Στη διδακτορική του διατριβή μελέτησε την ειρωνεία του Αθηναίου Σωκράτη, αλλά την ερμήνευσε μάλλον ως στάση ζωής παρά ως φιλοσοφική μέθοδο. Υποστήριξε μάλιστα ότι η ειρωνική συμπεριφορά του Σωκράτη δεν είναι (όπως θεωρείται συνήθως) ένα τέχνασμα, για ν’ αποκαλυφθεί η άγνοια και η δοκησισοφία των συνομιλητών του, αλλά είναι ένα βαθύτατο χαρακτηριστικό της σωκρατικής προσωπικότητας μέσα στην τάση της να εγκαταλείψει την εμπειρική-αισθησιακή αμεσότητα και να αναχθεί στην ηθική και μάλιστα θρησκευτική σφαίρα.
Ο Κίρκεγκωρ κατανοήθηκε ως εκείνος ο στοχαστής, που έστρεψε τον αφηρημένο τρόπο σκέψης του ιδεαλισμού προς τα συγκεκριμένα προβλήματα του εξατομικευμένου ανθρώπου. Έτσι αναγνωρίστηκε ως «πατέρας» της φιλοσοφίας της ύπαρξης ή αλλιώς του υπαρξισμού που άνθισε τον 20ό αιώνα. Αλλά η αναμφισβήτητη επίδρασή του πάνω σ’ αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα (πανεπιστημιακών καθηγητών όπως ο Γιάσπερς, ο Χάιντεγγερ ή ο Σαρτρ) δύσκολα εναρμονίζεται με τις διόδους που ακολουθήθηκαν και τις διεξόδους που εξευρέθηκαν.
Τα φιλοσοφικά έργα του Κίρκεγκωρ εκδόθηκαν κάτω από ποικίλα ψευδώνυμα, στα οποία υποκρύπτεται και ένας κάθε φορά διαφορετικός τρόπος σκέψης και ύπαρξης. Για παράδειγμα, το ψευδώνυμο Johannes Climacus (= Ιωάννης της Κλίμακος) υπαινίσσεται έναν αμφισβητία που φιλοδοξεί να ανέβει τη σκάλα της θρησκευτικής πίστης, ενώ το ψευδώνυμο Vigilius Haufniensis (=ο Επαγρυπνών Κοπεγχάγειος) υπαινίσσεται έναν ακοίμητο μελετητή της ανθρώπινης ψυχής. Και κανένα από αυτά τα ψευδώνυμα δεν αποδίδει τη σκέψη ή την προσωπικότητα του Κίρκεγκωρ: είναι διαφορετικές προοπτικές και προσωπικότητες.
Ο Κίρκεγκωρ επικεντρώνεται συχνότατα στο πρόβλημα του Θεού, αλλά όχι με το αστείο νόημα ότι προϋποθέτει τη θεϊκή ύπαρξη ή ότι επιχειρηματολογεί υπέρ αυτής. Αντιμετωπίζει επίμονα τον παραλογισμό που διαφαίνεται μέσα στη θρησκευτική πίστη, ειδικά όταν ο πιστός καλείται από τον Θεό να θυσιάσει αναίτια τον ίδιο του τον γιο (όπως ο Αβραάμ τον Ισαάκ) ή να θυσιάσει υπέρ της κοινωνικής ευπραγίας την ίδια την κόρη του (όπως ο Αγαμέμνων την Ιφιγένεια). Ο Κίρκεγκωρ δεν διστάζει να περιγράψει με τα πιο χτυπητά χρώματα το σκάνδαλο που εμφωλεύει στη θρησκευτική πίστη, τον σκανδαλισμό του αμφισβητία και το αδιέξοδο του ανθρώπου που αφοράται από έναν άτεγκτο και παράλογο Θεό.
Προς τι όμως η αναφορά στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος αρέσκεται να βάζει σε πειρασμό ακόμα και τους πιο πιστούς υπηκόους του, τον Αβραάμ και τον Ιώβ; Προφανώς ο Κίρκεγκωρ θέλει να υποδείξει ότι ο προπατορικός Θεός δεν άλλαξε συμπεριφορά ανά τους αιώνες, όσο και αν οι χριστιανοί Απόστολοι επιχείρησαν να τον εμφανίσουν σαν Θεό της αγάπης, ενώ ο ίδιος ο Ιησούς φανέρωνε όλο τον τρόμο του για τον αιμοβόρο «Πατέρα ημών», όταν συνιστούσε να προσευχόμαστε να «μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν».
Ο Κίρκεγκωρ υπήρξε ένας πρωτοπόρος. Υπέδειξε στον φιλοσοφικό στοχασμό να εγκύψει στα ψυχικά βάθη και μάλιστα στα ανθρώπινα συναισθήματα, αποποιούμενος την προκατάληψη ότι ο στοχασμός οφείλει να παραμένει αποστασιοποιημένος, νηφάλιος και να εκτιμά πρώτιστα τη διανοητική-ορθολογική ικανότητα. Αλλά τα συναισθήματα που μελέτησε ο Κίρκεγκωρ δεν είναι οι άκακες ψυχολογικές μεταπτώσεις της άστατης καθημερινότητας: είναι κάποιοι τυραννικοί συγκλονισμοί του ανθρώπινου ψυχισμού που έχουν τη δύναμη να τον συναρπάζουν και να τον ανατρέπουν εκ θεμελίων.
Με οξύ ψυχολογικό βλέμμα μελέτησε την αγωνία που καταλαμβάνει έναν άνθρωπο, πριν αυτός κάνει το αποφασιστικό άλμα είτε προς κάποια αποτρόπαιη πράξη (από θρησκευτική άποψη: «προς την αμαρτία») είτε προς τη σωτήρια πίστη και τον εξιλασμό. Έτσι ιδωμένη η αγωνία είναι το ανθρώπινο προνόμιο που μας ξεχωρίζει από τα ζώα (και όχι «ο λόγος» που ίσχυε μέσα στην παραδοσιακή φιλοσοφία ως διακριτικό του ανθρώπου), αλλά και ένα εξουθενωτικό μαρτύριο. Ο Κίρκεγκωρ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό το συναίσθημα είναι τόσο έντονο, ώστε η ίδια η στιγμή της πτώσης ή της σωτηρίας διεξάγεται μέσα σε ίλιγγο, γιατί η αποφασιστική πράξη είναι υπεράνω των ανθρώπινων δυνάμεων. Η αγωνία είναι σφραγισμένη με τη διττότητα της συμπάθειας και της αντιπάθειας, γι’ αυτό και κοντοστέκεται αναποφάσιστα στο κατώφλι του πράττειν. Αλλά από αυστηρά ηθική και θρησκευτική άποψη ήδη αυτός ο αυτοδιχασμός είναι ένοχος και αμαρτωλός.
Επιπλέον ο Κίρκεγκωρ μελέτησε από θρησκευτικό πρίσμα την απελπισία. Αλλά δεν την ερμήνευσε σαν αξιοκατάκριτη ιδιότητα ορισμένων πεσιμιστών απογοητευμένων από τις ελλείψεις ή τις κακοτοπιές της ζωής. Υποστήριξε ότι η απελπισία είναι μια ασθένεια που εκτείνεται σε όλα τα ανθρώπινα υποκείμενα και αφορά όλα τα επίγεια αντικείμενα! Ως άνθρωποι είμαστε απελπισμένοι τόσο αναφορικά με τα πεπερασμένα όσο και με τα απέραντα όντα, τόσο αναφορικά με τα έγχρονα όσο και με τα άχρονα, τόσο αναφορικά με τα αναγκαία όσο και με την απελευθέρωσή μας από αυτά. Αλλά κατά το πλείστο μας διαφεύγει ότι το πεπερασμένο και το άπειρο, η χρονικότητα και η αιωνιότητα, η αναγκαιότητα και η ελευθερία είναι συνθετικά στοιχεία του ανθρώπινου εαυτού – είτε τον αναζητούμε, είτε αδιαφορούμε γι’ αυτόν είτε και αν του εναντιωνόμαστε πεισματικά.
Από όσα ειπώθηκαν διαφαίνεται ότι ο Κίρκεγκωρ δεν διστάζει να οδηγήσει τον στοχασμό του σε έσχατες ακρότητες, να αντιμετωπίσει (μολονότι θεολόγος!) τον παραλογισμό της θρησκευτικής πίστης, το αυτοδιχασμένο μετεώρισμα της αγωνίας και την καθολική διάδοση της απελπισίας. Πώς κατορθώνει τελικά να βγει από όλα αυτά τα αδιέξοδα; Ο Δανός στοχαστής είναι εφοδιασμένος με ένα εργαλείο που δανείστηκε από τον γερμανικό ιδεαλισμό: είναι η διαλεκτική μέθοδος εφαρμοσμένη εδώ σε κρίσιμα υπαρξιακά ερωτήματα. Εάν ο στοχασμός δεν οδηγηθεί σε ακρότητα, στην άρνηση κάθε θετικής τοποθέτησης, δεν πρόκειται ποτέ να πετύχει το άλμα προς την αναίρεση των αντιθέτων και τη συμφιλιωτική μετάβαση σε κάτι καινούριο. Εάν ο Αβραάμ δεν παραιτηθεί από την αγάπη του για τον μονάκριβο γιο του, δεν πρόκειται ούτε να διατρανώσει την πίστη του κι έτσι ν’ αποβεί γενάρχης των Εβραίων – ούτε να κερδίσει θαυματουργά τον γιο του σ’ αυτήν εδώ τη ζωή! Εάν ο κατειλημμένος από αγωνία ή απελπισία άνθρωπος δεν οδηγήσει το συναίσθημά του ή τη συνείδησή του σε πλήρη αυτοσυνείδηση, ποτέ δεν πρόκειται ν’ απαλλαγεί από τις αρρωστημένες ψυχικές καταστάσεις. Όπως έγραψε ο σχεδόν ταυτόχρονος με τον Κίρκεγκωρ, Γερμανός ποιητής Φρίντριχ Χαίλντερλιν: «Όπου όμως υπάρχει ο κίνδυνος, εκεί αναπτύσσεται και η σωτηρία».
Ας επισημανθεί τελικά ότι ο Κίρκεγκωρ δεν έχει ακόμα γίνει εντελώς προσιτός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, γιατί οι νεοελληνικές μεταφράσεις των έργων του βασίζονται κατά το πλείστο σε άλλες γλώσσες και όχι στο δανέζικο πρωτότυπο. Ακόμα και τα σημαντικότερα φιλοσοφικά του κείμενα παραμένουν μέχρι σήμερα ακατανόητα.
Γράφει ο Γιάννης Τζαβάρας*
*Ο Γιάννης Τζαβάρας γεννήθηκε στον Πειραιά το 1950. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1968-1973) κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία (1973-1978). Ανακηρύχθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο του Μονάχου το 1978 χάρη στην εργασία Bewegung bei Kierkegaard [= Η κίνηση κατά τον Κίρκεγκωρ]. Κατά τα έτη 1979-2014 δίδαξε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, αρχικά (1979-1984) ως ειδικός επιστήμων, στη συνέχεια (1984-1990) ως επίκουρος καθηγητής, έπειτα ως αναπληρωτής καθηγητής (1991-1997) και από το 1997 έως το 2014 ως καθηγητής. Ασχολήθηκε διδακτικά και ερευνητικά τόσο με την αρχαία ελληνική όσο και με τη σύγχρονη φιλοσοφία με επίκεντρο τον οντολογικό-μεταφυσικό προβληματισμό. Προσωπική ιστοσελίδα: https://istoselidatzavara.webnode.com/
Τη σειρά επιμελείται ο Αχιλλέας Ε. Κούμπος