Του Κ. Γκιάστα
Αποξηράνθηκε το 1911 κι όμως 104 χρόνια μετά, ακόμα τη θυμούνται εκεί στην ορεινή Καλλιπεύκη. Ο λόγος για τη λίμνη Ασκουρίδα που βρισκόταν στις πλαγιές του Ολύμπου σε έκταση 5.500 στρεμμάτων αλλά αποξηράνθηκε για την εξάλειψη της ελονοσίας που ταλαιπωρούσε τον τοπικό πληθυσμό.
Σύμφωνα μάλιστα με ιστορικά στοιχεία, η λίμνη αναφέρεται από την αρχαιότητα με το όνομα Ασκουρίς ή Ασκυρίς. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος κάνει λόγο για το Έλος της Ασκυρίδος («Ascuridem paludem») αναφερόμενος στα περάσματα που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι προς την Θεσσαλία. Κατά τον Μεσαίωνα η λίμνη απέκτησε το Σλαβικό όνομα Νεζερός, όνομα που διατηρείται ακόμα και σήμερα από τον τοπικό πληθυσμό. Το 1911 δημιουργήθηκε μια κατασκευή αποστραγγιστικής τάφρου αλλά και σήραγγας που διοχέτευσε τα νερά της λίμνης στην περιοχή των Γόννων. Στη θέση της απέμεινε ένα εύφορο οροπέδιο που αποδόθηκε στον τοπικό πληθυσμό για γεωργική εκμετάλλευση (κυρίως πατάτες).
Για όλα αυτά άνοιξε το «κουτί» των προσωπικών του αναμνήσεων ο κ. Απόστολος Καστώρης και μας λέει: «Όταν ήμουν μικρός και ζούσα ακόμα στο χωριό μας, πριν τον Γερμανοϊταλικό πόλεμο, άμα έριχνε καμιά πολύ μεγάλη βροχή κατέβαζαν τα ρέματα πολύ νερό και καθάριζαν κιόλας από τα πολλά σκουπίδια. Εγώ και άλλα παιδιά ψάχναμε μέσα στα νερά, μήπως και βρούμε κάποιο χρήσιμο αντικείμενο. Κάποτε βρήκα ένα σίδερο μεγάλο, που έμοιαζε με τσιγκέλι. Με βλέπει ο μπαμπάς μου και μου λέει:
—«Έλα εδώ, τι είναι αυτό το σίδερο;».
—«Ένα τσιγκέλι» του απαντώ.
—«Δεν είναι τσιγκέλι», μου λέει, «είναι αγκίστρι που ψαρεύουν οι ψαράδες».
Ξεκίνησε να μας λέει ο κ. Καστώρης και συνέχισε ξεδιπλώνοντας τις μνήμες του πατέρα του: «Αυτός ο κάμπος που βλέπεις ήταν κάποτε λίμνη και λεγόταν Ασκορίς. Επειδή αυξήθηκε πολύ ο πληθυσμός του χωριού μας, δεν έφταναν τα εξωτερικά χωράφια και για να ζήσουν οι κάτοικοι, αποφάσισαν να αποξηράνουν τη λίμνη. Στο έργο, που άρχισε να γίνεται, βοήθησε ένας πολιτικός που λεγόταν Θεόδωρος Λημπρίτης και μάλιστα κατασκεύασαν την εκκλησία στην πλατεία του χωριού και έδωσαν το όνομα «Άγιος Θεόδωρος», το όνομα του Λημπρίτη. Και προχωρούσε το έργο καλά και ωραία».
Κάπου στη μέση όμως άρχισαν τα προβλήματα μας λέει η διήγηση του πατέρα του: «Ο λόγος ήταν ότι από την τρύπα περίπου 700 μέτρων μάκρος, δεν ανέπνεαν αυτοί που δούλευαν μέσα και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Τότε ήρθε ένας άλλος τεχνικός και είπε να κάνουν μια τρύπα από πάνω, ένα πηγάδι εκεί όπου έφτασε το σκάψιμο και μόλις έκαναν πηγάδι, περνούσε ο αέρας και συνεχίστηκε το έργο».
"Όμως υπήρξαν και προβληματισμοί από τους κατοίκους" σημειώνει ο κ. Καστώρης σύμφωνα με όσα θυμάται από τον πατέρα του. Ένας βασικός προβληματισμός λοιπόν ήταν τα ψάρια. «Αναρωτήθηκαν οι χωρικοί τι θα γίνουν καθώς ήταν πολύ νόστιμα και αποφάσισαν να τα μαζέψουν. Πήραν, λοιπόν, διάφορες κάσες και κάτι κιβώτια για να τα μαζέψουν να τα πουλήσουν και άλλα για να τα παστώσουν. Μόλις άρχισε να φεύγει το νερό, είχανε σήτες διάφορες κι άρχισαν να τα μαζεύουν, όμως, επειδή το νερό δεν ελέγχεται, άρχισε να τα παρασύρει όλα» και πήγε στράφι η προσπάθεια.
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
«Πριν αδειάσει η λίμνη, ξεκινάει ο Μικρασιατικός Πόλεμος και όλοι σχεδόν οι άνδρες πήγαν στον πόλεμο, εκτός από μερικούς που ήταν προστάτες αλλά και για διάφορες άλλες αιτίες. Αυτοί οι λίγοι αφού έφυγαν τα νερά, άρχισαν να καλλιεργούν αυτά τα χωράφια.
Ο πόλεμος διήρκησε γύρω στα 7-8 χρόνια αυτοί οι λίγοι φτιαχτήκανε οικονομικά αυτά τα χρόνια. Όταν τελείωσε ο πόλεμος και γύρισαν οι πολλοί άνδρες από τον πόλεμο, άρχισαν οι προστριβές μεταξύ των λίγων και των πολλών. Βρίσκανε συνεργεία από τεχνικούς να κάνουν τη διανομή της λίμνης και οι λίγοι πλήρωναν τους τεχνικούς να χρονοτριβούν και η λίμνη να μην μοιράζεται. Τότε οι πολλοί άντρες αποφάσισαν να πάρουν τον νόμο στο χέρια τους . Οι λίγοι δεν μπορούσαν να τα βάλουν με τους πολλούς. Πήραν λοιπόν, οι πολλοί το ζευγάρι (τα ζώα) ο καθένας, πήραν και τον παπά του χωριού και πήγαν κάτω στην Αγέλη».
«Αγέλη λέγεται το μέρος στην είσοδο του χωριού, εκεί κατέβαζαν τα γελάδια οι χωριανοί που τα βοσκούσαν οι τσομπάνηδες και λέγονταν αγέλες. Έλεγαν στον παπά να διαβάσει ότι θα αγωνιστούμε τίμια να πάρουμε τα χωράφια που πρέπει. Φίλησαν το χέρι του παπά και το ιερό Ευαγγέλιο και ξεκίνησαν όλοι, ο ένας πίσω από τον άλλον με το ζευγάρι τους και όργωσαν τη λίμνη και την έκαναν χωράφι».
«...Την έσπειραν, τη θέρισαν και μοίρασαν τον καρπό αναλόγως. Αυτό το γεγονός έγινε δύο χρονιές. Την τρίτη χρονιά μοίρασαν τη λίμνη αλλά δεν έγινε με δίκαιο τρόπο. Τελικά μετά και από αυτό επενέβη το κράτος και μοιράστηκε κανονικά η γη, έκαναν έργα όπως το κεντρικό μεγάλο χαντάκι και τα παράπλευρα χαντάκια και τα γύρω-γύρω για να μαζεύουν όλα τα νερά».