγόρος στο Ειρηνοδικείο και στο Πρωτοδικείο της Λάρισας (ΦΕΚ 86/Α/9-3-1883), ενώ στις 23 Ιουλίου 1886 επικυρώθηκε ο διορισμός του και στο Εφετείο της πόλης (ΦΕΚ 198/Α/25-7-1886).
Ασχολήθηκε κυρίως με οικογενειακές και κληρονομικές υποθέσεις, έχοντας διορισθεί ως πληρεξούσιος (τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας), των εύπορων Οθωμανών κτηματιών, οι οποίοι σταδιακά άρχισαν να εγκαταλείπουν τη Θεσσαλία μεταναστεύοντας στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας (Σμύρνη, Προύσα, κλπ). Αργότερα διακρίθηκε και σε ποινικές υποθέσεις, ιδίως μετά από τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και την προσωρινή κατοχή της Θεσσαλίας (1898).
Δεν απέκτησε ιδιαίτερα μεγάλη περιουσία, όπως άλλοι συνάδελφοί του. Το 1885 αγόρασε από δημόσιο πλειστηριασμό οκτώ αγροτεμάχια συνολικής εκτάσεως 78 στρεμμάτων που βρίσκονταν στο χωριό Τσουρμακλή (Άγιοι Ανάργυροι) του τότε Δήμου Κραννώνος, τα οποία μεταβίβασε το 1892 στον κτηματία Απόστολο Μπουμπάκα αντί 1.000 δρχ. [1]. Τον Νοέμβριο του 1893, επί της πρώτης δημαρχιακής θητείας του Αχιλλέα Αστεριάδη, αγόρασε από τον Δήμο της Λάρισας (αντί 2.046 δρχ.), ένα δημοτικό οικόπεδο (αρ. 36) εκτάσεως 660 τ.μ. που βρισκόταν επί της οδού Αγίου Νικολάου στη συνοικία Παράσχου [2]. Λίγες ημέρες αργότερα αγόρασε και το παραπλεύρως ευρισκόμενο οικόπεδο (αρ. 37) εκτάσεως 550 τ.μ. αντί 1.320 δρχ. [3]. Για άγνωστους λόγους μεταβίβασε σχεδόν αμέσως την πλήρη κυριότητα και των δύο οικοπέδων σε τρίτους. Το υπ’ αρ. 37 οικόπεδο μεταβιβάστηκε την ίδια ημέρα της αγοράς στον δικηγόρο Κωνσταντίνο Κομίτσα (αντί 1.320 δρχ.) [4], ενώ το υπ’ αρ. 36, μεταβιβάστηκε δύο μήνες αργότερα (Ιανουάριος 1894) στον έμπορο Αθανάσιο Μιχαηλίδη [5] αντί του ποσού των 3.000 δρχ. [6].
Ως δικηγόρος, αλλά ως πολιτευτής, υπήρξε «χαρακτήρ αδαμάντινος, πλούτος γνώσεων, τον οποίον εσεβάσθησαν όλα τα κόμματα διά την ευγενήν πολιτική του» [7]. Εκλέχθηκε επί σειρά ετών δημοτικός και νομαρχιακός σύμβουλος, ενώ εκλέχθηκε και βουλευτής Λαρίσης στις κοινοβουλευτικές εκλογές της 16ης Απριλίου 1895 (πρωθυπουργός: Θεόδωρος Δηλιγιάννης) και στις αντίστοιχες της 7ης Φεβρουαρίου 1899 (πρωθυπουργός: Γεώργιος Θεοτόκης). Στις τελευταίες εκλογές πρώτος σε αριθμούς ψήφων στην επαρχία Λαρίσης εκλέχθηκε ο Ιωάννης Γιαννακίτσας (3.568), δεύτερος ο Νικόλαος Καραστεργίου (3.193) και τρίτος ο Δημήτριος Πιπινόπουλος (3.009) [8]. Έλαβε επίσης μέρος ως υποψήφιος βουλευτής και στις εκλογές των επομένων ετών αλλά δεν εξελέγη.
Διετέλεσε εκδότης της εφημερίδας «Λάρισσα» (1890), μέλος της οργανωτικής επιτροπής της Γεωργικής και Κτηνοτροφικής Εκθέσεως Λαρίσης (1900), μέλος της διοικούσας επιτροπής του Αρσακείου Παρθεναγωγείου (1902-1907), μέλος του Αδελφάτου του Κουτλιμπάνειου Νοσοκομείου Λαρίσης (1903), νομικός σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας (1905-1911), μέλος της υπό του Υπουργείου Εσωτερικών συσταθείσας επιτροπής «προς συλλογήν εράνων υπέρ των εκ της πυρκαϊάς παθόντων κατοίκων Ριζομύλου» (1907), μέλος του «Πελοποννησιακού Συνδέσμου» (1908) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και Αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λαρίσης (1926-1930). Προήδρευσε ως αρχαιότερος στην πρώτη συνεδρίαση του ΔΣΛ (25 Ιουνίου 1926) για την εκλογή του επταμελούς Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου σύμφωνα με τον Δικηγορικό Κώδικα που ψηφίστηκε την χρονιά εκείνη (ΦΕΚ 160/Α/20-5-1926).
Η σύζυγός του Ευφημία Καλπάκα επέδειξε έντονη κοινωνική και φιλανθρωπική δραστηριότητα. Διετέλεσε μέλος του «Λαρισσαϊκού Ομίλου» [9], του Φιλανθρωπικού Συλλόγου «Κυανούς Σταυρός» [10] και αντιπρόεδρος της «Εν Χριστώ Αδελφότητος των Κυριών» [11]. Μαζί της απέκτησε τον Αθανάσιο [12] την Μαρία (Μαρίκα) [13], την Κική [14] και την Τότα [15].
Ο Δημήτριος Πιπινόπουλος αποσύρθηκε από τη δικηγορία και την πολιτική το 1935. Απεβίωσε στη Λάρισα τρία χρόνια αργότερα (1938) και ετάφη στο παλαιό νεκροταφείο της πόλης. Μετά από τον θάνατό του, η χήρα σύζυγός του Ευφημία «εις μνήμην και εις εκπλήρωση προφορικής του επιθυμίας» [16] δώρισε στην Δημοτική Βιβλιοθήκη της Λάρισας την προσωπική του βιβλιοθήκη αποτελούμενη από 1000 σπάνιους τόμους που είχαν εκδοθεί μεταξύ των ετών 1775-1863 [17].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 037 [1892], αρ. 13402 (8 Αυγούστου 1892).
[2]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 044 [1893-1894], αρ. 15765 (9 Νοεμβρίου 1893).
[3]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 044 [1893-1894], αρ. 15831 (23 Νοεμβρίου 1893).
[4]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 044 [1893-1894], αρ. 15832 (23 Νοεμβρίου 1893).
[5]. Ο Αθανάσιος Μιχαηλίδης ήταν σύζυγος της Κλεοπάτρας Καλπάκα († 1897), αδελφής της Ευφημίας Καλπάκα-Πιπινοπούλου.
[6]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 044 [1893-1894], αρ. 16030 (19 Ιανουαρίου 1894).
[7]. Μικρά (Λάρισα), φ. 311 (24 Ιουνίου 1907).
[8]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 44 (13 Φεβρουαρίου 1899).
[9]. Μικρά (Λάρισα), φ. 83/233 (20 Αυγούστου 1906).
[10]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 808 (16 Οκτωβρίου 1905).
[11]. Μικρά (Λάρισα), φ. 18/472 (24 Σεπτεμβρίου 1910).
[12]. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έλαβε μέρος ως έφεδρος υπαξιωματικός (Α΄ Σ.Σ.) στις επιχειρήσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1921-1922). Διετέλεσε επί σειρά ετών δημοτικός σύμβουλος και υπηρεσιακός δήμαρχος της Λάρισας (1946), ενώ συμμετείχε στα εκάστοτε διοικητικά συμβούλια του Δικηγορικού Συλλόγου της πόλης. Από τον γάμο του απέκτησε δύο θυγατέρες: τη Ρίτα και την Έφη.
[13]. Παντρεύτηκε τον καθηγητή Θεολογίας και μετέπειτα βυζαντινολόγο Γεώργιο Σωτηρίου (1880-1965). Βλ. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Μαρία Πιπινοπούλου – Σωτηρίου (1888-1979): Η Λαρισαία βυζαντινολόγος, αρχαιολόγος και ιστορικός της Τέχνης», Ελευθερία (Λάρισα), 25 Μαρτίου 2018.
[14]. Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1886. Απόφοιτος του Αρσακείου της Αθήνας δίδαξε στο αντίστοιχο της Λάρισας διαθέτοντας επί σειρά ετών τις μηνιαίες αποδοχές της για τη φοίτηση σε αυτό, πέντε απόρων μαθητριών. Βλ. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 293 (4 Ιουλίου 1903). Παντρεύτηκε τον κτηματία Δημήτριο Δημητριάδη. Απεβίωσε το 1975.
[15]. Παντρεύτηκε το 1909 τον αξιωματικό του Πυροβολικού Στυλιανό Πανουργιά από την Άμφισσα. Βλ. Μικρά (Λάρισα), φ. 9/411 (23 Ιουλίου 1909) και φ. 44/450 (1 Μαΐου 1910) και Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 1003 (26 Ιουλίου 1909).
[16]. Κήρυξ (Λάρισα), φ. 3026 (1 Φεβρουαρίου 1938).
[17]. Αριστείδης Χρ. Παπαχατζόπουλος [επιμ.], Συμβολή στην ιστοριογραφία του Δικηγορικού Συλλόγου Λαρίσης. τ. Α΄ (1881-1940). Λάρισα: ΔΣΛ, 2016, σ. 291.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου