Μετά από την αποφοίτησή του από την Στρατιωτική Βασιλική Ακαδημία του Woolwich (1794), εστάλη στις Δυτικές Ινδίες, όπου και παρέμεινε επί τέσσερα έτη. Προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Αγγλικό στρατό στην Κωνσταντινούπολη, στην Μικρά Ασία, στην Κύπρο και στην Αίγυπτο. Από το 1801 έως το 1807 (με διαστήματα διακοπών), περιηγήθηκε την Ελλάδα, ενώ από το 1808 έως το 1810 τον συναντούμε στα Ιωάννινα του Αλή Πασά, ως στρατιωτικό ακόλουθο του Άγγλου προξένου. Παράλληλα με τα στρατιωτικά του καθήκοντα, ειδικεύθηκε στη συλλογή επιγραφών, αγαλμάτων και νομισμάτων και συνέγραψε σημαντικές αρχαιολογικές και τοπογραφικές μελέτες ελληνικού ενδιαφέροντος, που εκδόθηκαν μετά την αποστράτευσή του το 1823. Διετέλεσε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου, της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας, της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου και της Ακαδημίας της Γαλλίας. Απεβίωσε στο Μπράιτον της Αγγλίας στις 6 Ιανουαρίου 1860. Με έμφυτο αρχαιολογικό δαιμόνιο και έντονη κριτική σκέψη ο Leake επισκέφθηκε τη Θεσσαλία το 1805 και το 1806. Το Φεβρουάριο του 1807 όμως συνελήφθη από τις Οθωμανικές αρχές στη Θεσσαλονίκη και παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι τον Νοέμβριο του 1807. Με ενέργειες του Άγγλου καπετάνιου Handfield απελευθερώθηκε και επέστρεψε με την αγγλική φρεγάτα «Thetis» στο Λονδίνο, όπου νοσηλεύτηκε γιατί η υγεία του είχε κλονισθεί. Μετά από την πλήρη ανάρρωσή του, επέστρεψε στην Ελλάδα και συνέχισε τις περιοδείες του, επισκεπτόμενος για άλλη μία φορά τη Θεσσαλία το 1809. Αναλυτικά τα ταξίδια που πραγματοποίησε στην Θεσσαλία είναι: Από τις 12 Νοεμβρίου 1805 έως τις 24 Νοεμβρίου 1805, από τις 8 Δεκεμβρίου 1806 έως τις 20 Δεκεμβρίου 1806 και από τις 19 Νοεμβρίου 1809 έως τις 16 Ιανουαρίου 1810.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του (1805) παρέμεινε στη Λάρισα για τρεις ημέρες, από τις 19 έως τις 21 Νοεμβρίου 1805. Οι εντυπώσεις του από αυτό το ταξίδι καταγράφηκαν στο πρώτο τόμο του μνημειώδους έργου «Travels in Northern Greece» (βλ. φωτογραφία) που εκδόθηκε στο Λονδίνο (εκδότης J. Rodwell) το 1835 (σ. 433-444). Παρακάτω παρουσιάζουμε επιλεγμένα αποσπάσματα που αναφέρονται στην Λάρισα, μεταφρασμένα από το πρωτότυπο κείμενο [1].
[19 Νοεμβρίου 1805] Αναχωρώντας από τον Αλήφακα [Κάστρο], διασχίσαμε μια απέραντη πεδιάδα που το έδαφός της ομοιάζει με εκείνο της Αιγύπτου […]. Αφού σταματήσαμε από τις 10.50 έως τις 12.40, διασχίσαμε μία μικρή βουνοπλαγιά στην οποία υπήρχαν δύο ή τρία άλλα μικρά χωριά (τσιφλίκια) και συνεχίσαμε πάλι στο χαμηλότερο επίπεδο της πεδιάδας, έως ότου ξεπρόβαλε μπροστά μας η πόλη της Λάρισας [2] με τους περισσότερους από τους είκοσι μιναρέδες της. Έχοντας διασχίσει κάποιους κήπους και αμπελώνες, όπου ο Σαλαμβριάς [Πηνειός] ρέει σε μικρή απόσταση στα αριστερά, εισήλθαμε στην πόλη στις 2.45 και στις 3 φθάσαμε στο σεράι (παλάτι) του μητροπολίτη, που βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Πηνειού. Το παλάτι, όπως και ο παρακείμενος καθεδρικός ναός, ο οποίος δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, ούτε για το μέγεθος ούτε για την διακόσμησή του, περιβάλλεται από έναν τοίχο, που ως κάποιο βαθμό προστατεύει τους ένοικους από τις τουρκικές προκλήσεις […]. Σε κοντινή απόσταση από τη μητρόπολη, ο ποταμός διασχίζεται από μια γέφυρα μήκους 300 ποδιών [100 μέτρα] με εννέα καμάρες κατασκευασμένες από μεγάλες τετράγωνες πέτρες. Σε αντίθεση με τις στενές Αλβανικές γέφυρες, στη γέφυρα του Πηνειού μπορούν να κυκλοφορήσουν ταυτόχρονα και με άνεση δύο τουλάχιστον άμαξες […].
Παρόλο που η Λάρισα είναι κτισμένη στο χαμηλότερο σημείο της πεδιάδας και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού υπόκειται σε υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες, εντούτοις δεν θεωρείται ανθυγιεινή πόλη […]. Όμως, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, παρατηρούνται σε κάποιο βαθμό διάφορες ασθένειες και υψηλή θνησιμότητα. Αν και η πεδιάδα γύρω από την Λάρισα τους καλοκαιρινούς μήνες είναι ξηρή και σκονισμένη, όπως η Αίγυπτος τον Ιούνιο, στα βορειοανατολικά της πόλης υπάρχει ένας βάλτος, όπου το νερό δεν απορροφάται ποτέ από τον ήλιο. Στο μέρος αυτό της πόλης το κλίμα είναι ανθυγιεινό, τόσο εξαιτίας των αναθυμιάσεων, όσο και του ψυχρού αέρα που έρχεται τη νύχτα από τα βουνά […].
Διαπιστώσαμε ότι η Μητρόπολη ομοιάζει περισσότερο σαν ένα μεγάλο τουρκικό κιόσκι (περίπτερο) και οι διαμένοντες σε αυτήν, φέρουν ηχηρούς τίτλους, όπως: Πρωτοσύγκελος, Οικονόμος, Ιεροδιάκονος κλπ. Επειδή όμως οι τελευταίοι φαίνεται να αγνοούν κάθε τι που συμβαίνει έξω από τους τοίχους της, αποφασίσαμε να μην διανυκτερεύσουμε εκεί, αφού ήταν αδύνατο να μου παρέχουν οιανδήποτε βοήθεια στις έρευνές μου. Μπορεί βέβαια, χωρίς κανένα πρόβλημα, να φιλοξενήθηκα στην κατοικία του ιατρού κ. Π., αλλά έχω λόγους να λυπάμαι για την απόφασή μου. Είναι σίγουρο, ότι ο οικοδεσπότης μου σκέφτεται να εκμεταλλευτεί την παραχώρηση του διαμερίσματός του προς ίδιον όφελος […]. Για να αποφύγουμε τη λιμοκτονία, ήμασταν υποχρεωμένοι να πραγματοποιήσουμε τα δικά μας ψώνια και να διασκεδάζουμε τον ιδιοκτήτη και όλη την οικογένειά του. Είναι σίγουρο πως μόλις θα φύγουμε, θα μας κατηγορήσει, χωρίς βέβαια να έχουμε δυνατότητα να αντιπαραβάλλουμε τον λόγο μας […].
Ο κ. Π. ισχυρίζεται ότι υπάρχουν 8.000 τουρκικές οικογένειες στη Λάρισα, αν και πιστεύουμε ότι δεν υπερβαίνουν κατά πολύ το ήμισυ του παραπάνω αριθμού. Υπάρχουν 300 ή 400 εβραϊκά σπίτια, μερικά από τα οποία λέγεται ότι είναι μεταξύ των πλουσιοτέρων της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και περίπου 400 ελληνικά. Παλαιότερα, υπήρχαν πολλές οικογένειες Χριστιανών Αρμένιων, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους μετακινήθηκε σε μέρη όπου μπορούσαν να συνεχίσουν τις συναλλαγές τους με μεγαλύτερη ασφάλεια. Οι Αρμένιοι είναι οι πιο συνετοί, οι πιο έξυπνοι αλλά και οι πιο εργατικοί απ’ όλους τους Γκιαούρηδες [άπιστοι, υβριστική ονομασία για τους Χριστιανούς] του Λεβάντε [Ανατολής] και γενικά είναι οι μόνοι που βρίσκονται στην καλύτερη κατάσταση από όλους τους άλλους […].
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Πρβλ. ολόκληρο το οδοιπορικό στη Θεσσαλία, στο: William Martin Leake, «Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1805» (μτφ. Βασίλης Αργυρούλης), Θεσσαλικό Ημερολόγιο (Λάρισα), τ. 39 (2001), σ. 7-24, τ. 40 (2001), σ. 29-48.
[2] Σε υποσημείωση ο Leake σημειώνει: «παρόλο που η πόλη αναφέρεται με το κοινό όνομα Λάρσα (Larsa), εγώ θα χρησιμοποιήσω το όνομα «Λάρισα» ή «Λάρεισα», όνομα που συναντάται τόσο σε νομίσματα και επιγραφές, όσο και στα συγγράμματα όλων των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων» (σ. 435).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου