Γιος του Νικολάου Ιατρόπουλου [1]από την Ανδρίτσαινα της Πελοποννήσου, ο Θεόδωρος Ιατρόπουλος φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αναγορεύθηκε διδάκτορας των Νομικών Επιστημών. Το 1875 διορίσθηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο και το Εφετείο του Ναυπλίου ενώ δύο χρόνια αργότερα διορίσθηκε δικηγόρος, αρχικά στο Πρωτοδικείο (Ιανουάριος 1877) και λίγο αργότερα (14 Δεκεμβρίου 1877) στο Εφετείο των Αθηνών (ΦΕΚ 15/Α/21-2-1878).
Μετά από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881), αιτήθηκε τη μετάθεσή του στο Ειρηνοδικείο και στο Πρωτοδικείο της Λάρισας, αίτηση η οποία έγινε αποδεκτή στις 9 Οκτωβρίου 1881. Στις 22 Οκτωβρίου 1881 διορίσθηκε πάρεδρος στο Πρωτοδικείο της Λάρισας (ΦΕΚ 4/Α/27-1-1882), ενώ στις 31 Ιανουαρίου 1882 διορίσθηκε δικηγόρος και στο Εφετείο της πόλης (ΦΕΚ 77/Α/13-8-1882). Όπως και οι περισσότεροι Πελοποννήσιοι δικηγόροι που εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα μετά το 1881, ασχολήθηκε κυρίως με υποθέσεις αστικού και εμπορικού δικαίου, ενώ διετέλεσε πληρεξούσιος δικηγόρος πολλών εύπορων Οθωμανών κτηματιών που άρχισαν σταδιακά να μεταναστεύουν στα εδάφη της Μικράς Ασίας.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 αναχώρησε οικογενειακώς από τη Λάρισα και εγκαταστάθηκε προσωρινά στην Αθήνα. Η κατοικία του στη Λάρισα λεηλατήθηκε κυριολεκτικά (αφαιρέθηκαν όλα τα έπιπλα και τα σκεύη οικιακής χρήσεως και καταστράφηκαν όλες οι δικογραφίες), από μία ομάδα Οθωμανών [2] στο διάστημα από τις 13 έως τις 20 Απριλίου 1897. Μετά από την προσωρινή κατοχή της Θεσσαλίας και την εκ νέου εγκατάστασή του στη Λάρισα (4 Ιουλίου 1898) κατέθεσε αγωγές (μέσω του πληρεξουσίου δικηγόρου Φίλιππου Τσαπραλή) αιτούμενος το ποσό των 50.851 δρχ., με αποτέλεσμα να πετύχει τη συντηρητική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας των προαναφερθέντων, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν αναχωρήσει για την Προύσα της Μικράς Ασίας [3].
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1900 διορίσθηκε πληρεξούσιος δικηγόρος του Δημοσίου Ταμείου Λαρίσης [4]. Τον Αύγουστο του 1903 συμμετείχε ως ιδρυτικό μέλος στη σύσταση του «Πελοποννησιακού Συνδέσμου Λαρίσης» (τα υπόλοιπα ιδρυτικά μέλη ήταν ο Παν. Ασλάνης, ο Κ. Κατσαούνης και ο Ορ. Καλομοίρης) και διετέλεσε πρόεδρος αυτού από το 1904 έως το 1910 [5]. Το 1909 διορίσθηκε νομικός σύμβουλος του υποκαταστήματος της «Τραπέζης Αθηνών» στη Λάρισα [6], ενώ την επόμενη χρονιά (1910) τιμήθηκε από τον «Τεχνοεργατικό Σύνδεσμο Λαρίσης» (μετέπειτα Εργατικό Κέντρο) για τις αφιλοκερδείς υπηρεσίες που προσέφερε. Το 1911 εκλέχθηκε πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λαρίσης [7]που είχε ιδρυθεί στις 23 Δεκεμβρίου 1908 με τον Ν. 3317 «Περί Δικηγορικών Συλλόγων» (ΦΕΚ 311/Α/27-12-1908).
Η σύζυγός του Σοφία διετέλεσε μέλος της «Σηροτροφικής Επιτροπής Κυριών Λαρίσης» (πρόεδρος: Αμαλία Παπασταύρου) [8] και του «Συνδέσμου Κυριών Λαρίσης»(πρόεδρος: Αμαλία Παπασταύρου). Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) οι κυρίες του Συνδέσμου περιέρχονταν «τα Νοσοκομεία διαμοιράζουσαι εις εν έκαστον των τραυματιών και ασθενών φανέλλας και εσώρουχα και προσφέρουσαι κονιάκ, καπνόν και τονωτικά». Την ίδια περίοδο η Σοφία Ιατροπούλου ανέλαβε με δικά της έξοδα την περίθαλψη των οικογενειών των απόρων εφέδρων της Λάρισας [9].
Δεν γνωρίζουμε πόσα ακριβώς παιδιά απέκτησε ο Θεόδωρος Ιατρόπουλος. Τα μέχρι σήμερα γνωστά στην ιστοριογραφία είναι τρία: ο Νικόλαος, ο Ιωάννης και ο Αιμίλιος.
Ο Νικόλαος γεννήθηκε στη Λάρισα στις αρχές του 1882. Βαπτίστηκε τον Νοέμβριο του ιδίου έτους με αναδόχους τον τότε βουλευτή της επαρχίας Δομοκού Χριστόδουλο Στεριάδη και την Ελευθερία Μέκιου, σύζυγο του εφέτη της Λάρισας Παναγιώτη Αραβαντινού (1843-1906) [10]. Το 1901 εγγράφθηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου απεφοίτησε το 1907 με τον τίτλο του διδάκτορα των Νομικών Επιστημών [11].Δικηγόρησε επί σειρά ετών στη Χαλκίδα και τη Λάρισα, ενώ διετέλεσε μέλος του Μουσικού και Γυμναστικού Συλλόγου Λαρίσης. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας (1921-1922), ως έφεδρος λοχαγός του Πυροβολικού. Διετέλεσε ισόβιο μέλος της Λέσχης των Φιλελευθέρων.
Ο Ιωάννης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1886. Σπούδασε στην Εμπορική Σχολή των Αθηνών και τον Οκτώβριο του 1909 «μετ’ αυστηροτάτας εξετάσεις προσελήφθη ως λογιστής εις το υποκατάστημα Λαρίσης της Τραπέζης Αθηνών» [12]. Το 1912 κατατάχθηκε στις τάξεις του στρατεύματος ως έφεδρος υπαξιωματικός του Πυροβολικού. Διακρίθηκε στις επιχειρήσεις του Ελληνοβουλγαρικού πολέμου (1913) όπου και τραυματίστηκε [13].
Ο Αιμίλιος γεννήθηκε στη Λάρισα το 1888 και απεβίωσε σε ηλικία 15 ετών (13 Φεβρουαρίου 1903) «προσβληθείς εξ οξυτάτου νόσου» [14]. Ήταν μαθητής του Γυμνασίου Λαρίσης και τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο γυμνασιάρχης Γ. Ζηκίδης.
Ο Θεόδωρος Ιατρόπουλος, απεβίωσε στη Λάρισα στα μέσα της δεκαετίας του 1920.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Απεβίωσε τον Νοέμβριο του 1893. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 210 (29 Νοεμβρίου 1893).
[2]. Από τον Σερίφ Χαβούζ Χακή και τη σύζυγό του Φατμέ, τον Καρά Χουσεΐν Μουσταφά και τη σύζυγό του Γκιουλσούμ, τον Ντελή Τζελάλ Σουλεϊμάν και τη σύζυγό του Εμετή καθώς και από τη Χαϊριές, σύζυγο του Χατζή Αχμέτ Σαατζή Χαβούζ. Στην αγωγή επισυνάπτεται και αναλυτικός κατάλογος των κλαπέντων αντικειμένων.
[3]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 7 (6 Ιουλίου 1898).
[4]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 083 [1900], αρ. 30886 (10 Δεκεμβρίου 1900).
[5]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 354 (27 Αυγούστου 1904) και Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 975 (11 Ιανουαρίου 1909).
[6]. Σκριπ (Αθήνα), φ. 16434 (28 Απριλίου 1909).
[7]. Πρωία Θεσσαλίας (Λάρισα), φ. 54/387 (12 Φεβρουαρίου 1911).
[8]. Η Επιτροπή είχε ως σκοπό τη διανομή «μωρεοσπόρου Μικράς Ασίας δωρεάν εις τους αιτούντας τοιούτου διά φυτώρια» και την πώληση σπόρων Προύσας, Γαλλίας και Καλαμάτας. Βλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 672 (9 Μαρτίου 1903).
[9]. Μικρά (Λάρισα), φ. 1/557 (3 Νοεμβρίου 1912).
[10]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 114 (21 Νοεμβρίου 1882).
[11]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 914 (4 Νοεμβρίου 1907).
[12]. Μικρά (Λάρισα), φ. 19/421 (8 Οκτωβρίου 1909).
[13]. Μικρά (Λάρισα), φ. 37/593 (20 Σεπτεμβρίου 1913).
[14]. Θρασύβουλος Μακρής, «Νεκρολούλουδα: Εις τον πολύκλαυστον Αιμύλιον Θ. Ιατρόπουλον» (Ελεγείο), Όλυμπος (Λάρισα), φ. 272 (15 Φεβρουαρίου 1903). Πρβλ. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 669 (16 Φεβρουαρίου 1903).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου