Δεν ήταν μόνο η πείνα, η δίψα, οι κακουχίες σε εκείνο τον ξερότοπο. Ήταν κυρίως τα ατέλειωτα βασανιστήρια, ο βιασμός των ψυχών, η απαξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με στόχο μια ομολογία…
Εβδομήντα σχεδόν χρόνια μετά ο νεαρός τότε, λίγο πριν καταστεί αιωνόβιος σήμερα, στα 98 του χρόνια Μανώλης από το Ομόλιο αποφάσισε αυτό που χρόνια επιθυμούσε διακαώς να κάνει, το μεγάλο άλμα και να βρεθεί ξανά στον τόπο της μαρτυρίας του. Έστω και αν το νέο του ταξίδι βάραινε ιδιαίτερα από τα πολλά του χρόνια και τα δυνατά συναισθήματα από μια επιστροφή που οι περισσότεροι από τους συντρόφους του αρνήθηκαν για δεκαετίες και συνεχίζουν –όσοι τουλάχιστον απέμειναν- να αρνούνται.
Η ευκαιρία ήταν μοναδική και εκείνος την άρπαξε σε μια απόφαση, την οποία στήριξε ολόκληρη η οικογένειά του. Η ιδέα ενός οδοιπορικού στον τόπο μαρτυρίας των ηρώων, στο «κολαστήριο» της Μακρονήσου, μαζί με την Εργατική Λέσχη Νέας Σμύρνης (Αθήνας), τη Λέσχη Εργασίας, Αλληλεγγύης και Πολιτισμού Τρικάλων και την Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης Καρδίτσας τον ενθουσίασε. Δήλωσε παρών στη συντροφιά της Ομάδας Μελέτης της Ιστορίας των Κοινωνικών Αγώνων και του συλλόγους φίλων του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης Λάρισας και τις πρώτες πρωινές ώρες της προηγούμενης Κυριακής αναχώρησε για το Λαύριο πρόθυμος να διηγηθεί για πολλοστή φορά ακόμα και στο λεωφορείο τα βιώματά του, γεγονότα, που παίρνουν τη μορφή ιστοριών βγαλμένων από παλιά κιτρινισμένα βιβλία.
Με τη βοήθεια του εγγονού του, του γυμναστή Σπύρου Τσιάρα, αρχίζει να διηγείται τη δική του ιστορία από τότε που ντύνεται φαντάρος τον Σεπτέμβρη 1945 μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα και λιποτακτεί λίγο αργότερα για να αρχίσει η ταλαιπωρία του με τη σύλληψή του. Κατερίνη, Λάρισα στις εγκαταστάσεις της 1ης Στρατιάς, Λιόπεσι, Πόρτο Ράφτη και από εκεί με τους ανεπιθύμητους στρατιώτες στη Μακρόνησο τον Μάρτη 1947, μόλις άρχισε να δυναμώνει το αντάρτικο.
Το νησί ήταν ακατοίκητο, έρημος ο τόπος, ξερότοπος και ήμουν ο πρώτος που κατέβηκε, θυμάται… Βρήκαμε μόνο ένα παππού και μας είπε να προσέχουμε το νερό… Από αυτό πέθαναν χιλιάδες Τούρκοι εξόριστοι –η Μακρόνησος ήταν τόπος εξορίας Τούρκων στους Βαλκανικούς πολέμους. Αρχίσαμε να σκάβουμε με τους κασμάδες, να κουβαλάμε πέτρες και έβγαιναν από τάφους οι νεκροκεφαλές…
Οι διηγήσεις πολλές, χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες και αλληλουχία στα γεγονότα αλλά δυνατές σε συγκινήσεις όπως αυτή της ανέγερσης της εκκλησίας, για την οποία χρειαζόταν αυτό το ειδικό υλικό, που μοιάζει με τρίχα για τις ανάγκες του σοβατίσματος. Ελλείψει του υλικού ένας από τους διοικητές βρήκε τη «λύση» και έδωσε την εντολή στους κουρείς να πιάσουν δουλειά: Μαλλιά, γένια, φρύδια εξαφανίστηκαν σε ελάχιστο χρόνο από τους τρόφιμους φαντάρους, οι οποίοι έμοιαζαν αγνώριστοι και… λαμπεροί!
Ο χρόνος περνά γρήγορα, η συντροφιά φθάνει στο Λαύριο και αγωνιά να περάσει απέναντι. Ο καθένας έχει κάθε λόγο να βρεθεί στο καθαρτήριο και να γνωρίσει αυτό τον ξερότοπο για τον οποίο έχει τόσα ακούσει από τις ιστορίες των δικών του ανθρώπων: του πατέρα, του θείου, του παππού, του γείτονα και τόσων άλλων.
Μα περισσότερο από όλους αγωνιά ο μπαρμπα-Μανώλης. Δεν τον πτοεί ούτε η αναμονή, ούτε τα 5-6 μποφόρ, που ταρακουνάνε το καΐκι. Απέχει ελάχιστα από την εκπλήρωση του στόχου του και όλα τα μάτια είναι καρφωμένα πάνω του όταν το καϊκι πιάνει στον 1ο όρμο με την ονομασία «ΑΕΤΟΣ» και ο Ομολιώτης κατεβαίνει με τη βοήθεια των δικών του ανθρώπων στην προβλήτα.
Η συγκίνηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Δεν είναι άλλωστε και λίγο να ξαναβρεθεί σε τούτα τα χώματα 7 δεκαετίες αργότερα. Φαίνεται να τα έχει χαμένα και να αναζητά γνώριμα σημάδια μέσα στο κάδρο με το εγκαταλειμμένο διοικητήριο, το θέατρο, τη μισογκρεμισμένη εκκλησία, τις φυλακές, το μνημείο με το συρματόπλεγμα και μερικά μισοχαλασμένα κτηνοτροφικά κτίσματα.
Με απίστευτη δύναμη προχωρά στον στρωμένο με τσιμέντο κεντρικό δρόμο, που τότε ήταν χωμάτινος, και κατευθύνεται στο θέατρο, που αν και μεταγενέστερο ήταν και τότε ο χώρος συγκέντρωσης των λόχων. Παίρνει τη θέση του κάτω από τον ίσκιο ενός δένδρου ανάμεσα σε όσους συμμετείχαν στο οδοιπορικό και αιφνιδιάζεται ευχάριστα όταν βλέπει μπροστά του τον Δημήτρη Μανή, 96 χρόνων από την Κύμη, σύντροφό του εκείνα τα δύσκολα χρόνια της εξορίας.
Οι δυό τους καλούνται να καταθέσουν τη δική τους μαρτυρία. Πρώτος ξεκινά ο Ομολιώτης να μιλά για το 2ο τάγμα και τις φυλακές, για τις κακουχίες και τα βασανιστήρια με το αλμυρό μπακαλιάρο και το ζεστό, κόκκινο από τη σκουριά των βαρελιών, νερό, την «εξαφάνιση» μιας ομάδας δημοκρατικών ανώτατων αξιωματικών της Αεροπορίας, τα γεγονότα με πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού και τον γνωστό σε όλους Μπαϊρακτάρη, τη συμβίωση με τον Θεοδωράκη, που «τα έφερε τούμπα» όπως χαρακτηριστικά υποστήριξε.
Τη σκυτάλη πήρε ο σύντροφός του από την Κύμη, που ξεκίνησε από τον Βόλο και από εκεί στη Μακρόνησο. Αν και έμεινε μόλις 5 μήνες θυμάται το ξύλο με τα ρόπαλα, τους ρουφιάνους σε κάθε σκηνή, τα βραδινά σιωπητήρια, τις αυτοκτονίες κόβοντας φλέβες ή πέφτοντας στη θάλασσα. Οικοδόμος ο ίδιος θυμάται τις εργασίες για την κατασκευή μουράγιου, μαγειρείων, WC, δεξαμενών για νερό και καμινίων για ασβέστη.
Σε όλη τη διάρκεια της εξιστόρησης του συντρόφου του ο μπαρμπα-Μανώλης συμφωνεί, ενίοτε συμπληρώνει και παίρνει το μικρόφωνο για να συνεχίσει τις ιστορίες του γνωρίζοντας καλά πως επρόκειτο για τη δική του ημέρα. Δηλώνει πως γύρισε ολόκληρο το νησί, αναφέρει ονόματα από την περιοχή του, τον Κώστα Πράπα από τη Σπηλιά, τον Γ. Νταλέρα από την Καρίτσα, τον Νάσο Χαλκιά και άλλους, συμφωνεί με μια ομιλήτρια ότι η Μακρόνησος υπήρξε αναμορφωτήριο συνειδήσεων αφήνοντας την πιο δυνατή στιγμή του για το τέλος. Όταν δέχθηκε μαζί με τους συντρόφους του τα πυρά στρατιωτών και σώθηκε καθώς έπεσε και πάνω του έπεσαν τα πτώματά τους…
Τρεις και πλέον ώρες αργότερα ο μπαρμπα-Μανώλης έφυγε ήσυχος και ολοκληρωμένος από το κολαστήριο της Μακρονήσου ενώνοντας τη δική του φωνή μαζί με τη φωνή των υπολοίπων κρατουμένων αγωνιστών για ειρήνη, ελευθερία, δημοκρατία και εθνική ανεξαρτησία ενάντια στα βασανιστήρια και στους βιασμούς συνειδήσεων, που σημάδεψαν μια από τις μαύρες σελίδες της ελληνικής ιστορίας.
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ
Του Δημ. Κατσανάκη