Επιμέλεια: Αχιλλέας Μπακαλέξης
Ο πόλεμος του 1897 έμεινε στην ιστορία μας με τον χαρακτηρισμό "ατυχής". Και πράγματι υπήρξε ατυχής, αφού η απόφαση, η σχεδίαση και η εκτέλεσή του στηρίχθηκαν σε απερίσκεπτες, επιπόλαιες και εσφαλμένες ενέργειες.
Αρχισε στις 4 Απριλίου και τελείωσε στις 8 Μαΐου του 1897 (με το παλιό ημερολόγιο) με ολοσχερή ήττα και ταπεινωτική ανακωχή μας. Διαδραματίστηκε σε τρία μέτωπα: Στην Θεσσαλία, στην Ηπειρο και στη θάλασσα (Αιγαίο και Ιόνιο Πέλαγος). Το σπουδαιότερο, όμως από αυτά ήταν το μέτωπο της Θεσσαλίας, όπου κυρίως και πρωτίστως δόθηκε και κρίθηκε ο αγώνας. Στο μέτωπο της Ηπείρου, δευτερεύον και με τις μικρές δυνάμεις του, υπήρξαν ορισμένες επιτυχίες. Στη θάλασσα, παρά την υπεροπλία μας και την απουσία τουρκικού στόλου, δεν σημειώθηκε κανένα άξιο λόγου επεισόδιο. Ενώ τον πόλεμο τον επεζήτησε και τον προκάλεσε η Ελλάδα, την κήρυξή του εμφανίστηκε να ενεργεί η Τουρκία. Αιτίες του πολέμου υπήρξαν η φιλοπόλεμη πολιτική της κυβέρνησης του Θ. Δεληγιάννη και της αντιπολίτευσης (Δ. Ράλλη), η έξαψη των πνευμάτων της κοινής γνώμης από την "Εθνική Εταιρία", και η καλλιέργεια κλίματος ενθουσιασμού και νίκης στο λαό, παρά την αντίθετη εκτίμηση του βασιλιά Γεωργίου Α΄ που είχε σοβαρές επιφυλάξεις γι΄ αυτόν τον πόλεμο. Στόχος της κυβέρνησης και της "Εθνικής Εταιρίας" υπήρξε η απελευθέρωση της Μακεδονίας και η παράλληλη πίεση για την επίλυση του κρητικού ζητήματος, το οποίο τότε βρισκόταν σε ένταση και έξαρση.
Αφορμή για την έναρξη του πολέμου δόθηκε όταν κάποια αντάρτικα τμήματα τμήματα, προχείρως εξοπλισμένα και άτακτα, κατευθυνόμενα από την "Εθνική Εταιρία" εισέβαλαν σε τούρκικο έδαφος, στη Δυτική Μακεδονία στις 27/3/1897, από την μεθόριο της περιοχής των Τρικάλων, εν γνώσει της κυβέρνησης για να τραπούν σε φυγή και να διαλυθούν μετά από μια εβδομάδα, από τις τουρκικές δυνάμεις. Εν τω μεταξύ, ο στρατός και το επιτελείο, υπό το αρχιστράτηγο Κων/νο, διάδοχο του θρόνου, είχε συγκεντρωθεί στη Λάρισα από τα μέσα Μαρτίου. Η Τουρκία, όπως ήταν φυσικό κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας και η κυβέρνηση, χωρίς συναίσθηση της πραγματικότητας, ενώ επεδίωξε τον πόλεμο, κατήγγειλε συγχρόνως την Τουρκία για επιθετικότητα. Ζητούσαμε, δηλαδή, και τα ρέστα.
Αρχιστράτηγος του στρατού μας ήταν ο 26ετής τότε άπειρος διάδοχος του θρόνου Κων/νος, ο οποίος δεν είχε, δυστυχώς, ούτε καν ικανούς και κατάλληλους στρατιωτικούς συμβούλους. Αρχηγός του επιτελείου ήταν ο συνταγματάρχης κ. Σαπουντζάκης, υπουργός των Στρατιωτικών ο Ν. Σμολέντε στην κυβέρνηση του Θ. Δεληγιάννη, που αντικαταστάθηκε, στα μέσα του πολέμου (15/4/1897), από τον Τσαμαδό στη νέα κυβέρνηση του Δ. Ράλλη.
Στο θεσσαλικό μέτωπο η Ελλάδα διέθετε 42.000 στρατιώτες, 90 πυροβόλα και 600 ιππείς που αποτελούσαν την 1η Μεραρχία υπό τον υποστράτηγο Ν.Μακρή, τη 2η Μεραρχία υπό τον συνταγματάρχη Γ. Μαυρομιχάλη και τέσσερις ταξιαρχίες υπό τους συνταγματάρχες Ιω. Δημόπουλο, κ. Σμολένσκη, Χρ. Μαστραπά και Μ. Αντωνόπουλο, ενώ εκτάκτως συγκροτήθηκε και μία ακόμα ταξιαρχία υπό τον συνταγματάρχη Θρ. Μάνο δυνάμεως 12.000 ανδρών. Στη θάλασσα εκτός του βασικού στόλου είχαν προστεθεί και τα τρία νέα πλοία: "Υδρα", "Σπέτσαι", και "Ψαρά". Εδώ πρέπει να εξάρουμε το γεγονός της συμμετοχής πολλών εθελοντών φιλελλήνων, κυρίως Ιταλών, των γνωστών Γαριβαλδινών, οι οποίοι εντάχθηκαν στον ελληνικό στρατό. Αρχηγός του τουρκικού στρατού ήταν ο Ετέμ Πασάς, που είχε στη διάθεσή του διπλάσιο, σχεδόν, αριθμό μονάδων: 7 μεραρχίες δυνάμεως 62.000 ανδρών, 1.300 ιππείς και 204 πυροβόλα.
Εδρα του στρατηγείου του ήταν η Ελασσόνα.
Ο οπλισμός των Τούρκων ήταν καλύτερος και πιο σύγχρονος από των Ελλήνων. Η εκπαίδευσή τους ήταν αρτιότερη, καθώς Γερμανοί αξιωματικοί, υπό τον Von Golz, είχαν ενσωματωθεί σχεδόν στη διοίκησή του. Ο ελληνικός στρατός ήταν ανεκπαίδευτος, ανοργάνωτος, απείθαρχος και χωρίς πολεμοφόδια. Ο τουρκικός στρατός νίκησε όχι τόσο γιατί το άξιζε, αλλά γιατί δεν είχε, στην ουσία, αντίπαλο. Οι πρώτες μάχες έγιναν στην Καλλιπεύκη του Ολύμπου, στην Μελούνα και στο Μάτι του Τυρνάβου από 8 έως 12 Απριλίου 1897. Οι αδυναμίες του στρατού μας φάνηκαν από τις πρώτες ώρες των συγκρούσεων. Ασυναρτησία και απειθαρχία επικρατούσε στις μονάδες. Δεν επρόκειτο περί στρατού, αλλά περί συρφετού. Ο στρατός άρχισε να υποχωρεί από τον Τύρναβο προς τη Λάρισα και έτσι επήλθε πανικός στους κατοίκους της περιοχής, που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και αλλόφρονες έτρεχαν πίσω από τον διαλυμένο στρατό. Μοναδική επιτυχία σημειώθηκε στις μάχες του Βελεστίνου, όπου η ταξιαρχία του κ. Σμολένσκη κατόρθωσε να κρατήσει σταθερό το μέτωπο και να αντιμετωπίσει προσωρινά τον εχθρό.
Ο διάδοχος Κων/νος αναγκάσθηκε να διατάξει την υποχώρηση από τη Λάρισα (13/4/1897) και την οργάνωση της άμυνας στα Φάρσαλα. Το σχέδιο οχύρωσης και άμυνας των Φαρσάλων και των γύρω διαβάσεων συνέταξε ο ανθυπολοχαγός Παπαβασιλείου και το επεξεργάστηκε τελικώς, ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Μεταξάς.
Τα Φάρσαλα και τις διαβάσεις τους ανέλαβαν να υπερασπισθούν η 2η Μεραρχία υπό τον Γ. Μαυρομιχάλη, η 1η ταξιαρχία υπό τον Ιω. Δημόπουλο, το 4ο Σύνταγμα των Ευζώνων, δύο πυροβολαρχίες, από τις οποίες τη μία διοικούσε ο πρίγκιπας Νικόλαος. Οι δυνάμεις αναπτύχθηκαν προ των Φαρσάλων και του σιδηροδρομικού σταθμού.
Η 1η Μεραρχία είχε ως βάση της τον οικισμό Ρίζι και τομέα ευθύνης την επιτήρηση των διαβάσεων προς το Κιτίκι.
Προφυλακές είχαν τοποθετηθεί στην Πόρτο Παναγιά, στις Κυνός Κεφαλές, το 2ο Σύνταγμα Ευζώνων ήλεγχε το Θετίδιο, το 11ο την Ζωοδόχο Πηγή, το 7ο τον Δασόλοφο και το 9ο την Κρήνη. Ο ταγματάρχης Αλεξάνδρου διατάχθηκε να καταλάβει τον Τεκέ της Ζωοδόχου Πηγής και αντί αυτής πήγε στον Τεκέ της Ασπρόγειας τόση σύγχυση και προχειρότητα υπήρχε στις διαταγές. Μετά τις μάχες στα χωριά Κρήνη, Ζωοδόχο Πηγή, Βασιλί από την 11η π.μ. μέχρι την 4η μ.μ. της 23ης/4/1897 και την υποχώρηση όλων των μονάδων, που έφευγαν ακολουθούμενες από γυναικόπαιδα και βαλλόμενες συνέχεια από τα πυρά των Τούρκων, η μάχη θα δινόταν στα Φάρσαλα επί της αμαξιτής οδού Φαρσάλων - Σιδηροδρομικού Σταθμού, όπου βρίσκεται σήμερα το εκκλησάκι του Κοσμά του Αιτωλού. Η ανασύνταξη του στρατεύματος και η οργάνωση του μετώπου άμυνας θεωρήθηκε ως σοβαρό επίτευγμα και σκόπιμα δόθηκε έμφαση για ισχυρό μέτωπο. Η μεγάλη σύγκρουση προ των Φαρσάλων αποφεύχθηκε και σημειώθηκαν μόνο μερικές αψιμαχίες. Τη νύχτα 23 προς 24 Απριλίου το επιτελείο των Φαρσάλων αποφάσισε γενική υποχώρηση στην πιο κατάλληλη για άμυνα περιοχή του Δομοκού. Ούτε, όμως, και στον Δομοκό σταμάτησαν τους Τούρκους οι Ελληνες. Υποχώρησαν διωκόμενοι μέχρι την Λαμία. Την 8/5/1897, μετά από εκκλήσεις του βασιλιά Γεωργίου Α΄ προς τον Τσάρο Νικόλαο και τον Κάιζερ της Γερμανίας υπογράφηκε προσωρινή ανακωχή στην περιοχή της Λαμίας. Ευτυχώς, ο σουλτάνος υπήρξε διαλλακτικός και έτσι τα σύνορά μας επανήλθαν στην προ της 4/4/1897 γραμμή, δηλαδή στη Μελούνα, με μικρή διαφοροποίηση.
(Πληροφορίες και στοιχεία ελήφθησαν από το βιβλίο του αείμνηστου δικηγόρου Εμμ. Καραμανώλη "Ο Πόλεμος του 1897 - Η μάχη των Φαρσάλων").