Η ζωή μας μπορεί να είναι ισχυρότερη από το κάδρο, μετασχηματίζεται όμως στη ζείδωρη μνήμη μέσα από το διαχρονικό λεύκωμα των κτιρίων. Το βιβλίο «Παλιά Αρχοντικά και αξιόλογα Κτίρια της Λάρισας, τέλους του 19ου και α' μισού του 20ού αι.» των Βασιλικής Πανάγου και Ιουλίας Κανδήλα από τον Εκδοτικό Οίκο Κ. & Μ. Αντ. Σταμούλη, αποτυπώνει με τα κείμενά του και τις φωτογραφικές καταγραφές βιώματα και μνήμες, μέσα σε μια νοσταλγική αχλή και σε δυνατούς κραδασμούς ευαισθησίας.
Οι δύο εξαίρετες συγγραφείς μάς παρουσιάζουν με καλλιτεχνική και ποιοτική εκφορά, ως εθελοντές στην εξερεύνηση, τα κτίρια της πόλης της Λάρισας σαν μισοσκότεινους διαδρόμους αναμνήσεων Λαρισαίων πολιτών. Όλο το έργο είναι εμποτισμένο με αγάπη και σεβασμό στη μαρτυρία των στοιχείων του παρελθόντος και αποτελεί κληρονομιά και παρακαταθήκη. Μας πληροφορεί με πλούσια βιβλιογραφία και εκφραστικότητα από κάθε οπτική γωνιά και για κάθε πλευρά της πόλης: κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική. Το ιστορικό αυτό αφιέρωμα εμπεριέχει συνάντηση ρυθμών και αποτελεί πολύτιμο οδηγό τοπικού, ιστορικού, αρχιτεκτονικού αστικού τοπίου.
Οι εικόνες του βιβλίου μάς θυμίζουν τα λόγια του Κολοκοτρώνη: «Όλα φεύγουν, ο σπουργίτης πάντοτε μένει». Τα κτίρια, παρόλο που δέχονται τις ριπές της καταιγίδας και του χρόνου, αντιστέκονται. Η φωτογραφία παγώνει τον χρόνο και το φωτογραφικό ταξίδι αποτελεί κατάθεση ψυχής, επειδή είναι καρπός έρευνας, αγωνίας, μαρτυρία ελπίδας και αγάπης για την πόλη.
Ο καθένας μας, που γεννήθηκε και έζησε στη Λάρισα, ψηλαφίζει την προσωπικότητά του, που έχει καλλιεργηθεί στη συλλογικότητα των κοινωνικών διαστάσεων του χώρου-χρόνου και διατρέχοντας γνώριμους τόπους, βιώνει έντονα την ατομική και συλλογική μνήμη. Ανοίγοντας το βιβλίο αναδύεται η γλυκιά μελαγχολία των νεανικών μας χρόνων. Μέσα από τους κλειστούς φεγγίτες κάποιων σιωπηλών πια κτιρίων της πόλης, ορθώνονται αγαπημένα και όχι λησμονημένα πρόσωπα. Ζωντανεύουν προσωπικές, οικογενειακές, φιλικές, κοινωνικές, εμπορικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Οι σιωπηλοί πρωταγωνιστές της ζωής, τα βιώματα ιδιοκτητών, κατοίκων και ενοίκων επενεργούν στο θυμικό του αναγνώστη και υφίσταται η πρόσμιξη με τις σκέψεις του. Είναι ένα τόσο ευχάριστο, όσο και χρήσιμο ταξίδι.
Πίσω από τον πανικό της καθημερινής βιοτής, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του βιβλίου με τα παλιά αρχοντικά και κτίρια της Λάρισας, στον νου έρχονται τα λόγια του Γιάννη Ρίτσου: «Δεν είναι πια κανένας κι όμως κανένας δεν λείπει». Στη διακειμενική προσέγγιση αναδόμησης του μεταμοντερνισμού, «όλοι οι απόντες είναι παρόντες και όλα στέκονται ακίνητα μέσα στον νόμο της αιώνιας κίνησης», μας υπενθυμίζει ο ποιητής.
Ο καθένας από το μετερίζι του μπορεί να προσφέρει με το έργο του και τη δράση του. Έτσι οι δύο αξιόλογες συγγραφείς με τον λόγο, τη στοχαστική ματιά και την επιστημονική κατάρτιση, κατάφεραν να ξεκλειδώσουν με το έργο αυτό-έργο ζωής, τον μυστικό διάλογο παρελθόντος και παρόντος, να ενεργοποιήσουν μέσα από τις φωτογραφίες και τις λέξεις τη συναισθηματική μας νοημοσύνη και να αγγίξουν τις χορδές μας για δημιουργία.
Και όλο αυτό με το άρωμα μιας δημιουργικής εποχής, με το άρωμα της ελπίδας. Στους καθημερινούς μας μάταιους και εμπαθείς λογισμούς, που προέρχονται από ανασφάλεια, αγωνία, φόβο, θυμό, ας σταθούμε όρθιοι, σταθεροί και δυνατοί «ακρογωνιαίοι εκλεκτοί ζώντες λίθοι» για το πνευματικό οικοδόμημα των επόμενων γενεών. Στη σύγχρονη διαχρονία, όπου με τις δομικές έρευνες η εξέλιξη είναι προβλέψιμη, τα πληγωμένα από τη φθορά του χρόνου αλλά διασωθέντα κτίρια και αρχοντικά, μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε την πραγματικότητα. Γιατί αγγίζοντας το παρελθόν, ατενίζεις με ελπίδα και αισιοδοξία το μέλλον. Γιατί εν τέλει το οφείλουμε στα παιδιά μας!
Αφιερωμένο στην πατρική εστία, που ακόμη «στέκει» όρθια...
* Λίνα Σ. Φωλίνα, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, λογοτέχνης-βιβλιοκριτικός, αντιπρόεδρος ΕΛΟΣΥΛ