Σ’ αυτές κατέφευγαν, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, οι λάτρεις της φύσης και των περιπάτων. Η περιοχή της Γεωργικής Σχολής και κυρίως τα Γκιόλια, το Φάληρο, ο χώρος γύρω από τον σταθμό του Θεσσαλικού Σιδηροδρομικού Σταθμού, η Τούμπα όπου γιορτάζονταν την Καθαρά Δευτέρα τα Κούλουμα, η Αγ. Μαρίνα όπου κατευθύνονταν ομαδικά κυρίως επαγγελματικά σωματεία, το Λούνα παρκ στη Σκάλα του Πηνειού, απέναντι από τα παλιά Σφαγεία, το Αλκαζάρ.
Την εποχή εκείνη η Λάρισα είχε πληθυσμό 20-25 χιλιάδες κατοίκους, η έκτασή της ήταν περιορισμένη και καταλάμβανε μόνον την περιοχή που κάποιοι ονομάζουν σήμερα ιστορικό κέντρο. Όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν από τότε, έχουν μεταβάλει αισθητά την πολεοδομική μορφή της. Καθώς η πόλη ξεπερνάει σήμερα τις 200 χιλιάδες κατοίκους, ξαπλώθηκε ανοργάνωτα και χωρίς σχέδιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Έχει καταλάβει ακόμη και αγροτικούς χώρους τους οποίους οι κάτοικοί της τους καλλιεργούσαν μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Και καθώς συνεχίζει να αναπτύσσεται και να εξαπλώνεται, προβλέπω στο μέλλον να ενσωματωθούν στη Λάρισα και οι γειτονικοί οικισμοί, όπως η Γιάννουλη, η Νίκαια, κλπ.
Στο σημερινό μας σημείωμα θα έχουμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε μια άλλη παλιά εξοχική τοποθεσία της Λάρισας εξίσου αγαπητή, την οποία προτιμούσαν συχνά οι κάτοικοί της, γιατί δεν βρισκόταν σε μακρινή απόσταση.
Τις ηλιόλουστες χειμωνιάτικες Κυριακές, μετά τον εκκλησιασμό ή τις ζεστές βραδιές του καλοκαιριού, πολλοί Λαρισαίοι κατά ομάδες, ολόκληρες οικογένειες, αλλά και πολλοί γλεντζέδες περνούσαν τη μεγάλη γέφυρα του Πηνειού, διέσχιζαν τον Κήπο των Νυμφών (Αλκαζάρ) και κατευθύνονταν στον Κήπο του Παπασταύρου. Ο κήπος αυτός βρισκόταν σε επαφή με την αριστερή κοίτη του Πηνειού και καταλάμβανε τον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται η συνοικία Αλκαζάρ και ένα μέρος του γειτονικού Σταδίου. Ήταν μια κατάφυτη περιοχή, γεμάτη πράσινο, όπου καλλιεργούνταν λαχανικά.
Πριν όμως περιγράψουμε τον Κήπο του Παπασταύρου, ας πούμε λίγα λόγια για τον ιδιοκτήτη του, για τον οποίο έχουμε αναφερθεί και σε άλλα σημειώματά μας. Ο Κωνσταντίνος Παπασταύρου[1] γεννήθηκε το 1855 στη Ζίτσα, το γνωστό ζαγοροχώρι της Ηπείρου. Σπούδασε φαρμακοποιός στην Αθήνα και στην αρχή εγκαταστάθηκε επαγγελματικά στα Ιωάννινα, όπου έκανε οικογένεια νεότατος. Είχε όμως την ατυχία να χάσει νωρίς τη γυναίκα του. Μετά το 1881, για να αποφύγει τις διώξεις των Τούρκων ήλθε στην πρόσφατα απελευθερωθείσα Λάρισα και το 1882 άνοιξε Φαρμακείο[2] στην κεντρική συνοικία Ντάρκουλη. Εδώ νυμφεύθηκε σε δεύτερο γάμο την Αμαλία Χρυσοχόου, που είχε και αυτή καταγωγή από τη Ζίτσα. Η Αμαλία βρισκόταν στη Λάρισα με τον αδελφό της Μιχαήλ Χρυσοχόου από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ήταν αρκετά μορφωμένη και είχε διατελέσει δασκάλα στο Σχολείο Θηλέων της Λάρισας. Αργότερα τη βρίσκουμε να δημοσιογραφεί στα τοπικά και τα αθηναϊκά φύλλα των εφημερίδων και σε περιοδικά και υπήρξε μαζί με άλλες Λαρισαίες από τις πρωτοπόρες που υπερασπίστηκαν τα φεμινιστικό κίνημα.
Ο Παπασταύρου ήταν σοβαρός επιστήμονας και επαγγελματίας. Από την εργασία του και από κάποια μεγάλη κληρονομιά συγγενούς του, απέκτησε ικανή περιουσία[3], χάρη στην οποία έκανε πολλές αγορές ακινήτων μεταξύ των οποίων και μια μεγάλη έκταση πέρα από το Αλκαζάρ, την οποία φρόντισε κατάλληλα να την αξιοποιήσει. Με τη φροντίδα του έμπιστου επιστάτη του Μπαχτσεβάνου, καλλιέργησε τη χέρσα περιοχή και τη μετέτρεψε σε λαχανόκηπο, γι’ αυτό και έμεινε στους Λαρισαίους γνωστός ο χώρος αυτός σαν Κήπος Παπασταύρου. Οι εργάτες του περιβολιού αυτού καλλιεργούσαν με ιδιαίτερη φροντίδα και επιμέλεια όλα τα είδη των εποχιακών λαχανικών, με τα οποία τροφοδοτούσαν όχι μόνον την αγορά της Λάρισας, αλλά τα προμήθευαν και σε μεμονωμένα άτομα. Ονομαστά κυρίως ήταν τα αγγουράκια από το περιβόλι του Παπασταύρου. Η ποικιλία που καλλιεργούσε ο Μπαχτσεβάνος διέφερε σημαντικά από τα σημερινά αγγούρια. Ήταν μικρά, τρυφερά, νόστιμα, δροσερά και έβγαιναν μια ορισμένη εποχή του χρόνου. Μάλιστα η ζήτηση ήταν τέτοια ώστε η παραγωγή δεν επαρκούσε για να ικανοποιήσει την αγορά της Λάρισας. Τα σημερινά αγγούρια καλλιεργούνται όλο τον χρόνο, είναι μεγαλύτερα, πιο σκληρά και υστερούν έναντι των παλαιών στη γεύση. Η παλιά αυτή ποικιλία δεν καλλιεργείται πλέον.
Οι Λαρισαίοι τα γεύονταν συνήθως στο διπλανό με τον κήπο του Παπασταύρου ταβερνάκι, το οποίο ονομαζόταν «Κιβωτός». Στο σημείο αυτό νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον να μάθουμε γιατί το συγκεκριμένο εξοχικό κέντρο πήρε την ονομασία «Κιβωτός». Κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης πλημμύρας στη Λάρισα, η οποία συνέβη περί τα τέλη της δεκαετίας του 1920, τα νερά είχαν κατακλύσει τον Πέρα Μαχαλά, το Αλκαζάρ και τα Ταμπάκικα. Ο δημοσιογράφος Ευάγγελος Τσιρόπουλος, ο οποίος ήταν τότε διευθυντής στην τοπική εφημερίδα «Ελευθερία», περιέγραψε ως εξής την κατάσταση που επικρατούσε στην πέραν του Αλκαζάρ περιοχή, η οποία σημειωτέον ότι τότε ήταν επίπεδη, άδενδρη και χωρίς οικήματα, εκτός από ένα μικρό εξοχικό κεντράκι: «Ολόκληρον το πεδίον του “Αλκαζάρ” εκαλύφθη υπό υγράν σινδόνην, ήτις εξετείνετο μέχρι του αγροκτήματος Χαροκόπου[4]. Τα πάντα είχον καλυφθεί από τα πλημμυρίσαντα ύδατα και εν τω μέσω της σχηματισθείσης απεράντου λίμνης επρόβαλεν, ως η Κιβωτός του Νώε, το εξοχικόν κέντρον παρά τον κήπον Παπασταύρου». Η επιτυχημένη παρομοίωση του δημοσιογράφου στάθηκε αφορμή να ονομαστεί το κέντρο «Κιβωτός». Ήταν ένα μικρό, τετράγωνο, χαμηλό κτίσμα που μόλις χωρούσε μέσα τρία με τέσσερα τραπεζάκια. Κυρίως όμως ήταν θερινό κέντρο και το καλοκαίρι απλωνόταν κάτω από δένδρα και μέσα σε καταπράσινους χώρους. Την εκμετάλλευση την είχε ο Γεώργιος Ζαρκαδούλας, ένας αγαθός και ήσυχος άνθρωπος που έμενε μόνος στην ταβέρνα. Σαν μόνιμους πελάτες είχε κυρίως τους ψαράδες του Πηνειού, οι οποίοι γεύονταν μέρος της λείας τους στο μαγαζί του.
Με τον καιρό ο χώρος στην περιοχή αυτή άρχισε να αλλάζει. Διαβάζουμε στα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου της 26ης Ιουλίου 1930: «Μετ’ εισήγησιν του Δημάρχου Μ. Σάπκα, προτείνοντος όπως εκ του πέραν της γεφύρας του Πηνειού ποταμού χώρου του Αλκαζάρ του ανήκοντος εις τον Δήμον, κειμένου πλησίον του Κήπου Παπασταύρου και ακριβώς αριστερά τω εισερχομένω εις αυτόν, καθορισθή γήπεδον 15 στρεμμάτων, ήτοι 100 χ 150 τετρ. μέτρων, προς ανέγερσιν Γυμναστηρίου δια την εγκατάστασιν των Αθλητικών Σωματείων της πόλεως…». Η παρουσία του σταδίου, όπως ήταν φυσικό, στάθηκε η αιτία να αναβαθμιστεί η περιοχή και έδωσε την ευκαιρία για την περαιτέρω ανάπτυξή της.
Μεταπολεμικά στη θέση της «Κιβωτού» λειτούργησε το εξοχικό κέντρο «Ο Τζίμης». Από τον κήπο του Παπασταύρου έμεινε μόνον το όνομα, ενώ ο χώρος κατατμήθηκε σε οικόπεδα. Ανοίχτηκαν δρόμοι, άρχισαν να κατασκευάζονται μονώροφες ή διώροφες οικοδομές, οικοδομήθηκε σχολικό συγκρότημα και η περιοχή έγινε γνωστή σαν οικισμός ή συνοικία Παπασταύρου. Πριν από μερικά χρόνια οι κάτοικοί της ζήτησαν την αλλαγή της ονομασίας της συνοικίας και σήμερα η περιοχή που αντιστοιχούσε προπολεμικά στον κήπο του Παπασταύρου ονομάζεται συνοικία Αλκαζάρ.
Toυ Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)
[1]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Λαρισαία Αμαλία Παπασταύρου και ο πόλεμος του 1897, εφ. «Ελευθερία» Λάρισας, φύλλο της 12ης Φεβρουαρίου 2014 και «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα - Α’» (2016), σελ. 41-44. Του ιδίου, Κωνσταντίνος και Αμαλία Παπασταύρου, εφ. «Ελευθερία» Λάρισας, φύλλο της 12ης Μαρτίου 2014. «Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα - Α’» (2016), σελ. 57-60.
[2]. «Ο κ. Κ. Παπασταύρος επιστήμων φαρμακοποιός ηνέωξεν φαρμακείον και φαρμακεμπορείον εν τη συνοικία Δάρκουλη, εφωδιασμένον με άπαντα τα είδη εκλεκτών φαρμάκων εκ Παρισίων. Εις τους επιθυμούντας να προμηθευθώσιν εξ αυτών γίνεται σπουδαία συγκατάβασις», εφ. «Ανεξαρτησία», Λάρισα, φύλλο της 5ης Δεκεμβρίου 1882. Το φαρμακείο βρισκόταν στη σημερινή οδό Ρούζβελτ (τότε Φαρσάλων), στη γωνία όπου σήμερα βρίσκεται η οδός Παπασταύρου. Αργότερα στο σημείο αυτό έκτισε την οικογενειακή του κατοικία, στο ισόγειο της οποίας στέγασε το φαρμακείο του. Το σπίτι του ήταν ένα μεγάλο διώροφο, επιβλητικό νεοκλασικό αρχοντικό με μεγάλη αυλή και πλούσιο ανθόκηπο. Άντεξε κάπως από τις συμφορές της κατοχής και των σεισμών και μεταπολεμικά σ’ αυτό στεγάστηκε για κάποιο διάστημα το Εφετείο. Στη συνεχεία κατεδαφίστηκε και στη θέση του οικοδομήθηκαν το κινηματοθέατρο «Διονύσια» και άλλα συνοδά κτίσματα.
[3]. Στις 22 Αυγούστου 1897 απεβίωσε στο Γκουμέστι της Ρουμανίας ο ιατρός Δημήτριος Ζιτσαίος, ο οποίος είχε αποκτήσει τεράστια περιουσία στη Ρουμανία όπου βρέθηκε από μικρός, χωρίς να αποκτήσει οικογένεια. Λίγες ημέρες πριν πεθάνει, συνέταξε χειρόγραφα τη διαθήκη του με την οποία ο Κων. Παπασταύρου κληρονομούσε το ποσό των 20.000 γαλλικών χρυσών φράγκων, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή εκείνη. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Φαρμακοποιός Κωνστ. Παπασταύρου. Μια σοβαρή παρατυπία του, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 12ης Απριλίου 2017.
[4]. Το αγρόκτημα Χαροκόπου την περίοδο εκείνη ήταν τεράστιο και εκτεινόταν από τη νέα οδική αρτηρία που έχει κατασκευαστεί πίσω από το Στάδιο, μέχρι και τη Γιάννουλη.