Και ενώ ο τελευταίος αναγκάστηκε εξαιτίας εσφαλμένων αποφάσεων των τότε Δημοτικών Συμβουλίων της Λάρισας να εγκατασταθεί στον Βόλο, όπου και μεγαλούργησε, ο Γεώργιος Πατσάλης παρέμεινε και δραστηριοποιήθηκε στη Λάρισα για περισσότερο από τρεις δεκαετίες.
Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής του Γεωργίου Πατσάλη. Είναι γνωστό όμως ότι εγκαταστάθηκε στη Λάρισα μετά από την απελευθέρωσή της (1881) εξασκώντας το επάγγελμα του υφαντή. Περί το 1884 ίδρυσε μία μικρή βιοτεχνική μονάδα με τέσσερις χειροκίνητες πλεκτικές μηχανές με τις οποίες παρήγαγε υφάσματα ανωτέρας ποιότητας, ειδικές παραγγελίες των εύπορων κατοίκων της Θεσσαλικής πρωτεύουσας. Το 1893 πραγματοποίησε εκτεταμένη ανακαίνιση του βιοτεχνικού του εξοπλισμού με χρήματα που εισέπραξε από την πώληση της ιδιόκτητης κατοικίας του στη συνοικία Σαρατσλάρ της Λάρισας. Η κατοικία μεταβιβάστηκε στον κτηματία Ανδρέα Ζαχαρόπουλο, αντί τιμήματος 2.250 δρχ. [1]. Όμως την ανοδική πορεία της επιχείρησής του ανέκοψε εντελώς ξαφνικά ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και η προσωρινή κατοχή της Θεσσαλίας (1897-1898).
Αμέσως μετά από την αποχώρηση των Τούρκων, ο Γεώργιος Πατσάλης πραγματοποίησε το μεγάλο άλμα. Μετέτρεψε τη μικρή βιοτεχνική μονάδα σε ένα σύγχρονο εργοστάσιο, εφάμιλλο των αντίστοιχων Αθηναϊκών της εποχής. Το «Μέγα Υφαντουργικόν Κατάστημα Γεωργίου Πατσάλη» βρισκόταν στην οδό Ακροπόλεως (στο τμήμα της σημερινής οδού Παπαναστασίου που ορίζεται μεταξύ των οδών Κύπρου και Βενιζέλου) και τα επίσημα εγκαίνιά του πραγματοποιήθηκαν τον Νοέμβριο του 1898: «Το άνω πάτωμα του καταστήματος χρησιμεύει ως εργαστήριον, εν ώ δεκάς και πλέον κορασίδων ασχολούνται από της πρώτης παρασκευής της ύλης μέχρι της τελείας εξαγωγής των υφασμάτων. Ο κ. Πατσάλης αεικίνητος πάντοτε μεταβαίνει εις τα διάφορα τμήματα του εργαστηρίου οτέ μεν ίνα δώση διαταγάς, οτέ δε ίνα διοργανώση την εργασίαν, οτέ δε ίνα μεταβάλη επί το ωραιότερον τον χρωματισμόν των υφασμάτων» [2]. Στο εργοστάσιο που παρήγαγε «παραπετάσματα, προσκέφαλα, πετσέτες, προσόψια, τραπεζομάντηλα, κουβέρτες και διάφορα φορέματα άτινα ελκύουσι την προσοχήν και της μάλλον απαιτητικής ιδιοτροπίας», εργάζονταν και δέκα επί πλέον άνδρες για τις παραλαβές, τις συσκευασίες και τις αποστολές των πρώτων υλών και των εμπορευμάτων.
Τον Ιούλιο του 1904 το οίκημα στο οποίο στεγαζόταν το υφαντουργείο του κατεδαφίστηκε και στη θέση του αναγέρθηκε ένα νέο λιθόκτιστο, τα εγκαίνια του οποίου πραγματοποιήθηκαν τέσσερις μήνες αργότερα (Νοέμβριος 1904): «Ήρξατο λειτουργούν το νεόδμητο εργοστάσιο του κ. Πατσάλη κείμενον επί της οδού Ακροπόλεως. Κατηρτίσθη δε με όλους τους βιοτεχνικούς κανόνας, καθ’ όλα εφάμιλλον με τα υφαντουργεία των Αθηνών» [3]. Την εποχή εκείνη εργάζονταν σε αυτό περί τα 60 άτομα, τα οποία σταδιακά αυξήθηκαν στα 100.
Τον Οκτώβριο του 1913 «το εργοστάσιο κατέστη ατμοκίνητο, του κ. Πατσάλη συνεννοηθέντος ήδη μετά Ευρωπαϊκών εργοστασίων διά την εγκατάστασιν των οικείων μηχανημάτων» [4]. Ο ίδιος ίδρυσε υποκατάστημα της επιχείρησης στην ελεύθερη πλέον Θεσσαλονίκη και ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων ανέρχονταν στα 130 άτομα. Στις δημοτικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Φεβρουάριο του 1914,ο Γεώργιος Πατσάλης εξελέγη δημοτικός σύμβουλος με την παράταξη του νέου δημάρχου της Λάρισας Μιχαήλ Σάπκα [5].
Το 1919 ο Γεώργιος Πατσάλης εξαγόρασε από την Εθνική Τράπεζα τον μηχανολογικό εξοπλισμό [6] του πάλαι ποτέ «Υφαντουργείου των Απόρων» (πρώην ξενώνας Κουτλιμπανά) [7]. Το υφαντουργείο είχε εγκαινιαστεί τον Ιούλιο του 1899 από την Καλλιόπη Κεχαγιά, ως αντιπρόσωπο της «εν Αθήναις Κεντρικής Επιτροπής των Κυριών» που ανέλαβε και τη λειτουργία του. Οι εγκαταστάσεις του παραχωρήθηκαν δωρεάν από τον Δήμο και ο μηχανολογικός και τεχνολογικός εξοπλισμός χρηματοδοτήθηκε από το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στη Λάρισα, η οποία αγόρασε και τα παρακείμενα ιδιωτικά οικόπεδα και έκτισε συμπληρωματικές εγκαταστάσεις.
Αμέσως μετά την προαναφερθείσα εξαγορά, ο Γεώργιος Πατσάλης ανέστειλε τη λειτουργία του άλλου υφαντουργείου που διέθετε στην οδό Ακροπόλεως και προέβη σε άτυπη συμφωνία με τον Δήμο της Λάρισας για την εκμίσθωση των οικοπέδων και των κτιριακών εγκαταστάσεων του πρώην «υφαντουργείου των απόρων» που ανήκαν στην πλήρη κυριότητά του. Ο Πατσάλης λειτούργησε το υφαντουργείο από το 1919 έως τη χρονιά που απεβίωσε (1924), χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει με τον Δήμο, τα της μίσθωσης του κτιρίου: «Ουδεμία των γενομένων δημοπρασιών είχε τελικώς εγκριθεί και ούτε ουδέποτε είχε περιβληθεί του οριστικού τύπου της ενοικιάσεως η εν αυτώ εγκατάστασις του Γ. Πατσάλη» [8]. Το ζήτημα μάλιστα περιπλέχθηκε ακόμα περισσότερο όταν ο Πατσάλης προέβη το 1922 στην εκτέλεση διαφόρων έργων επέκτασης του κτιρίου [9].
Μετά το 1924, το κτίριο και ο περιβάλλων χώρος εκμισθώθηκε (;) στη χήρα σύζυγό του Γρηγορία, αντί μηνιαίου ενοικίου 350 δρχ. [10], αλλά τον Δεκέμβριο του 1925 καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά. Στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 12ης Ιανουαρίου 1926, ο δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας και η πλειοψηφία των δημοτικών συμβούλων, αποδέχθηκαν το ποσό των 40.000 δρχ. που προσέφεραν οι «Γενικαί Ασφάλειαι Ελλάδος» ως αποζημίωση για το κατεστραμμένο κτίριο. Το τελευταίο ήταν ασφαλισμένο αντί 50.000 δρχ. [11]. Οι κληρονόμοι του Πατσάλη ίδρυσαν μία νέα σύγχρονη μονάδα σε άλλη περιοχή της Λάρισας, ενώ πολύ αργότερα κατεδαφίστηκαν τα ερείπια του παλαιού κτιρίου και ο χώρος μετατράπηκε σε δημοτικό πάρκο.
Το 1961, σύμφωνα με τα στοιχεία του Μητρώου των Ελληνικών Βιομηχανιών το υφαντουργείο των κληρονόμων του Γεωργίου Πατσάλη, που είχε μετατραπεί σε Ανώνυμη Εταιρεία, βρισκόταν ανάμεσα στις πέντε μεγαλύτερες υφαντουργικές μονάδες της Θεσσαλίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 041 [1893], αρ. 14971 (10 Ιουνίου 1893).
[2]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 32 (14 Νοεμβρίου 1898).
[3]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 365 (20 Νοεμβρίου 1904).
[4]. Μικρά (Λάρισα), φ. 41/597 (27 Οκτωβρίου 1913).
[5]. Μικρά (Λάρισα), φ. 52/608 (21 Φεβρουαρίου 1914).
[6]. Τα μηχανήματα και οι υφαντικές μηχανές είχαν τεθεί σε λειτουργία από τον Αθηναίο μηχανικό Α. Ριζόπουλο και τον Βρετανό μηχανικό James Watson. Βλ. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 66 (31 Ιουλίου 1899).
[7]. Νικόλαος Παπαθεοδώρου, «Ο Ξενώνας των Ζαρκινών και το πρώτο υφαντουργείο Γ. Πατσάλη», Ελευθερία (Λάρισα), 4 Φεβρουαρίου 2018.Στις «Αναμνήσεις» του ο Μιχαήλ Σάπκας εσφαλμένα αναφέρει ως έτος εξαγοράς το 1903.
[8]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης [ΠΔΣΛ], φκ. 017 [1929-1933], 31 Μαΐου 1932.
[9]. ΠΔΣΛ, φκ. 014 [1922-1924], 27 Ιουνίου 1922 και 30 Μαΐου 1922.
[10]. ΠΔΣΛ, φκ. 015 [1924-1926], 24 Νοεμβρίου 1924.
[11]. ΠΔΣΛ, φκ. 015 [1924-1926], 12 Ιανουαρίου 1926.
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου