Εκτός όμως από διαπρεπής νομικός και πολιτικός επιστήμονας, ο Φραγκούδης (όπως ο ίδιος αναφέρει στο αυτοβιογραφικό σημείωμά του «Οι Αγώνες μου» που περιλαμβάνεται σε βιβλίο του) [2] υπήρξε «ο μεγαλύτερος Έλλην ταξιδιώτης, πεζοπόρος και περιηγητής». Σε νεαρή ηλικία πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ελλάδα δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις του σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά και εφημερίδες. Το καλοκαίρι του 1889 επισκέφθηκε τη Θεσσαλία. Το ταξίδι του διήρκεσε 46 ημέρες κατά τη διάρκεια του οποίου πεζοπόρησε περί τις 200 ώρες (8 ώρες ημερησίως). Προερχόμενος από το Μεσολόγγι επισκέφθηκε αρχικά το ελληνικό φυλάκιο της Κούτρας και στη συνέχεια το Ζάρκο, τον Τύρναβο, το Καζακλάρ (Αμπελώνας), το Μακρυχώρι, την κοιλάδα των Τεμπών και τα Αμπελάκια. Επέστρεψε στη Λάρισα όπου παρέμεινε για δύο ημέρες και στη συνέχεια επισκέφθηκε τον Βόλο, το Βελεστίνο και τα χωριά του Πηλίου. Λίγες ημέρες αργότερα έφθασε στη Λαμία και από εκεί κατευθύνθηκε στην Αθήνα μέσω της Άμφισσας και των Δελφών. Το ταξιδιωτικό του χρονικό δημοσιεύθηκε σε πέντε συνέχειες στην εβδομαδιαία φιλολογική και κοινωνική επιθεώρηση «Εβδομάς» η οποία εκδιδόταν στην Αθήνα και την οποία διεύθυνε ο Ιωάννης Μ. Δαμβέργης [3]. Απόσπασμα από την περιγραφή της Λάρισας παρουσιάζουμε στη συνέχεια [4]:
«Την επαύριον περί την 2½ μετά το μεσονύκτιον αναχωρήσας εξ Αμπελακίων υπό το σεληνιαίον φως, έφθασα μετά 6 ωρών συνεχή πορείαν διά πεδιάδος αδένδρου, ξηράς και ακαλλιεργήτου εις την πρωτεύουσαν της Θεσσαλίας Λάρισσαν [5].
Η Λάρισσα, παρά την δεξιάν όχθην του Πηνειού, με τους απειραρίθμους αυτής μιναρέδες, μακρόθεν έχει τερπνήν και πανοραμικήν την άποψιν. Ως πρωτεύουσα της Θεσσαλίας και μεγάλη αυτής αγορά, διετήρησε και επί τουρκοκρατίας την σημαντικότητά της. Πλην όμως ολίγων μεγάλων οικιών, ανηκουσών εις τους πλουσίους Τούρκους κτηματίας, η Λάρισα με τας αθλίας ως καλύβας οικίας της, τας ακαθάρτους οδούς της δεν ήτο ή μέγα άθλιον χωρίον. Από της προσαρτήσεως πάντες σχεδόν οι Τούρκοι κατέλιπον αυτήν, αλλ’ η πόλις κατέχουσα λαμπροτάτην θέσιν δεν ηρημώθη ως η Άρτα, αλλά τουναντίον ήρξατο αναλόγως γιγαντιαίοις βήμασιν αναπτυσσομένη. Μεγάλαι λεωφόροι κατακρημνίσασαι τας αθλίας οικίας διασχίζουσιν αυτήν· επ’ αυτών εκτίσθησαν κάλλιστα καταστήματα και αξιόλογα καφφενεία και ξενοδοχεία. Το τουρκικόν μέγαρον του Πασσά, προ του οποίου και πλατεία, επισκευαζόμενον και αυξανόμενον θα χρησιμεύση ως δικαστήριον.
Επί της αντίπεραν όχθης του Πηνειού εφυτεύθη θαλερός δημόσιος κήπος, ένθα παιανίζει η μουσική της φρουράς, αλλ’ όστις ηδύνατο να είνε πολύ μάλλον περιποιημένος [6]. Ολίγον περαιτέρω υπάρχουσι μικροί τινές αμπελώνες. Τας δύο όχθας του ποταμού ζευγνύει μεγάλη εκ 10 αψίδων λιθίνη τουρκική γέφυρα, επισκευασθείσα κατά την επιστρατείαν. Κάτωθι μικρά λέμβος με μικρό πανί διολισθαίνει επί του λείου ποταμού. Το ύδωρ του ποταμού είναι κάλλιστον προς πόσιν, εννοείται όμως ότι και ακάθαρτον· μεταφέρεται δε εις τας οικίας διά των σακκάδων (νεροφόρων) εντός μεγάλων ασκών, ως και εν Αλεξανδρεία. Ο δήμαρχος Λαρίσσης σκέπτεται να διοχετεύσει το ύδωρ εις την πόλιν διά μηχανής, ήτις συγχρόνως και θα το διυλίζη, και να την φωτίση δι’ ηλεκτρικού φωτός· το δεύτερον προς το παρόν δύναται να λείψη, αλλά το πρώτον είνε απαραίτητον· τότε η Λάρισσα, το τέως πενιχρόν χωρίον, θα καταστή καλή πόλις και προϊόντος του χρόνου διά του ενωτικού σιδηροδρόμου, της λύσεως του γεωργικού ζητήματος, μία των ωραιοτέρων πόλεων της Ελλάδος.
Ως ανάμνησις της τουρκικής κυριαρχίας υψούνται εισέτι υπέρ την πόλιν οι πλείστοι των 36 αυτής μιναρέδων, ως άλλοι κατηδαφίσθησαν και άλλοι κατέπεσαν εξ απελπισίας ίσως. Εν μόνον τζαμίον και εις μιναρές αρκεί σήμερον εις τους ολίγους ενταύθα Τούρκους. Υπέρ την γέφυραν κείται και μικρόν φρούριον, ένθα ήδη κυματίζει η ωραία μας κυανόλευκος· εντεύθεν η θέα είνε ωραιοτάτη· την απέραντον πεδιάδα περιορίζει προς βορράν ο πολυκόρυφος Όλυμπος και ο οξείαν έχων την κορυφήν Κίσσαβος. Δαπάνη Κουτλιπάνη [7] ανεγείρεται εκτός της πόλεως κάλλιστον νοσοκομείον και πτωχοκομείον. Εν τη αυλή του σχολείου [8] εισίν ερριμέναι επιτύμβιοί τινές πλάκες, ανάγλυφα και λάρνακες, μικράς σπουδαιότητος αντικείμενα αρχαίου νεκροταφείου, αι μόναι της Λάρισας αρχαιότητες. Έν τέταρτον εκτός της πόλεως κείνται και οι καλύτεροι των εν Ελλάδι στρατώνων προ έτους αποπερατωθέντες, δι’ ούς εδαπανήθησαν περί τα 2.500.000 δραχ. Δύνανται δε να περιλάβωσι περί τους 5.000 άνδρας. Εν τούτοις οι ειδήμονες λέγουσιν, ότι έχουσι πολλάς ελλείψεις, αίτινες μόνον δι’ αρκετής έτι δαπάνης θα διορθωθώσιν.
Ομολογουμένως δε και η Λάρισα ένεκα του λασπώδους αυτής εδάφους είνε πάντη ακατάλληλος διά συνάθροισιν πολλού στρατού έχοντος ανάγκην ασκήσεων καθ’ όλας τας ώρας του έτους. Ελπίζω, ότι οι αξιωματικοί της φρουράς της Λαρίσσης, θα φροντίσωσι να φυτεύσωσι περί τους ωραίους στρατώνας των διάφορα δένδρα, όπερ άνευ πολλού κόπου δύναται να κατορθωθή· είνε όντως απελπιστική η θέα της μεγάλης και ακανθώδους εκείνης πεδιάδος. Μετά διήμερον ενταύθα διαμονήν κατέλιπον την Λάρισσαν, αναχωρήσας διά του σιδηροδρόμου εις Βόλον» [9].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Ελευθερία (Λάρισα), φ. 32611 (25 Ιανουαρίου 2015).
[2]. Γεώργιος Φραγκούδης, Ιστορία και γενεαλογία της μεγάλης κυπριακής οικογένειας Φραγκούδη και των συγγενικών οικογενειών. Αθήνα: Τύποις Ν. Απατσίδη, 1939.
[3]. Γεώργιος Φραγκούδης, «Οδοιπορικαί σημειώσεις», Εβδομάς (Αθήνα), φ. 2 (12 Ιανουαρίου 1891), σ. 2-5, φ. 3 (19 Ιανουαρίου 1891), σ. 3-5, φ. 4 (26 Ιανουαρίου 1891), σ. 7-9, φ. 5 (2 Φεβρουαρίου 1891), σ. 4-5 και φ. 6 (9 Φεβρουαρίου 1891), σ. 6-9.
[4]. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Η Λάρισα στις αναμνήσεις του Γεωργίου Φραγκούδη (1889)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο (Λάρισα), τ. 72 (2017), σ. 157-159.
[5]. Εβδομάς, φ. 2 (12 Ιανουαρίου 1891), σ. 5.
[6]. Ο παραποτάμιος δημοτικός κήπος του Αλκαζάρ δημιουργήθηκε επί δημαρχίας του Αργυρίου Διδίκα (1882-1883).
[7]. Αναγράφεται εσφαλμένα το όνομα του Ιωάννη Αστερίου Κουτλιμπανά, ο οποίος ανακηρύχθηκε μέγας ευεργέτης της πόλεως Λαρίσης, μετά από ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου στην συνεδρίαση της 5ης Νοεμβρίου 1887.
[8]. Αναφέρεται στο Διδασκαλείο της Λάρισας. Τα αρχαιολογικά ευρήματα βρίσκονταν ακόμα στο προαύλιο του σχολείου το 1897 όπως αναφέρει ο διάσημος Ελβετός χειρουργός Edmond Lardy (1859-1935) που προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Οθωμανικό στρατό κατά την διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου. Βλ. Edmond Lardy, La guerre greco-turque, Neuchatel: Attinger, 1899, σ. 79-80.
[9]. Εβδομάς (Αθήνα), φ. 3 (19 Ιανουαρίου 1891), σ. 3.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου