Με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου και τη λήξη της τουριστικής περιόδου, χιλιάδες τόνοι πλαστικών και άλλων απορριμμάτων που συσσωρεύτηκαν στις άκρες των δρόμων σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια ξεκινούν το καταστροφικό τους ταξίδι χωρίς επιστροφή για τις ελληνικές θάλασσες.
Για πολλούς μήνες, «περίμεναν» τους τοπικούς φορείς να ενδιαφερθούν για την αποκομιδή τους, χωρίς ωστόσο να υπάρξει η στοιχειώδης κινητοποίηση αλλά και η εύλογη αντίδραση των τοπικών κοινωνιών για αυτή την προσβλητική εικόνα που παρουσιάζουν οι περισσότερες περιοχές της Ελλάδας. Άλλωστε, η πλειοψηφία των Ελλήνων φαίνεται να έχει συνηθίσει την παρουσία των απορριμμάτων σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας. Ταυτόχρονα, ελάχιστοι έχουν συνειδητοποιήσει πως το πλέον επικίνδυνο υλικό για το περιβάλλον είναι το πλαστικό.
Αυτά επισημαίνει το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας ‘’Αρχιπέλαγος’’, ενημερώνοντας: Μέχρι πρόσφατα επικρατούσε η αντίληψη πως απαιτούνται εκατοντάδες χρόνια για τη διάσπαση των πλαστικών, με αποτέλεσμα να επαναπαυόμαστε και να «φορτώνουμε» το βάρος της αντιμετώπισης του προβλήματος στις επόμενες γενιές. Η αλήθεια, όμως, για τον φαύλο κύκλο των πλαστικών είναι τελείως διαφορετική και άκρως ανησυχητική. Πιο συγκεκριμένα, σύγχρονες έρευνες που πραγματοποιούνται όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως αποδεικνύουν πόσο ανακριβής είναι η άποψη περί αργής και μακροχρόνιας διάσπασης των πλαστικών. Για παράδειγμα, κάποιοι κοινοί τύποι πλαστικού, όπως η σακούλα ή το μπουκάλι νερού, όταν απορριφθούν στο περιβάλλον, με την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας, του αλατιού και του κυματισμού, σε διάστημα λίγων μόνο μηνών, διασπώνται σε μικρά κομμάτια και έπειτα καταλήγουν σε μικροσκοπικές ίνες.
Ταυτόχρονα, ένα από τα πιο επικίνδυνα προϊόντα πλαστικού που χρησιμοποιείται ευρέως τα τελευταία χρόνια είναι οι λεγόμενες «βιοδιασπώμενες» σακούλες», όπως αυθαίρετα χαρακτηρίζονται. Η ευρεία χρήση τους αποτελεί σκάνδαλο, καθώς το υλικό τους όχι μόνο δεν βιοδιασπάται και δεν ανακυκλώνεται, αλλά μέσω της προσθήκης χημικού καταλύτη στο υλικό, διασπάται πολύ πιο γρήγορα σε μικρά κομμάτια και έπειτα σε μικροσκοπικά σωματίδια, τα οποία τελικά εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα σε μικρότερο χρονικό διάστημα.
Οι συνέπειες αυτής της σύγχρονης μορφής ρύπανσης είναι ιδιαίτερα καταστροφικές τόσο για τα φυσικά οικοσυστήματα της χώρας μας και τα προστατευόμενα είδη που ζουν σε αυτά όσο και για τον άνθρωπο.
Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος», από το 2009, πραγματοποιούν μακροχρόνια και ενδελεχή έρευνα σε όλη την ελληνική επικράτεια για τη διασπορά μικροπλαστικών, μελετώντας την περιεκτικότητά τους σε παράκτια ιζήματα, ψάρια, ασπόνδυλα, επιφανειακά νερά κ.α. Παράλληλα, ερευνούν τους πραγματικούς χρόνους διάσπασης διαφόρων τύπων πλαστικού σε πραγματικές συνθήκες οικοσυστημάτων, δηλ. σε παράκτια νερά, ποταμούς καθώς και σε πλήρη έκθεση στον ήλιο, σε ακτές.
Ήδη, το «Αρχιπέλαγος», σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Swansea της Ουαλίας, έχει προβεί σε σχετικές επιστημονικές ανακοινώσεις, οι οποίες αναδεικνύουν την έκταση του προβλήματος στις ελληνικές θάλασσες. Δυστυχώς, σε πολλές ακατοίκητες περιοχές του Αιγαίου καταγράφονται συγκεντρώσεις μικροπλαστικών αντίστοιχες με αυτές ακτών της Αττικής. Στόχος είναι η μελέτη αυτού του φαύλου κύκλου πλαστικής ρύπανσης, ώστε να διαπιστωθούν οι παράγοντες που τον προκαλούν, καθώς και οι συνέπειες που έχει για τη πλούσια βιοποικιλότητα της χώρας μας αλλά και την ανθρώπινη υγεία. Ταυτόχρονα καταβάλλουν αδιάκοπες προσπάθειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος αλλά και την αφύπνιση και ευαισθητοποίηση των τοπικών αρχών και κοινωνιών.
Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, δεν βρίσκει πάντα συμμάχους καθώς παρά τη μεγάλη ανησυχία και κινητοποίηση από ορισμένες τοπικές αρχές και κοινωνίες, η πλειοψηφία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την ελληνική επικράτεια ως έναν υπαίθριο σκουπιδότοπο. Ενδεικτική είναι η εικόνα που παρουσιάζουν τα περισσότερα τοπικά και εθνικά δίκτυα της χώρας, με κάδους γεμάτους «ξεχασμένα» σκουπίδια και διασκορπισμένα απορρίμματα, για τα οποία δεν δείχνει να ενδιαφέρεται κανείς. Άλλωστε, ένα από τα πλέον «καινοτόμα μέτρα» που έχουν πάρει αρκετές τοπικές αρχές είναι η συγκέντρωση των σκουπιδιών σε παράνομα ΧΑΔΑ ή ανοικτά ΧΥΤΑ και η «διαχείρισή» τους μέσω του διασκορπισμού από τον αέρα. Στη «δράση» τους θα πρέπει να προστεθεί το γεγονός πως έχουν «μεταθέσει» την ευθύνη για την αποκομιδή των απορριμμάτων από τα οδικά δίκτυα και τους υπαίθριους χώρους, στις βροχοπτώσεις και τους ισχυρούς ανέμους. Σε αυτή την τραγική κατάσταση μερίδιο ευθύνης έχουν αναμφίβολα και οι πολίτες, οι οποίοι όχι μόνο συμβάλλουν στο πρόβλημα, με την ασυνείδητη ρίψη σκουπιδιών καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου αλλά ταυτόχρονα το ανέχονται, παραμένοντας αδρανείς θεατές απέναντι στην εξάπλωσή του.
Ένα ακόμη ανησυχητικό στοιχείο είναι πως όλοι οι οργανισμοί, μεταξύ των οποίων και τα ψάρια, που ελέγχονται, περιέχουν στο στομάχι τους μικροσκοπικές ίνες πλαστικού, άλλοι σε μικρότερη και άλλοι σε μεγαλύτερη ποσότητα. Αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να μας αποτρέπει από την κατανάλωση ψαριών, δεδομένου ότι παραμένει μία από τις πλέον πολύτιμες και θρεπτικές τροφές για τον άνθρωπο, ενώ συνήθως το στομάχι όπου περιέχονται οι ίνες πλαστικού δεν καταναλώνεται.
Αναμφίβολα, τα μικροπλαστικά αποτελούν μία ραγδαία αυξανόμενη απειλή, χωρίς γεωγραφικά όρια, καθώς η διασπορά αυτών των μικροσκοπικών ινών αυξάνεται διαρκώς, σε όλους τους ωκεανούς και τις θάλασσες παγκοσμίως. Η άμεση λήψη μέτρων με πρώτη την απαγόρευση χρήσης πλαστικών θα ήταν η ιδανική αντιμετώπιση του προβλήματος. Ωστόσο, ρεαλιστικά, ο στόχος αυτός δεν μπορεί να εφαρμοστεί καθώς προσκρούει σε αντικρουόμενα συμφέροντα.
Μέχρι τότε, όμως, αποτελεί υποχρέωση όλων να διαχειρίζονται το πλαστικό ως ένα επικίνδυνο και μη ανακτήσιμο από τη στιγμή που θα διασπαστεί υλικό, το οποίο πρέπει να καταλήγει με ασφάλεια στην ανακύκλωση και σε καμία περίπτωση να μην παραμένει εκτεθειμένο στο περιβάλλον.