Ήταν η πιο ακριβή διοργάνωση (μέχρι την επόμενη…) και τώρα που κάνει ταμείο, διαπιστώνει ότι είχε κέρδος.
Φάση από την οποία πέρασε στο παρελθόν και η χώρα μας, με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, το κόστος τους, την μεταολυμπιακή χρήση των σταδίων και τα ερωτήματα, πολλά από τα οποία παραμένουν ακόμη -αν όχι αναπάντητα- με διαμετρικά αντίθετα επιχειρήματα.
Με αφορμή λοιπόν τη μεγάλη αυτή αθλητική διοργάνωση, επαναφέρουμε μερικά από αυτά, ζητώντας την προσέγγιση ενός επιστήμονα με ειδικές γνώσεις πάνω σε τέτοιου είδους ζητήματα.
Ο Θεοφάνης Γκατζής είναι οικονομολόγος- διεθνολόγος και έχει ΜSc στον σχεδιασμό και την ανάπτυξη στους τομείς του Τουρισμού και του Πολιτισμού.
* Σε πρόσφατο άρθρο του, το οποίο δημοσιεύτηκε στην «Ελευθερία», αναφερόταν στα οφέλη από τη διοργάνωση μιας τελικής φάσης Παγκόσμιου Κυπέλλου. Με αφορμή και την ελληνική εμπειρία από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, κάντε μας μια αποτίμηση. Ποιο δηλαδή ήταν το όφελος, όχι μόνο για το «κλεινόν άστυ» αλλά για όλες τις Ολυμπιακές πόλεις.
- Σε γενικές γραμμές, αναφέρει, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι Ολυμπιακοί αγώνες είχαν ως απόρροια τη δημιουργία υποδομών για τη χώρα μας, αλλά και καταλυτικές επιδράσεις στον εισερχόμενο τουρισμό και στην αύξηση της παραγωγικότητας. Επίσης, μετά τη λήξη τους, επηρέασαν θετικά την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση στην Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Ειδικότερα, στην Αθήνα πέρα από την κατασκευή σταδίων και τον εκσυγχρονισμό των μέσων μεταφοράς επιτεύχθηκε αστική ανάπλαση σε κάποια σημεία της πόλης. Όσον αφορά στο ποιες ήταν οι επιδράσεις των Ολυμπιακών αγώνων στις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας - Θεσσαλονίκη, Βόλος, Πάτρα, Ηράκλειο- που ανέλαβαν να διοργανώσουν το ποδοσφαιρικό τουρνουά, αν και δεν υφίσταται κάποια έρευνα που να αποτυπώνει οικονομικά αποτελέσματα, εντούτοις μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το κληροδότημα γι’ αυτές τις πόλεις ήταν η δημιουργία νέων σταδίων και η ενίσχυση της αναγνωρισιμότητάς τους διεθνώς. Βέβαια τα μακροπρόθεσμα οφέλη ήταν περιορισμένα, για τις Ολυμπιακές πόλεις, ένεκα του γεγονότος ότι δεν αξιοποιήθηκαν πλήθος αγωνιστικών εγκαταστάσεων.
Συνυπολογίζοντας τις δημόσιες δαπάνες για την κατασκευή των Ολυμπιακών έργων, αλλά και το δημοσιονομικό όφελος από την πρόσθετη οικονομική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και μετά τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων, συμπεραίνουμε ότι η διεξαγωγή δεν επιβάρυνε ουσιαστικά τη δημοσιονομική θέση της χώρας. Επιπλέον, ενισχύθηκε η διεθνής της θέση καθότι η επιτυχής διοργάνωση των Ολυμπιακών και των Παραολυμπιακών Αγώνων προέβαλε την Ελλάδα ως μία χώρα που έχει τη δυνατότητα να φέρνει εις πέρας δύσκολα εγχειρήματα, όπως η μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση σε παγκόσμιο επίπεδο. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα μελέτη, ο τελικός χρηματοοικονομικός απολογισμός της Οργανωτικής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004» είχε θετικό πρόσημο. Έτσι, χωρίς να υπολογίζονται οι δαπάνες της επιτροπής, για έργα που εκτελέστηκαν για λογαριασμό του Δημοσίου, η «Αθήνα 2004» παρουσίασε διαχειριστικό πλεόνασμα ύψους 130 εκατ. ευρώ και αν συνυπολογιστούν οι παραπάνω δαπάνες, το τελικό αποτέλεσμα της Οργανωτικής Επιτροπής εξακολουθεί να είναι θετικό, φτάνοντας τα 7 εκατομμύρια ευρώ. Ακόμη, με βάση τα στοιχεία από το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων και τον τακτικό προϋπολογισμό για τις δαπάνες που έχουν καταχωρηθεί ως «Ολυμπιακές», η χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό υπολογίζεται συνολικά στα 6,5 δισ. ευρώ για όλη την περίοδο (2000-2010).
Έτσι, η χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό αντιστοιχεί στο 1% των κρατικών δαπανών της αντίστοιχης περιόδου και σε λιγότερο από 2% του ακαθάριστου χρέους της Γενικής Κυβέρνησης στο τέλος του 2013. Επιπρόσθετα, από την πλευρά του δημοσιονομικού όφελους, εκτιμάται στη μελέτη ότι περίπου 2,9 δισ. ευρώ επέστρεψαν στα ταμεία του κράτους υπό τη μορφή φορολογικών εισπράξεων και εργοδοτικών εισφορών κατά την περίοδο προετοιμασίας και διεξαγωγής των Αγώνων. Εν κατακλείδι, μπορεί να ειπωθεί ότι, αν οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν είχαν πραγματοποιηθεί το 2004, το επίπεδο του ΑΕΠ θα ήταν κατά 2,5% χαμηλότερο, ενώ η απασχόληση θα ήταν μειωμένη κατά περίπου 44 χιλιάδες θέσεις εργασίας.
ΜΙΚΡΗ Η "ΠΡΟΙΚΑ" ΤΟΥ 2004
* Επειδή αντιλαμβάνομαι ότι η έννοια του οφέλους από ένα αθλητικό γεγονός αυτού του μεγέθους, δεν εξαντλείται στην περίοδο τέλεσης του αλλά λειτουργεί ως «προίκα» σε βάθος χρόνου, φρονείτε ότι μια χώρα του δικού μας πληθυσμιακού και γεωγραφικού μεγέθους, μπορεί και πρέπει να διεκδικεί τέτοια αθλητικά γεγονότα;
- Καταρχήν συμφωνώ με τον ισχυρισμό σας ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες μπορεί να αποτελέσουν «προίκα» για τις πόλεις που τους διοργανώνουν. Για να επιτευχθεί αυτό όμως είναι πρέπον να υφίσταται σχεδιασμός για τη μεταολυμπιακή αξιοποίηση των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων, που δεν υπήρξε στην περίπτωση της Ολυμπιάδας της Αθήνας το 2004, όπως ήδη επεσήμανα. Αντιθέτως, στη διεθνή βιβλιογραφία η Βαρκελώνη αποτελεί το πιο επιτυχημένο παράδειγμα Ολυμπιακής πόλης, όπου οι Ολυμπιακές εγκαταστάσεις της χρησιμοποιήθηκαν πλήρως μετά το πέρας της Ολυμπιάδας, γεγονός που οδήγησε στην τουριστική ανάπτυξή της, καθώς και στον κοινωνικό σχεδιασμό και στην αστική αναζωογόνηση της περιοχής.
Επιπροσθέτως, πιστεύω ότι κάθε χώρα του δικού μας πληθυσμιακού και γεωγραφικού μεγέθους είναι καλό να διεκδικεί τέτοια μεγάλα αθλητικά γεγονότα (mega sport events), γιατί συμβάλλουν στην βιώσιμη ανάπτυξη, στην αναγνωρισιμότητα και στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των κρατών. Αρκεί να υπάρχουν οικονομικές δυνατότητες και προγραμματισμός μεταολυμπιακής αξιοποίησης των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων, καθώς και να μην υφίστανται υπέρβαση του προϋπολογισθέντος κόστος της διοργάνωσης και υψηλές εκροές χρήματος, λόγω ανάθεσης κατασκευής των έργων κυρίως σε αλλοδαπές εταιρείες. Ειρήσθω εν παρόδω το Κατάρ, ένα κράτος με πληθυσμό 2.643.728 κατοίκων και έκταση 11.627 km2, ανέλαβε τη διοργάνωση του Μουντιάλ (Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου) το 2022 που θα πραγματοποιηθεί το χρονικό διάστημα από 21 Νοεμβρίου έως 18 Δεκεμβρίου!
* Σε αντιδιαστολή με τη Ρωσία ή τη Βραζιλία, που διοργάνωσε το προηγούμενο Μουντιάλ, το μεθεπόμενο έχουν αναλάβει από κοινού τρεις χώρες: Ην. Πολιτείες Αμερικής, Καναδάς και Μεξικό. Καθώς οι δύο εξ’ αυτών είναι προηγμένες οικονομικά αλλά και αθλητικά, είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι χώρες διεκδικούν τέτοια γεγονότα ακριβώς για να βελτιώσουν τις υποδομές τους;
- Το Μουντιάλ αποτελεί ένα μεγάλο αθλητικό γεγονός που επιφέρει πολλαπλά οφέλη στον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τομέα για τις χώρες που το διοργανώνουν. Συνεπώς και για τα τρίτα κράτη, που ανέλαβαν από κοινού να φέρουν σε πέρας την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου το 2026, αυτά θα είναι τα οφέλη. Συγκεκριμένα για τις ΗΠΑ και τον Καναδά θα δοθεί η δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης του αθλήματος του ποδοσφαίρου το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σε αυτές τις χώρες, ενώ θα δοθεί η ευκαιρία στις χώρες αυτές να επαναβεβαιώσουν την ισχύ τους στη διεθνή πολιτική σκηνή. Για το αναπτυσσόμενο κράτος του Μεξικού η διοργάνωση θα συμβάλει στην αναρρίχησή του στην πολιτική ιεραρχία των κρατών. Επιπλέον, και οι τρεις χώρες θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητά τους, ενώ η διοργάνωση θα αποτελέσει αφορμή για κατασκευή ή βελτίωση υποδομών (π.χ. δρόμοι), καθώς και έργων αστικής ανάπλασης (π.χ. αναπλάσεις πλατειών, πεζοδρομήσεις). Τέλος, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι για ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων των πόλεων, όπου θα διεξαχθεί το Μουντιάλ, θα δημιουργηθούν αισθήματα υπερηφάνειας και ταύτισης με αυτές.
ΛΙΣΤΑ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΟΥ
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
* Μπορεί να μην είναι του ιδίου μεγέθους, αλλά υπάρχει ένα χρόνιο αίτημα από φορείς του μηχανοκίνητου αθλητισμού, για τη δημιουργία μιας πίστας αγώνων υψηλών προδιαγραφών ή και τη φιλοξενία ενός γκραν-πρι της φόρμουλα 1, στην Ελλάδα. Ποια είναι η άποψή σας;
- Η φιλοξενία αγώνων γκραν - πρι της φόρμουλα 1 αποτελούν σημαντικά γεγονότα του μηχανοκίνητου αθλητισμού. Ως εκ τούτου η διοργάνωση αυτών των γεγονότων από μια περιοχή συμβάλλει στην ενίσχυση του τουριστικού ρεύματος προς αυτήν, καθώς και στην ενίσχυση της αναγνωρισιμότητάς της διεθνώς και στην ενίσχυση της θέσης της στο αστικό σύστημα ιεραρχίας. Αποδεικτικό του παραπάνω γεγονότος είναι ότι πόλεις, τόσο από αναπτυγμένα (π.χ. Βουδαπέστη, Βαρκελώνη Μελβούρνη, Σουζούκα στην Ιαπωνία, Όστιν στις ΗΠΑ και Σιγκαπούρη), όσο και αναπτυσσόμενα κράτη (π.χ. Σαγκάη, Μπακού στο Αζερμπαϊτζάν, Σότσι, Πόλη του Μεξικού και Σάο Πάολο) διοργανώνουν αγώνες F1.
Αξίζει να επισημανθεί ότι υπήρξε σύμπραξη ιδιωτικού και δημοσίου τομέα για την κατασκευή πιστών υψηλών προδιαγραφών, όπως η πίστα του Ουγκαρόρινγκ στην Ουγγαρία ή οι γερμανικές πίστες Χόκενχαϊμ και Νίρμπουργκρινγκ. Πρόσθετα, υφίσταται περίπτωση χωρικής ιδιαιτερότητας πίστας, όπως είναι η μετατραπείσα πίστα του Σίλβερστοουν στη Μεγάλη Βρετανία που αποτελούσε αεροπορική βάση στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Aκόμη, αξίζει να τονιστεί ότι αξιοποιήθηκαν υποδομές που αναπτύχθηκαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες για τη δημιουργία πιστών και τέτοιες είναι η πίστα της Βαρκελώνης, η πίστα του Albert Park στη Μελβούρνη και η πίστα του Σότσι στη Ρωσία. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, σαφώς είμαι υπέρ του αιτήματος των φορέων του μηχανοκίνητου αθλητισμού για την κατασκευή πίστας για τη φιλοξενία αγώνων F1 στην Ελλάδα. Όμως για να πραγματοποιηθεί αυτό επιβάλλεται να υπάρχει μελέτη για την τοποθεσία χωροθέτησης της πίστας, που θα αναλάβει να κατασκευάσει σύμπραξη ιδιωτικών κεφαλαίων και κράτους.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να προϋπολογιστεί το κόστος του κυρίως έργου, αλλά και των υποστηρικτικών του υποδομών (π.χ. οδικά έργα, ξενοδοχεία) και αφού υπολογιστεί το χρονικό διάστημα που χρειάζεται για να υπάρξει απόσβεση αυτών, να εξασφαλιστεί από τη Διεθνή Ομοσπονδία Αυτοκινήτου (FIA) ελάχιστος αριθμός διοργάνωσης αγώνων φόρμουλα 1 στην ελληνική πίστα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι στο παρελθόν υπήρξαν πρωτοβουλίες, για την κατασκευή πίστας F1 στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, στα παλιά στρατιωτικά αεροδρόμια Τατοΐου και Μεγάρων, στα μικρά αυτοκινητοδρόμια των Σερρών και Αιγινίου, στην Τρίπολη, στο Ηράκλειο, στα Χανιά και στην Καλαμάτα που δεν ευοδώθηκαν. Όμως οι σημαντικότερες από αυτές ήταν οι περιπτώσεις του Ορχομενού Βοιωτίας, της Χαλανδρίτσας Αχαΐας και της Δραπετσώνας.
Συνέντευξη στη Ζωή Παρμάκη