Η σκιαγράφηση της ζωής του Βιανέλλι από τον "φίλο του" βασίζεται σε προσωπικά βιώματα, γι' αυτό και έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πέρα από τα καθ' αυτό ιστορικά γεγονότα. Βέβαια σε πολλά σημεία στερούνται του στοιχείου της αντικειμενικότητας, όμως συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην εξιχνίαση της προσωπικότητας ενός αμφιλεγόμενου ατόμου. Συνεχίζει ο Περραιβός:
"Στις επίσημες τελετές κατέπλησσε τον κόσμο κατά την προσέλευσή του. Η άμαξά του άστραφτε ολόκληρη, τα χαλινάρια των τεσσάρων ίππων που την έσερναν ήταν όλα καλογυαλισμένα, πάνω στα κεφάλια των αλόγων τοποθετούνταν λοφία με κορδελίτσες οι οποίες έφεραν τα ιταλικά χρώματα και στα φανάρια δεξιά και αριστερά υπήρχε από μια μικρή «τρικολόρε»[1]. Ο αμαξάς του, πρώτο ανάστημα, υποχρεωνόταν να φορέσει και αυτός βελάδα και ψηλό καπέλο, μπότες απαστράπτουσες, λευκά γάντια στα χέρια και μακρύ καμουτσίκι με ασημένια λαβή. Ο Τζούλιο φορούσε ζακέτα, ριγέ παντελόνι, κολλαριστό σκληρό πουκάμισο, το ψηλό καπέλο και μια ταινία τρίχρωμη, ενώ στα πέτα κρέμονταν τα παράσημα. Στην άμαξα έπαιρναν θέση, δεξιά η γυναίκα του και αριστερά η κόρη του Σύλβια[2] που ήταν όμορφη κοπέλα, ντυμένες ανάλογα με την εποχή και πάντοτε με μοντέλα της μόδας. Έτσι άρχιζε η παρέλαση. Η «Βικτώρια»[3] ξεκινούσε από το σπίτι σε ρυθμό ροκοκό[4], έκαμπτε την Πλατεία Ταχυδρομείου λίγο πιο πάνω από τον Άγιο Νικόλαο, για να μπει στην τότε οδό Ακροπόλεως, την σημερινή Βασιλίσσης Σοφίας (Παπαναστασίου). Αυτός ο ευρύτατος κύκλος γινόταν για να επιδειχθεί η οικογένεια καθ’ όλο το μήκος της οδού Ακροπόλεως μέχρι τον Καθεδρικό ναό (Άγ. Αχίλλιος)και να την αποθαυμάσουν τα πλήθη που ήταν συγκεντρωμένα στα πεζοδρόμια. Ο Βιανέλλι καθ’ όλο το διάστημα της αμαξοδρομίας σκορπούσε δεξιά και αριστερά χαμόγελα σε γνωστούς και αγνώστους. Και ήταν αυτές οι ευτυχέστερες στιγμές της ζωής του, γιατί πίστευε ότι σαν κι’ αυτόν δεν υπήρχε άλλος στη Λάρισα. Όταν έφθανε στα προπύλαια του Μητροπολιτικού ναού, δεν το κουνούσε από την θέση του αν δεν κατέβαινε πρώτος ο αμαξάς να του ανοίξει την πόρτα και να τον χαιρετήσει με βαθύτατη υπόκλιση. Κατόπιν βοηθούσε αυτός να κατέβουν η γυναίκα του και η κόρη του, τις υποβάσταζε με αβρότητα και κατόπιν προχωρούσαν στο εσωτερικό του Ναού. Εκεί έπαιρνε θέση ανάμεσα στους επισήμους [...]. Η έπαρση και η αλαζονεία του προκαλούσε ιλαρότητα, αλλά ο Τζούλιο εκλάμβανε τα μειδιάματα των θεατών του ως εκδηλώσεις ζήλειας και χαιρεκακούσε διότι πίστευε ότι ήταν ο λαμπρότερος σε εμφάνιση απ’ όλους τους άλλους. Έτσι έγινε τύπος και αποτέλεσε μια γραφικότατη νότα στη ζωή της παλιάς Λάρισας. Ό,τι τον χαρακτήριζε λοιπόν ήταν η υπερτροφική ματαιοδοξία του και η άμετρη έπαρσή του. Θα τον λέγαμε Δον Κιχώτη του καιρού του, διότι κι’ αυτός, όπως και ο Ισπανός ήρωας του Θερβάντες, ήταν ακαταπόνητος κυνηγός χιμαιρών".
Στο σημείο αυτό θα ανοίξουμε μια παρένθεση για να αναφέρουμε ότι την 1η Νοεμβρίου 1906 απονεμήθηκε από τον Βασιλέα Γεώργιο Α’ στον μηχανικό Ιούλιο Βιανέλλι ο Αργυρούς Σταυρός των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος. Στο δίπλωμα που συνόδευε την απονομή δεν αναφέρεται η αιτία της εξαιρετικής πράξεως για την οποία παρασημοφορήθηκε. Πιθανολογείται ότι οφείλεται στη συνδρομή του για την προστασία πολλών Λαρισαίων πολιτών από τους Τούρκους κατά την διάρκεια του ατυχούς πολέμου του 1897[5]. Προηγήθηκε έγγραφο του Δημάρχου Αναστασίου Ζαρμάνη προς τον Ιούλιο Βιανέλλι με ημερομηνία 25 8/βρίου 1902 το οποίο αναφέρει ότι "Έχοντες υπ' όψιν την έκθυμον υποστήριξιν και προστασίαν ών έτυχον παρ' υμίν κατά τον τελευταίον ατυχή πόλεμον πλείστοι συμπολίται μας, ούς ενθέρμως συνετρέξατε και υποστηρίξατε από των καταπιέσεων του εισβαλόντως εν Λαρίση εχθρικού στρατού και εξαιρούντες την τοιαύτην στάσιν υμών και τα άκρως φιλελληνικά αισθήματατα τα οποία εν πολλαίς περιστάσεσι επεδείξατε, σας εκφράζομεν επί τούτοις μετά των συγχαρητηρίων και τας ειλικρινείς ευχαριστίας". Τις ίδιες ευχαριστίες εκφράζει και μια μεγάλη ομάδα Λαρισαίων σε δήλωσή τους με ημερομηνία 6 Αυγούστου 1901. Παρ' όλα τα φημολογούμενα, φαίνεται ότι ο φιλελληνισμός του δεν μπορεί να αμφισβητηθεί τουλάχιστον κατά την περίοδο της προσωρινής κατακτήσεως της Θεσσαλίας από τους Τούρκους κατά το χρονικό διάστημα Απρίλιος 1897-Ιουνιος 1898, γιατί επιβεβαιώνεται από τον Δήμαρχο Αναστάσιο Ζαρμάνη (1899-1903) και επιβραβεύεται από τον Βασιλέα Γεώργιο Α’[6].
Κλείνουμε την παρένθεση και αφήνουμε τον Κώστα Περραιβό να συνεχίσει: "Μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Τζούλιο δεν απέκρυπτε τον ρόλο που έπαιξε ως κατάσκοπος στην πρώτη περίοδο, για λογαριασμό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, συνεργαζόμενος με το δίκτυο που είχε απλώσει στην Ελλάδα ο Γερμανός Βαρόνος Σεγκ και κατόπιν όταν η Ιταλία προσχώρησε στην Αντάντ, με τους Γάλλους και τους Άγγλους. Η Λάρισα, καθώς μου έλεγε σε ώρες εξομολογήσεων, αποτελούσε κέντρο εντόνου δραστηριότητος των κατασκόπων. Και μου ανέφερε μάλιστα την συμβολή του για την σύλληψη ενός μυστικού ταχυδρόμου κοντά στο χωριό Δαμάσι, που μετέφερε την διπλωματική βαλίτσα του «Κράτους των Αθηνών», για να την περάσει από την Αλβανία στην Αυστρία. Τον ρόλο του αυτόν φαίνεται να τον επανέλαβε και στις παραμονές του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, πράγμα που έγινε φανερό κατά τον καιρό της κατοχής, όταν συνεργάσθηκε ανοικτά με τους Ιταλούς και κατόπιν με του Γερμανούς. Και αυτό του στοίχισε την καταδίκη του ερήμην εις θάνατον και δεν του επέτρεψε να επιστρέψει από την Ιταλία, όπου και πέθανε μόνος και έρημος"[7].
Ανοίγουμε νέα παρένθεση για να αναφέρουμε ότι κατά την παρουσία των Γάλλων στην περιοχή μας στη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού, βοήθησε τους μικρούς καλλιεργητές της περιοχής, όπως συμπεραίνεται από αποφάσεις πολλών Κοινοτικών Συμβουλίων (Νίκαιας, Χάλκης, Φαλάνης, Σκήτης και άλλων): "Κατά την κατάληψιν της Θεσσαλίας από των Συμμαχικών Στρατευμάτων με τον Γάλλον συνταγματάρχην Μαζουρέλ, o Ιούλιος Βιανέλλι εφάνη πολύ χρήσιμος εις τον τόπον, καθ' όσον δεν επίταξε τας ποσότητας των σιτηρών από τους κατοίκους της ημετέρας Κοινότητος, παρά μόνον από τους μεγάλους παραγωγούς". Ήταν γεγονός ή πειθαναγκασμός;
(Συνεχίζεται)
----------------------------------------------------
[1]. Με τον όρο "τρικολόρε" ο συγγραφέας υπονοεί την ιταλική σημαία η οποία ως γνωστόν έχει τρία χρώματα: λευκό, πράσινο, κόκκινο.
[2]. Η σύζυγος του Ιουλίου Βιανέλλι ονομαζόταν Ευγενία, η δε κόρη του Σύλβια. Παντρεύτηκε στην Ιταλία τον καθηγητή αρχιτεκτονικής Beniamino Barletti. Από τον γάμο τους απέκτησαν ένα τέκνο τον Nicolo Barletti, ο οποίος ζει σήμερα στην Ιταλία.
[3]. "Βικτώρια" ονομάζεται η κλειστή άμαξα, η οποία έλκεται από τέσσερα άλογα.
[4]. Πρόκειται για καλλιτεχνικό ρεύμα, που εκδηλώθηκε τον 18ο και 19ο αιώνα κατά κύριο λόγο στη διακόσμηση, την αρχιτεκτονική και την ζωγραφική και χαρακτηρίζεται από ανάλαφρους σχηματισμούς και εκλεπτυσμένες γραμμές.
[5]. "Η Α. Β. Υ. ο Αντιβασιλεύς, εκτιμών τας κατά τον τελευταίον ατυχή ημών πόλεμον υπηρεσίας, καθώς και την μέριμναν υπέρ της προόδου της γεωργίας του διευθυντού των λατομείων Χασάμπαλης κ. Ιουλίου Βιανέλλη, ηυδόκησε να απονείμη αυτώ τον Αργυρούν Σταυρόν του Σωτήρος. Τον ούτως τιμηθέντα αξιότιμον κ. Βιανέλλην συγχαίρομεν από καρδίας". Από την εφ. "Σάλπιγξ", Λάρισα, φύλλο της 19ης Νοεμβρίου 1906. Η είδηση προέρχεται από το αρχείο του Αλέξανδρου Γρηγορίου.
[6]. Η σημερινή εικόνα είναι αντίγραφο του διπλώματος που επιδόθηκε στον Ιούλιο Βιανέλλι κατά την παρασημοφόρησή του από τον Βασιλέα Γεώργιο Α’ και προέρχεται από φωτοτυπία που είχε την καλοσύνη να μου παραχωρήσει ο γραμματέας της Ιταλικής Πρεσβείας στην Αθήνα Roberto Aprile, τον οποίο και ευχαριστώ.
[7]. Ο Ιούλιος Βιανέλλι στις 17 Σεπτεμβρίου 1944, με παρότρυνση φίλων του εγκατέλειψε τη Λάρισα και μετά από περιπετειώδη τρόπο έφθασε στη Βενετία όπου κατά πληροφορίες κατέληξε σε άσυλο. Από τη Βενετία μεταφέρθηκε στο Lecce της Απουλίας στη Νότιο Ιταλία όπου και πέθανε στις 17 Μαΐου 1961 σε μεγάλη ηλικία, χωρίς να πραγματοποιηθεί το όνειρό του που ήταν η επιστροφή ή επίσκεψή του στην Ελλάδα.
* Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com