Με αυτούς τους στίχους άρχιζε, στα 1920, η ποιητική σύνθεση Hugh Selwyn Mauberley, του μεγαλύτερου ίσως ποιητή του 20ού αιώνα, Ezra Pound. Το βιβλίο αυτό υπήρξε ένας απολογισμός και μια πρόβλεψη. Ο ποιητής, ιδαλγός της αισθητικής διάστασης της ύπαρξης και του πάθους, προσπάθησε να εκβιάσει το ωραίο από έναν άγριο, φτηνό κόσμο. Η μπόρα του 20ούαιώνα θα τον οδηγούσε στην ψυχική συντριβή, αλλά και στο πνευματικό μεγαλείο. Σπάνια ένας ποιητής μπορεί να προβλέψει το μέλλον του με τόση ακρίβεια. Αλλά μήπως σπάνια δεν κουβαλάει στις πλάτες του ένας ποιητής τον αιώνα του;
Ο 20ός αιώνας υπήρξε καθοριστικός για την τέχνη της ποίησης όσο κανένας άλλος. Τη μεταμόρφωσε σε σημείο που να απορυθμίσει όλους τους μέχρι τότε ορισμούς της. Δύο ποιητές ήταν σε τελευταία ανάλυση αυτοί που δίδαξαν στους επομένους τους πώς να γράφουν αυτή την καινούργια ποίηση. Ο Ρώσος Vladimir Mayakovski και ο Αμερικανός Ezra Pound. Είχαν την ικανότητα να πειραματιστούν και παράλληλα να δώσουν τα πρώτα κλασικά έργα μιας νέας γραφής. Και οι δύο επίσης υπήρξαν θύματα των κοινωνικών οραμάτων τους. Έκαναν το λάθος να εμπιστευτούν πολιτικούς και ιδεολογίες, παρακάμπτοντας με απίστευτη αφέλεια το γεγονός πως από την εποχή που άρχισαν να εργάζονται οι μηχανές του πρώτου εργοστασίου, η πολιτική είναι μια διασταύρωση γύπα και πτωματοσκώληκα.
Αλλά ποιος ήταν ο Ezra Pound; Γεννήθηκε στο Idaho των Η.Π.Α., το 1885. Από πολύ μικρός ταξίδεψε αρκετές φορές σε διάφορες χώρες της Ευρώπης με τους γονείς του. Σπούδασε ευρωπαϊκές γλώσσες στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania, αλλά δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στο αυστηρό εκπαιδευτικό περιβάλλον της χώρας του. Σαν μεταπτυχιακός φοιτητής διέκοπτε τους καθηγητές με προκλητικά σχόλια, σαν καθηγητής κάπνιζε πούρα στην αίθουσα παράδοσης και έφτιαχνε αστεία στιχάκια που διακωμωδούσαν τους κλασικούς συγγραφείς. Τελικά, το 1908, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και άρχισε να εργάζεται ως επιμελητής. Παράλληλα αποτέλεσε κεντρικό πρόσωπο της μοντερνιστικής πρωτοπορίας. Η αυτοθυσία του απέναντι στους συγγραφείς και καλλιτέχνες που θεωρούσε πρωτοποριακούς ήταν παροιμιώδης. Κατάφερε να εκδοθούν οι T. S. Eliot, James Joyce, Robert Frost και Ernest Hemingway, μεταξύ άλλων. Παρά την υποτιθέμενη φασιστική ιδεολογία του, βοήθησε ακόμα και ποιητές εβραϊκής καταγωγής, όπως ο Zukovski ή κομμουνιστές, όπως ο George Oppen. Εδώ, στο Λονδίνο, μπορούσε να διαμορφώσει τη φωνή της ποίησής του όπως ήθελε. Υπήρχαν δεκάδες μικρά πρωτοποριακά περιοδικά για να δημοσιεύσει. Ένα από αυτά ήταν το βραχύβιο BLAST, του οποίου υπήρξε συνιδρυτής. Στο πρώτο από τα δύο συνολικά τεύχη του, ο Pound θα δημοσιεύσει ποιήματα «επαναστατικής» οργής, στα οποία διακρίνεται ένα γενναίο, ανυπότακτο και παράφορο πνεύμα:Ας χλευάσουμε την αυταρέσκεια των «Times»: / ΒΡΕ, ΟΥΣΤ! / Δεν πρόκειται να τρελαθώ για να σας ικανοποιήσω. / Ε, ΟΧΙ, ΛΟΙΠΟΝ! Θα το παλέψω, δύστυχοι βλάκες, που αποστρέφεστε την Ομορφιά.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τον εξόργισε. Έχασε την πίστη του στον «Δυτικό Πολιτισμό», κατηγόρησε την τοκογλυφία, τους χρηματιστηριακούς οργανισμούς και τον καπιταλισμό. Το 1924 πήγε στην Ιταλία, όπου έμεινε μέχρι το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί ασπάστηκε τις ιδέες του Μουσολίνι. Στη συνέχεια έκανε από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης εκπομπές ενάντια στις Η.Π.Α. και τα χρηματιστηριακά λόμπι. Στις 3 Μαΐου του 1945, τον συνέλαβαν Ιταλοί αντιστασιακοί και τον παρέδωσαν στους Αμερικανούς. Πέρασε αρκετούς μήνες σ’ ένα σιδερένιο κλουβί σε συμμαχικό στρατόπεδο κρατουμένων στην Πίζα, όπου κατέρρευσε νευρικά. Στις Η.Π.Α. κρίθηκε ανίκανος να δικαστεί και διατάχθηκε ο εγκλεισμός του σε ψυχιατρείο για περισσότερα από 12 χρόνια.
Το 1957 περιοδικά και εφημερίδες στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. άρχισαν να θέτουν ζήτημα απελευθέρωσής του. Οι αντιπαραθέσεις δεν έλειψαν. Αλλά δεν υπήρξαν σοβαρές αντιρρήσεις. Το 1958 οι γιατροί του νοσοκομείου στο οποίο είχε περιοριστεί δέχθηκαν να βεβαιώσουν πως ήταν αθεράπευτα παράφρων και πως δεν είχε κανένα νόημα οποιαδήποτε θεραπεία. Έτσι, απελευθερώθηκε και εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, όπου πέρασε τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του μέσα σε ψυχικές παλινδρομήσεις σχετικές με την αξία του έργου του και την εμπλοκή του στην πολιτική. Δήλωνε πως τα γραπτά του ήταν ένας σωρός από αντιαισθητικές αθλιότητες και πως ο αντισημιτισμός του δεν ήταν αποτέλεσμα παραφροσύνης αλλά βλακείας. Πότε ισχυριζόταν πως η τοκογλυφία είναι αποτέλεσμα της πλεονεξίας και πως η πλεονεξία ευθύνεται για την καπιταλιστική αγριότητα και πότε πως η αμερικανική κυβέρνηση αποτελείται από λακέδες του κεφαλαίου. Πέθανε το 1972. Λίγο πριν, είχε γράψει τους στίχους: Προσπάθησα να γράψω έναν Παράδεισο. / Σταματήστε κι αφήστε τον άνεμο να πει / πως είναι ο παράδεισος. / Αφήστε τους θεούς να με συγχωρήσουν για ό,τι έκανα. / Αφήστε αυτούς που αγάπησα να προσπαθήσουν / να με συγχωρήσουν για ό,τι έκανα.
Και τι κόμισε ο Pound στην τέχνη του; Ηγετική μορφή του μοντερνισμού, πίστευε πως στην αρχή κάθε ποιητικής δημιουργίας βρίσκεται η συγκίνηση. Κάθε έντονη συγκίνηση διαμορφώνει ένα θεμελιώδες διανοητικό σχήμα, μια πνευματική δομική μονάδα, η επανάληψη της οποίας μπορεί να οδηγήσει σε μιαν εικόνα, υπό την έννοια ενός περίπλοκου συστήματος μορφών. Ωστόσο, οι εικόνες είναι κάτι στατικό και η ποίηση πρέπει να είναι κίνηση. Γι’ αυτό, η οικοδόμηση ενός ποιήματος δεν στηρίζεται στην παράθεση εικόνων με βάση την αναπτυσσόμενη συλλογιστική, όπου το πάθος διακοσμεί κατά κάποιον τρόπο την ανάπτυξη των ιδεών, αλλά στην ανάπτυξη εικόνων που γεννούν η μία την άλλη, ξεκινώντας από το πάντα απλησίαστο θεμελιώδες πνευματικό στοιχείο. Κατά βάση, η κίνηση των εικόνων προέρχεται από την κινητικότητα, την συσσωρευμένη ένταση των λέξεων, δεδομένου ότι οι λέξεις δεν είναι ερείπια μιας ψυχικής αρχαιότητας, που πρέπει να ανασκαφούν βαθύτερα, αλλά αρχαίες οντότητες που οικοδομούν συνεχώς κόσμους. Η αρχαιότητά τους είναι μια από τις μορφές που δημιουργούν, προκειμένου να χτίσουν τις προοπτικές τους.
Τέλος, τι σκεφτόταν για τον άνθρωπο και τις τύχες του, ο ποιητής; Δεν υπάρχει πιο εκφραστικό των ιδεών του κείμενο από το ποίημα ΜΕ την Τοκογλυφία: Με την τοκογλυφία,δεν φτιάχνουν σπίτια οι άνθρωποι γερά [...] δεν ζωγραφίζουν οι άνθρωποι παράδεισους στις εκκλησίες [...] δεν φτιάχνονται οι εικόνες για ν’ αντέξουν στον χρόνο και να μας αντέξουν, φτιάχνονται για να πουληθούν αμέσως - και πουλιούνται [...] κάτι μπαγιάτικα αποφάγια το ψωμί σου, χάρτινο το ψωμί σου, χωρίς το στάρι των βουνών
και το σκληρό αλεύρι [...] οι άνθρωποι δεν βρίσκουν τόπο να φωλιάσουν. Η πέτρα τρώει το λιθοξόο κι ο αργαλειός τον υφαντή [...] δεν φτάνει το μαλλί στην αγορά και δεν αφήνει κέρδος το κοπάδι με την τοκογλυφία [...] στομώνει η βελόνα στο χέρι της κυράς και σταματά το ακούραστο αδράχτι [...] τρώει το νήμα ο αργαλειός, κανείς δεν ξέρει πια να κάνει τα χρυσοκέντητα [...] έσφαξε η τοκογλυφία μέσα στη μήτρα το παιδί, στόμωσε του νέου την ορμή, την άνοια, την παράλυση έφερε στο κρεβάτι, πήγε και ξάπλωσε ανάμεσα στη νύφη και τον γαμπρό.
Μετά από αυτούς τους στίχους, ας σκεφτεί καθένας μόνος του τι συνέβαινε σ’ αυτόν τον ποιητικό κολοσσό. Έτσι κι αλλιώς καθένας μας πουλάει την ψυχή του στον δικό του δαίμονα – πόσο μάλλον οι ποιητές.
Από τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα*
Τη σειρά επιμελείται ο Αχιλλέας Ε. Κούμπος
*Ο Γιώργος Μπλάνας (1959 - ) είναι Έλληνας ποιητής. Σπούδασε βιβλιοθηκονομία και εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος, διαφημιστής, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1987 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Η Ζωή Κολυμπά σαν Φάλαινα Ανύποπτη πριν τη Σφαγή», την οποία η κριτική υποδέχθηκε με ενθουσιασμό, επισημαίνοντας τη συναισθηματικά φορτισμένη, αλλά πάντα διαυγή και υποβλητική γλώσσα, και την φιλοσοφική προβληματική. Έκτοτε εκδίδει ακατάπαυτα ποίηση, μεταφράσεις σύγχρονων, κλασικών και αρχαίων έργων, και ασκεί την λογοτεχνική, πολιτισμική και πολιτική κριτική στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο.